Tuesday, October 31, 2006

Μια υπογραφή, σας παρακαλώ...

Χιόνιζε και είχε παγωνιά. Στο ιδιωτικό νοσοκομείο το νεαρό ζευγάρι είχε φτάσει, ενώ έξω ήταν ακόμα σκοτεινά και περίμενε υπομονετικά καθισμένο στο υποφωτισμένο χωλ, μέχρι να βγουν οι εξετάσεις, μετά τις περίεργες ενοχλήσεις που είχε η κοπέλα τον τελευταίο καιρό. Ο γιατρός, ο καλύτερος στο είδος του, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστικός. ‘Η Λίνα πρέπει να αρχίσει θεραπεία εχθές!’ τους είπε. ‘Τα πράγματα είναι δύσκολα παιδιά αλλά θα το πολεμήσουμε και αυτό.’ Αν και ήταν φρικτά ειλικρινής, προσπάθησε να τους καθησυχάσει, κάνοντας το ζευγάρι να σφιχτεί με δύναμη πάνω στις καρέκλες με τη μαύρη δερματίνη.

Έφυγαν σκυθρωποί και ο ένας προσπαθούσε να κρύψει από τον άλλο τα βουρκωμένα του μάτια… ‘Ευτυχώς που έχουμε ασφάλεια.’ είπαν και οι δυο με μια φωνή, αφού το κόστος των φαρμάκων για ένα μήνα, ήταν σχεδόν δυο μισθοί μαζί, όπως τους ενημέρωσαν από το φαρμακείο και τους πρότειναν να πάνε να τους τα γράψει το ΙΚΑ. Πήγαν, κρατώντας όλα τα παραστατικά και το βιβλιάριο, για να τους γράψουν τα φάρμακα. Ανέβηκαν τα βρώμικα και γεμάτα αποτσίγαρα σκαλιά. Έψαξαν τον αρμόδιο γιατρό μέσα από τις παλιές ξύλινες πόρτες με τα κολλημένα χαρτιά από έξω. Χτύπησαν και κάποιος τους αποκρίθηκε ‘εμπρός’.

Αφού του εξήγησαν βιαστικά, καθισμένοι όρθιοι και με αγωνία στο βλέμμα, εκείνος, καθισμένος και φορώντας τη λευκή του ρόμπα, αποκρίθηκε σοβαρά και με στόμφο: ‘Κατ’αρχήν, δεν έπρεπε καν να σας ακούσω! Έπρεπε να έχετε κλείσει ραντεβού πριν από ένα μήνα τουλάχιστον στον αριθμό του ΙΚΑ για τα ραντεβού. Όσον αφορά τα φάρμακα που μου ζητάτε, δεν μπορώ να σας τα δώσω… ακόμα και αν είχατε κλείσει ραντεβού. Χρειάζεται ειδική επιτροπή, ειδικό ραντεβού, φυσικά συγκεκριμένες εξετάσεις και στη συνέχεια, αν γίνεται, μετά από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, θα εγκριθεί συγκεκριμένη θεραπεία σε δικά μας νοσοκομεία. Αν εσείς θέλετε να κάνετε πειράματα με ιατρούς από ιδιωτικές κλινικές, είναι δικό σας θέμα, δεν αφορά το ταμείο...”

“Ξέρετε κάτι’ είπε ο νεαρός Μανώλης ‘είναι απαραίτητο να τα πάρει άμεσα, διαφορετικά δεν ξέρουμε τι αποτέλεσμα θα έχει στη ζωή της γυναίκας μου… Μια υπογραφή είναι, σας παρακαλώ… Βοηθήστε μας. Δεν είχε χρειαστεί ποτέ ξανά η γυναίκα μου το ΙΚΑ, όσα χρόνια δουλεύει… ’ του είπε και η φωνή του έσβησε, από ένστικτο. Ακόμα και αυτό δεν λύγισε τον ‘γιατρό-γραφειοκράτη’ που έχει δώσει όρκο στον Ιπποκράτη να βοηθά τον ασθενή… και απλά σήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

Έκλεισαν την πόρτα με δύναμη και με νεύρα… Απογοητευμένο και σκυθρωπό το νεαρό ζευγάρι άρχισε να παίρνει τηλέφωνα, να ψάχνει γνωστούς για να μπορέσει να πάρει τα φάρμακα… Και τα πήρε την ίδια μέρα, ευτυχώς γιατί υπάρχουν και, σπάνιο, άνθρωποι. Το ίδιο το κράτος δεν δέχθηκε τη νομιμότητα με την αναλγησία και τη μη προσαρμοστικότητά του, οδήγησε ανθρώπους καθ΄ όλα νόμιμους στην ‘παρανομία’ γιατί;

Γιατί τα συστήματα δεν είναι ανθρωποκεντρικά είναι τυπολατρικά και απευθύνονται σε ανθρώπους-χαρτιά όχι σε ανθρώπους που πονάνε, που πεθαίνουν, που ζητούν βοήθεια και αντί να τους βοηθούν, τους χαστουκίζουν και τους τσακίζουν περισσότερο… το μόνο που μας έχει μείνει είναι η αξιοπρέπεια, μη μας το παίρνετε και αυτό. Αυτό ονομάζεται εξελιγμένη, ελληνική κοινωνία… Όποιος δεν έχει λεφτά και γνωριμίες, ακόμα και αν είναι τυπικός με τις υποχρεώσεις του, πεθαίνει.

(Τώρα τελευταία έχω ακούσει πολλά όσον αφορά το θέμα υγείας και τη σχέση του με το δημόσιο και αυτό με οδήγησε σε αυτή την πικρή μικρή διήγηση. Συγνώμη αν ήμουν ιδιαίτερα καυστική, αλλά αυτά συμβαίνουν και πολλά άλλα χειρότερα. Ειλικρινά λυπάμαι γι'αυτή την κατάσταση... )

Wednesday, October 25, 2006

Η Φωτογραφία

Το ξυπνητήρι χτύπησε στις οκτώ και τριάντα. Ο Ηλίας ήθελε να πάει στην τράπεζα πριν το γραφείο και τη σχολή. Πήγε στο μπάνιο… αν και κουρασμένος ήταν ικανοποιημένος από την όψη του… Ο καθρέπτης κοίταξε τα σκούρα πράσινα μάτια του, το σταρένιο δέρμα του, το υπέροχο χαμόγελό του. ‘Είμαι όμορφος τελικά, μαμά!’ αναφώνησε.

Οι φοιτήτριες πάντα γοητεύονταν από τη φωνή του, το βλέμμα του, τον τρόπο που ντυνόταν. Πάντα λευκά πουκάμισα με τζιν. Ήταν το σήμα κατατεθέν του. Και βέβαια, η κολόνια του, η τόσο χαρακτηριστική και τόσο ιδιαίτερη. Όλες ήξεραν ότι μόλις είχε περάσει εκείνος από το διάδρομο. Σε κάθε χώρο εντόπιζε το αντικείμενο του πόθου του και το πολιορκούσε μέχρι να το κατακτήσει. Όχι ότι ήταν πάντα αποδεκτός… Αλλά δεν πειράζει, ‘αυτές έχαναν’, όπως έλεγε και εκείνος με σνομπισμό.

Αλλά, τώρα τελευταία, είχε αρχίσει να κουράζεται… Είχε πατήσει τα δεύτερα –άντα και χρόνια τώρα έκανε αυτή τη δουλειά, να γοητεύει τους γύρω του, όπως η κόμπρα το θύμα της. Είχε δημιουργηθεί αυτός ο μύθος της γοητείας γύρω από το πρόσωπό του, στη σχολή. Κυρίως ήταν αλήθεια, αν εκείνος δεν έκανε υπερπροσπάθεια να συντηρήσει τη φήμη του κατακτητή, αφού οι κρέμες προσώπου, τα περιοδικά ανδρικής συμπεριφοράς και η τάση του να κοιτάει όλο και μικρότερες, άρχισε να του δίνει τη φήμη του γραφικού. Δίπλα στο κομοδίνο του είχε, εκτός από τσιγάρα και τασάκι, μια φωτογραφία του από ένα πάρτι που είχε δώσει στα είκοσι-οκτώ του. Κάπνιζε και γύρω του, τέσσερις φίλες του, άλλες που ήθελε να ρίξει στο κρεβάτι και άλλες που ήδη είχε κοιμηθεί μαζί τους. Όλη του η ζωή είχε παγώσει γύρω από αυτή τη στοιχειωμένη φωτογραφία…

Tuesday, October 24, 2006

Απορίες... εσωτερική σφαλιάρα ή εσωτερική φώτιση;

ερωτήσεις και άλλες και άλλες και…

(ναι, είχα και άλλες, αλλά σταμάτησα)

Μπορούμε να νικήσουμε τους φόβους μας;

Μπορούμε να παραδεχθούμε την αδυναμία μας;

Όχι σε ξένους, αλλά στον ίδιο μας τον εαυτό;

Να δεχθούμε ότι κουραστήκαμε να πολεμάμε, ότι η ανηφόρα δεν τελειώνει, ότι όσα μας συμβαίνουν είναι δύσκολα και μίζερα;

Και αν ναι, αυτή η αδυναμία μπορεί να γίνει ακινησία ή κίνηση;

Ποιοι είναι οι παράγοντες που καθορίζουν τι δρόμο θα διαλέξουμε;

Έχουμε το κουράγιο να πολεμήσουμε και να νικήσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό;

Πόσο δυνατός είναι τελικά;

Εκείνο το σκοτεινό κομμάτι της ύπαρξής μας που μας χτυπάει και μας χτυπάει, ώσπου να μας διαλύσει;

Και ποιος φταίει;

Είμαστε οι επιλογές μας;

Ή φταίνε όσα έγιναν για μας χωρίς εμάς;

Πόσο ‘φταίμε’ εμείς;

Πόσο μας επηρεάζουν οι άλλοι;

Μπορούμε να αναγεννηθούμε μέσα από τις στάχτες μας;

Τι μας ωθεί η προσδοκία των άλλων και η πίστη τους σε εμάς ή η δική μας δύναμη;

Σημείωση: πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι, θνητοί και γεμάτοι λάθη… είμαστε τα λάθη μας, αυτά μας κάνουν περισσότερο ώριμους και περισσότερο αληθινούς.

όμορφα φωτεινά όνειρα!

Monday, October 23, 2006

Το φάντασμα εκείνης της τάξης…

(Η έμπνευση για αυτό το πόστ ξεκίνησε από το σχόλιο του Δημήτρη Μαμαλούκα για τις παιδικές φιλίες… και εγώ το προχώρησα λίγο.)

Οι μεγάλες αίθουσες κάνουν αντίλαλο. Όταν έχεις πονοκέφαλο, αισθάνεσαι ότι μπορεί να σου τρυπήσει το κεφάλι αυτός ο τόσο εκκωφαντικός θόρυβος. Το διάλειμμα μόλις που έχει αρχίσει. Όλα τα τιτιβίσματα από τους μαθητές προκαλούν ένα τεράστιο βουητό, σαν μελίσσι. Οι παρέες είναι σχηματισμένες. Αλλού οι καλοί μαθητές, αλλού οι κακοί, αλλού οι ‘προχωρημένοι’ με τα τσιγάρα και τις σχέσεις, αλλού οι ‘καθυστερημένοι’ με την παιδικότητα ακόμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, αλλού οι ήσυχοι, ‘κλειστοί’ μαθητές.

Μια ακόμα φιλία είχε αρχίσει εκεί, ανάμεσα στα δυνατά κουδούνια του διαλείμματος και τα μαθήματα δέσμης… Και τα χρόνια ξεκίνησαν να προχωρούν με ταχείς ρυθμούς, αφού τελείωσε το λύκειο. Οι φίλοι πέρασαν στο πανεπιστήμιο. Ο ένας εξαιρετικό μυαλό και έχοντας ιδιαίτερη βοήθεια και υποστήριξη από το σπίτι, ενώ ο άλλος προσπαθούσε μόνος, χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια, αφού οι γονείς ήταν φτωχοί και χωρίς πολλά-πολλά εφόδια οι ίδιοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ‘γιατί θέλει τόσο πολύ τα γράμματα’ αυτό το παιδί. Αλλά βουβά υποστήριζαν τη δίψα του για μάθηση.

Και τα χρόνια προχωρούσαν και τα δυο παιδιά πάλευαν… Το εξαιρετικό μυαλό με τους προσωπικούς του δαίμονες που τον περιστοίχιζαν ενώ ο άλλος, ο ‘μέτριος’ δούλευε και σπούδαζε. Με τσαμπουκά και προσπάθεια… Και έφτασε η μοιραία μέρα… Η μέρα που ο εξαιρετικός παράτησε τη σχολή και η μέρα που ο μέτριος συνέχιζε την προσπάθεια, με επιμονή, με κούραση και με τσαμπουκά… και τα κατάφερνε, ακόμα και να υποστηρίξει τη ζωή και την υπόστασή του χωρίς καμιά βοήθεια.

Από εκείνη τη μέρα κάτι τσάκισε στη σχέση τους. Από εκείνη τη μέρα, ο εξαιρετικός άρχισε να αισθάνεται ανεπαρκής απέναντι στον μέτριο. Αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Αλλά ο μέτριος εκεί, συνέχιζε να υποστηρίζει τη φιλία του, να παινεύει τον εξαιρετικό, να αισθάνεται τις υποτιμητικές ματιές που έριχναν οι συγγενείς του εξαιρετικού, σε εκείνον, τον μέτριο… Αλλά δεν τον ένοιαζε. Είχε ένα σκοπό. Να πετύχει. Να είναι το καλύτερο που μπορεί, να εξελιχθεί.

Αλλά δεν έβλεπε ότι ο εξαιρετικός είχε αρχίσει να αναδιπλώνεται, να τρομάζει με το ηφαίστειο επιμονής και θέλησης που έκπεμπε ο μέτριος… Ο μέτριος συνέχιζε να δίνει, να εμπιστεύεται, να ανοίγεται, χωρίς ερωτηματικά και χωρίς πρόβλημα. Ενώ ο εξαιρετικός άρχισε και κάκιωνε. Άρχισε να κουτσομπολεύει άλλους, άρχισε να σταματά να παίζει μουσική, ενώ τη λάτρευε, άρχισε να ασχημαίνει και να κλείνεται και άλλο… Ώσπου μια μέρα ο μέτριος δεν άντεξε. Διεκδίκησε από τη σχέση του, πρόσφερε και είχε ανάγκη, τουλάχιστον την ειλικρίνεια από τον φίλο του. Αλλά ο άλλος είχε μείνει μέσα του το ίδιο ανασφαλής και μικρός όσο ήταν δεκαετίες πριν.

Και τότε ο μέτριος, που πλέον είχε ξεπεράσει τον εξαιρετικό σε όλα τα επίπεδα, γκρέμισε την γέφυρα που τους ένωνε από τη δική του μεριά, αφού ήταν ήδη γκρεμισμένη εδώ και χρόνια από την άλλη μεριά… Δεν το είχε καταλάβει ότι εκείνος είχε φύγει ενώ ο φίλος του είχε μείνει πίσω και αυτό τον πλήγωνε. Δεν μάλωσαν ποτέ αλλά δεν επικοινώνησαν ποτέ ξανά, ήταν πολύ βαθειά η πληγή για να την ξανανοίξει…

Wednesday, October 18, 2006

Η Κουζίνα

Υπάρχει ένας ιδιαίτερος χώρος μέσα σε ένα σπίτι που είναι ακαταμάχητος.

Σε ελκύει, σε γοητεύει, εκεί γίνονται όλες οι συζητήσεις… Η κουζίνα. Εμένα από παιδί με προκαλούσε να την εξερευνήσω… Άλλες φορές χωνόμουνα μέσα στα ντουλάπια (ναι υπήρξε τέτοια πολύ μακρινή περίοδος), άλλες φορές βούταγα κουβερτούρα ή γλυκό του κουταλιού ‘κρυφά’ από τη μαμά μου που με κυνηγούσε να μην παχύνω…

Ώσπου με έβαλε να μαγειρέψω. Μόλις άρχισα, ήταν σαν να βρισκόμουν μέσα σε ένα ονειρικό παιχνίδι… Πότε μύριζαν υπέροχα τα λιωμένα φρούτα με την κανέλλα και τα μπαχαρικά, πότε το γαλακτομπούρεκο μοσχοβολούσε, πότε το ζύμωμα των τσουρεκιών μας αποζημίωνε αφού φούσκωναν τόσο που έλιωναν στο στόμα. Και εγώ εκεί, με μια μικρή ποδίτσα (ναι, υπάρχουν αξεσουάρ παιδικά!), να βοηθάω, να ανακατεύω, να μυρίζω, να γεύομαι… Ένα τόσο υπέροχο παιχνίδι…

Εκεί καταλάβαινα, με μυούσε η μητέρα μου στις εποχές, στις παραδόσεις μας, μέσω του φαγητού. Μέσα από την κουζίνα. Το φθινόπωρο, φτιάχναμε τα μουστοκούλουρα (μου αρέσουν ακόμα τα καμένα), όσο περιμέναμε τις γιορτές, κάναμε τα μελομακάρονα και τον σιμιγδαλένιο χαλβά, τα Χριστούγεννα τους κουραμπιέδες, το Πάσχα τα τσουρέκια, τα πασχαλινά αφράτα κουλούρια και μια τεράστια τούρτα (που έφτιαχνα εγώ) από φρέσκια σαντιγύ από τον Βάρσο και υπέροχα φρούτα και αμύγδαλα, το καλοκαίρι, γλυκά του κουταλιού και λικέρ βύσσινο… Στιγμές αρωματικές, στιγμές που μου θυμίζουν μαμά και εμένα εκεί να βοηθάω…

Σήμερα, λατρεύω τη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική… Το φόρτε μου είναι όλα τα μαγειρέματα, αλλά λατρεύω τις γλυκές πίττες και τα γλυκά του κουταλιού… Μ’αρέσει η εικόνα των χρωματιστών, ζαχαρωμένων φρούτων μέσα σε μεγάλες γυάλινες συσκευασίες, είναι εικόνα τόσο οικεία…

Saturday, October 14, 2006

Ο Καθρέπτης

Η μεγαλύτερη γεννήθηκε ενάμισι λεπτό πριν από τη μικρότερη. Στο παλάτι ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν γεμάτοι περηφάνια για τα πανέμορφα νεογέννητα. Τόσο, που εκείνη τη μέρα χάρισε τη ζωή σε δέκα δολοφόνους!

Οι μικρές μεγάλωναν μέσα σε πλούτη αμύθητα, οι δάσκαλοι που τους μάθαιναν τη ζωή έφτασαν από τις τέσσερις άκρες του ορίζοντα, βασιλικός πολτός ήταν το φαγητό τους… Οι βασιλικοί κήποι ήταν γεμάτοι ρόδα και γιασεμιά, σπάνιες ποικιλίες ειδικά φτιαγμένες για εκείνες. Αγάπη και φροντίδα ήταν οι λέξεις που τις τριγύριζαν. Και οι γονείς τους καμάρωναν. Κάποιες φορές η μεγαλύτερη νευρίαζε ευκολότερα, αλλά όλοι θεωρούσαν ότι απλά ήταν δύστροπη. Άλλες φορές μιλούσε απότομα στους υπηρέτες και στους αυλικούς, όταν δεν έβλεπαν οι γονείς της. Αλλά ο χαρακτήρας της, χωρίς κανένα λόγο, χειροτέρευε κάθε μέρα περισσότερο. Η μικρή απλά σιωπούσε. Ώσπου ήρθε εκείνο το παράξενο δώρο… Εκείνο το δώρο που άλλαξε τα πάντα. Το έστειλε η μακρινή ξαδέλφη του βασιλιά από το Μεξικό.

Κοίταξε η μικρότερη τον εαυτό της στον καθρέπτη. Ένα όμορφο ελαφάκι που περπατούσε στο ξέφωτο του δάσους, ήταν η πρώτη εικόνα που είδε. Και μετά είδε τον εαυτό της, να το χαϊδεύει και να το αγκαλιάζει χαμογελαστά. Η μουσούδα του χάιδεψε τις ξανθές τις μπούκλες και το παχουλό ροζ μάγουλο. Αλλά, μια σκιά φάνηκε πίσω της. Τρόμαξε. Η μεγαλύτερη της βούτηξε με δύναμη τον μαγικό καθρέπτη από τα χέρια. Το σώμα της είχε μουδιάσει από νεύρα. Δεν έπρεπε η μικρή να αγγίξει πρώτη τον καθρέπτη. Δεν είχε αυτό το δικαίωμα. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη. Κάθισε σε μια γωνιά να μην μπορεί κανείς να δει τον εαυτό της. Αλλά μάταια, εικόνα δεν φαινόταν. Μια σκοτεινή φιγούρα, που όμως δεν ήξερε ποια ήταν εμφανιζόταν μπροστά της. Και τότε είδε μια μορφή, γκρίζα, σκοτεινή, σαν λάμια να την κοιτάζει με τα κόκκινα μάτια της μέσα από τον καθρέπτη. Τρόμαξε και τον πέταξε μακριά, τόσο που τα κομμάτια του απλώθηκαν σε όλο το δωμάτιο. Αλλά το πρόσωπο αυτό συνέχιζε να καθρεφτίζεται μέσα στα χίλια κομμάτια του καθρέπτη.

Ήταν ένας μαγικός καθρέφτης. Ένας καθρέφτης που έδειχνε την ψυχή αυτού που καθρεφτιζόταν.

Από εκείνη τη μέρα η δίδυμη έγινε τόσο άσχημη όσο την είχε δείξει ο καθρέπτης… έφταιγε τελικά το μαγικό δώρο;

Thursday, October 12, 2006

Το Κόκκινο Μαντήλι

Το περπάτημα ήταν δύσκολο. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα έπαιρνε τόσο χρόνο να ανέβει αυτό το μικρό λόφο.

Είχε βάλει στοίχημα με τον μεγάλο του αδερφό, που πάντα τον έλεγε ‘μαμάκια’. Να φτάσει την κορυφή του λόφου πριν σκοτεινιάσει. Κρυφά, χωρίς να το ξέρει κανείς από το σπίτι. Αν το μάθαινε η μαμά, θα τους έκλεινε τιμωρία στο σκοτεινό δωμάτιο.

Έτσι ξεκίνησε. Αλλά τα πέδιλα με το κρεπ από κάτω και το σορτσάκι δεν ήταν η καλύτερη ένδυση για την ανάβαση. Σκόνταφτε πάνω σε βράχια, μπήκε μέσα στο δεξί του δάχτυλο ένα αγκάθι (που ούρλιαξε από πόνο βγάζοντάς το), και η νύχτα άρχισε να ακολουθεί τα βήματά του. Κοίταξε γύρω του. Ησυχία… Ήταν σαν να τον παρακολουθούσε κάποιος. Σαν κάποιος να ερχόταν πίσω στην πλάτη του. Αερικά και λάμιες, όπως έλεγαν οι παλιοί στο χωριό του. Ανατρίχιασε σαν λύκος, έσφιξε τα δόντια του και τις γροθιές του. Αλλά συνέχισε… Έπρεπε να κουνήσει το κόκκινο, αρωματισμένο μαντήλι που είχε κλέψει από το συρτάρι της μητέρας του, πριν νυχτώσει. Και συνέχισε.

Η κορυφή ήταν πλέον μπροστά του. Δεν τον ενδιέφερε η τιμωρία, το μάλωμα, η επιστροφή, το κατέβασμα. Άφησε πίσω του φόβους, ανασφάλειες, εκείνο το σφίξιμο στο στήθος και εκείνο το μούδιασμα στα πόδια και προχώρησε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα μόνο στην κορυφή.

Χωρίς να το καταλάβει, ήταν ήδη εκεί! Εκείνη την ώρα ο ήλιος άφηνε την δυνατότερη εικόνα του στους θνητούς. Ο ουρανός είχε πάρει ένα πορφυρό χρώμα, σαν να είχε γεμίσει ο ουρανός με λάβα. Και ανέβηκε ο πιτσιρικάς, με καμάρι και χαρά, ξεχνώντας την κούραση και τα λαβωμένα του χέρια και πόδια, ξεχνώντας το φόβο και την αγωνία του… Κούνησε το μαντήλι με δύναμη. Τα είχε καταφέρει. Είχε νικήσει τους φόβους του.

Wednesday, October 11, 2006

'Every Single Day' - a short story (first time published)

“Tania this is the last suitcase I will carry for the rest of my life!” Said an exhausted Jeremy, while he was holding another suitcase and, in parallel, his back with an expression of pain on his face. Their old grey station-wagon was already stuffed with old and new suitcases, carton boxes and plastic bags. They have done this kind of transfer of things numerous times, till now, he couldn’t even remember how many times! And today was eventually the last day! Tania smiled and tried to encourage him. “Don’t worry honey! This is the last one, I promise! Everything else is already at our new cottage house!” Said Tania, while, she was waving ‘goodbye’ to her house for the last twenty-two years. She was really moved and the tears were too obvious to hide when she went into the car. “Let’s go Jeremy!” She said sadly and he smiled at her mechanically. She was not able to turn and see again their old house.

Lately everything was new and unusual compared to what she had used to be her real routine life, in which she was feeling comfortable and relaxed. Many things happened which changed her life for good, if not forever. Her recent retirement, her husband’s retirement in six months time and the wedding of their only daughter, Suzanne, just a month ago ware the first strike. They both had decided many years ago to move and leave the city and reside to a tiny village. They were waiting to find a suitable new house years now and this opportunity arrived out of the blue. And this happened now, along with all the other changes! The estate agent suggested to check it and voila! It was their dream house! Jeremy always loved nature and now was the time to enjoy it. Suddenly, Tania’s world, with the way she knew it, changed dramatically within days. What happened? She couldn’t believe it! All the stable parameters in her life were disappeared! Everything was brand new and ready to be explored ahead of her! She was not sure if she wanted to change anything…

She was a nurse for as long as she can remember herself and the fact that she won’t be able to work and offer to the public anymore, made her feel uncomfortable. “Don’t worry Tania! You will be just fine in the country. Fresh air and relaxation do wonders!” Replied Jeremy when Tania said that she was feeling very frustrated and that she was not able to leave her work. He knew she had worked extremely hard and for many difficult years and it was her well deserved time for relaxation. They raised together their only child, with long hours at work and sacrifices, it was their turn, for as long as God wanted to relax and enjoy what life has given to them.

They arrived. Fortunately there was no traffic this time. It was almost spring time and the green grass created such a beautiful landscape around their home, as if it was in a painting. The country was welcoming them to their new ‘hide out’, as Jeremy called it. The house was beautiful, of course nothing fancy or expensive, they would never afford such cost, but it was a nice, new, two bedroom cosy cottage. The house was at the edge of the village, so the neighbourhood was almost empty. They were told that a lonely man was staying next door but they have never seen him, so far.

For almost one and half months, after their arrival, Tania was extremely busy. In fact she was busy decorating her house, visiting car boot sales in the nearby town to find precious little decorations for her house at the lowest cost, since she had to be extremely careful with her finances, after the purchase of their house. She was buying plants and flowers for her garden, redecorating the kitchen, re-upholstering/changing fabric to the living room sofas… She even decided to re-paint and re-decorate, again, the entire main bathroom with white and blue colours, since it was, by mistake, painted pink and she hated pink in a bathroom. And then she started throwing and giving away useless things she had with her all her life. Her closets and their contents were almost perfect with the fresh lavender smells. She even decided to plant a vegetables garden. One day she thought that somebody was watching her from the house across the street. She felt terrified and said it to the Jeremy who started to tease her.

“Come on Tania! Casper the ghost stays there! haha!” Jeremy loved to tease her.

She was convinced that she had just imagined the face behind the curtain.

Actually she did many things she thought she would never find the time ever, but she did it now. She was in a constant buzz and rush. She was continuing organizing things and she was continuing thinking how to improve issues in their house. From eight o’clock in the morning, till eight o’clock in the evening, after their dinner she was there, cleaning, arranging and organizing.

She couldn’t stop thinking how lucky she was now that she had the time to do whatever she wanted to without any guilty feelings or regrets. But this over-reaction leaded to exhaustion. Jeremy was there, next to her, advising Tania to relax a little, to take some rest. He didn’t want her to work harder than she did when she was still a nurse and was busy with all the housework, her daughter and him years ago!

The weather was much warmer that evening and they decided to have dinner in the veranda. Tania did an excellent vegetables soup and a great apple pie. But she had no appetite; she didn’t eat anything, not even apple pie with ice cream, her favourite sweet. Jeremy looked at her with anxiety. He noticed her weakness.

“You look a little pale Tania. You work day and night, more than I do! Come on honey? Why are you doing this? Nobody asks for anything more or less dear… Why?” He asked her one evening after an excellent dinner in their veranda. He appeared troubled with her actions.

She looked him and smiled. “I just do whatever I need to make our home comfortable. That’s all!” She said. She didn’t wish to create any fuss around this topic.

“I’m only saying that nobody asks you to do more than needed, that’s all dear! I know that you worked really hard with our daughter’s move to their downtown apartment; you helped her with their wedding and now our house… I’m just suggesting you to take it a little easy. Nobody rushes you!” He was worried about her.

And Tania had no replies to his questions and his suggestions… She quickly took the plates in the kitchen. She needed urgently an aspirin.

The next weekend, her newly wed daughter and her husband, Johnny, arrived. “Mum you did miracles here!” Said her daughter Suzanne, full of excitement. “You created a wonderful house full of atmospheric corners… Is so beautiful… And the garden! You did miracles in such short period of time!” She said and kissed her.

They stayed all together, enjoyed their meals and dinners in the veranda with the wonderful views of the village, they enjoyed themselves, ate, drunk; it was a great relaxing weekend. Early Sunday, Jeremy looked at the opposite house and said to Tania. “Finally, I saw a figure; looked like a man! Do you think that he is a killer? Why he never appears during daylight?! This is his first time! He might be a vampire!” Said to his company and burst into laughs.

But Tania worried. “You laugh, but I am the one here who is next to a scary man all day long! In fact, I saw him one day! He had a long beard.” She didn’t finish her sentence and her thought. Her company started to laugh with her thoughts.

Days passed and she was not feeling very well. She was weak and she had lost her appetite. Still, she was trying to do her best with the house, the garden, the cooking… non stop. This sunny morning she was in the frond garden, watering the roses. And then… a terrible headache and suddenly… she fainted.

Blank and then a light… She thought she had died.

“Where am I?” She asked, wishing to be in paradise. There was a long shadow in frond of her. She wanted to scream and to react, but she couldn’t she was very weak for this.

“Don’t be afraid! You just fainted. You were lucky I was just parking my car outside my house this only time!” the man said seriously.

“It was the scary man! The tall, thin, serious man, whom nobody was able to see all these days!” Thought Tania. In fact, his appearance was a little scary.

This scary man took her inside the house, gave her fresh water, a nice orange-juice and called her husband.

“You are not as scary and spooky as I thought you were, Tom!” Said Tania, after the typical introductions, with the spontaneity of a little child and she immediately regretted it. He was over seventy years old and his eyes were kind and polite.

He looked tranquil, despite her stupid observation. “Why are you working so hard? What are you trying to avoid?” He asked her and his question was directed to her soul. Nobody was able to ask her such an essential question.

“Why are you asking this question?” Replied Tania.

“Since day one here you are running like crazy around the house, in and out of the house, you look like a frantic, lunatic horse! And my question is simple. Why? What are you trying to avoid?” He asked her again.

Tania felt weak. He realized more than she allowed her self to understand. And she started crying. “I feel useless. That’s why! I don’t work, my husband still does and my daughter is married. I have no idea what to do with my free time. I feel depressed. And the worse, instead of feeling grateful for having such life, I feel lonely and still sad. I cannot accept my life as it evolves. I am useless; I am doing nothing but being useless.” Her secret was no longer a secret. And her tears were there, unstoppable.

Tom was standing next to her, listening, drinking peacefully the Earl Grey tea he had prepared himself, then after a while he decided to speak.

“Tania, you should feel really lucky… I am all alone in the world. I have lost my beloved wife ten years ago, I have no children and still each day for me is another adventure! Is not easy and especially the first years of my loneliness I was ready to commit suicide, but I did found the strength to fight and confront life, after being alcoholic for three whole years! Don’t give up!

”How am I doing it? Simple! I am grateful for what God or life is giving to me! Every Single Day! No complaints, no useless problems in my mind. I work for the community, we have an excellent shelter centre here in the village, for children and elder people, so I spend most of my day there assisting, since I am a carpenter, and enjoying the company of other people. I do have excellent friends there who are next to me… We should never give up… We have to try to be our best every day, otherwise, we loose the game with life, trust me… I’ve been there and it was really hard for me to return. I was lucky to be back…” He said to her and smiled.

Tania looked at him with admiration. She felt relaxed and at ease after months of self-torture and self-guilt. Jeremy was already outside their house. He seemed anxious and troubled.

“What is going on here?” Asked Tania and looked at Tom with gratefulness. And continued.

“I would like to thank you Sir for being so supportive to an unknown person. So kind of you. I will never forget it! Now it’s time to call a doctor!” Jeremy said with relief.

“Glad that Tania is and will be just fine in a few days!” Foretold Tom. “Now, it's my time to leave. You are safe now!” He said and smiled at her.

Tania just said “Thank you for saving my life and soul! How can I ever assist you?”

Tom returned looked her straight into her eyes and said “There is a shelter here in the village, which needs a kind, caring Nurse Tania, whenever she is available, of course… ”

Tania smiled. She knew what she was supposed to do Every Single Day (from now on to fill in her heart)!

Monday, October 09, 2006

Έτσι Έπρεπε να Γίνει - Κεφάλαιο 1ο, 'Αλλαγές' (πρώτη φορά δημοσιευμένο)

ΑΛΛΑΓΕΣ - Είναι ένα απόσπασμα από το πρώτο μου βιβλίο, ξεκινημένο πριν από δεκατέσσερα χρόνια, με όλα τα ελλατώματα και τα προβλήματα αλλά και τις προσδοκίες, που φορτώνουμε στο πρώτο μας παιδί, τα άφησα έτσι, με όλη την αγάπη που έχω στη γραφή -

Δεκέμβρης μήνας. Το ρολόι του αυτοκινήτου δείχνει επτά και σαράντα το απόγευμα και η Νιόβη βρίσκεται μέσα σε ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα, μέσα στον πανικό της Λεωφόρου Κηφισίας. Βροχή, κορναρίσματα, μηχανάκια προσπαθούν να ξεκολλήσουν από την κίνηση, οδηγώντας ανάμεσα σε αυτοκίνητα, καβαλώντας πεζοδρόμια.

Ο δρόμος της επιστροφής έδειχνε ατελείωτος.Η Τέλεια παράνοια της μεγαλούπολης. Και η Νιόβη «τα είχε πάρει στο κρανίο» με όλα αυτά.

Πάλι θα αργήσω στο γυμναστήριο, μονολόγησε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Και ευτυχώς, πρώτη φορά για σήμερα, χαμογέλασε. Ένας μικρούλης επιβάτης στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της μαμάς του της έστελνε φιλιά και τη χαιρετούσε με τα μικροσκοπικά του χεράκια. Τα καστανά του μάτια την κοιτούσαν γελαστά. Του έστειλε και εκείνη. H μαμά του μικρού την κοίταξε απορημένα.Η Νιόβη, σαν να την χτύπησε ρεύμα, κοίταξε και πάλι μπροστά της.

«Τι απίστευτο θαύμα είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Τέρατα και Άγγελοι…». Μονολόγησε, σκεπτόμενη το άγριο σκηνικό της κίνησης, και τον στιγμιαίο παράδεισο του χαμόγελου ενός μικρού παιδιού.

Ο αγριεμένος ταξιτζής πίσω της την επανάφερε στην τάξη της παράνοιας κορνάροντας, καθώς, επιτέλους, άρχισαν τα αυτοκίνητα να ξανασέρνονται. Μπήκε στο σπίτι φουριόζα και πέταξε τσάντα, γάντια και παλτό πάνω στη βελούδινη μπλε πολυθρόνα, και αποφάσισε ότι το γυμναστήριο δεν ήταν η καλύτερη δυνατή ιδέα μετά από δώδεκα ώρες μέσα στον πανικό. Αφού έκανε ένα καυτό ντους και ζέστανε το φαγητό που είχε φτιάξει από την προηγούμενη, κάθισε να φάει. Πριν προλάβει να τελειώσει την πρώτη μπουκιά, το τηλέφωνο χτύπησε.

Ήταν ο Στέφανος. «Καλώς τον Στέφανο. Πώς είσαι; Πώς τα πέρασες σήμερα;» “Έλα Νιόβη, τι έγινε; Ήρθες; Θα πάμε τελικά στα εγκαίνια του Γιώργου; Δεν θυμάσαι που σου είχα πει ότι ανοίγει σήμερα κατάστημα ανδρικών ρούχων και εμείς πρέπει οπωσδήποτε να πάμε.” Της τα είπε όλα αυτά χωρίς να πάρει ανάσα, φοβούμενος μήπως τυχόν και αρνηθεί. Eκείνη, δυστυχώς, αντέδρασε προβλεπόμενα. “Όχι Στέφανε, βαριέμαι αφάνταστα, είμαι φρικτά κουρασμένη. Γιατί δεν πας εσύ; Πήγαινε εσύ καλύτερα.” Του είπε με έναν τόνο απάθειας. “Καλά, πάλι τα ίδια θα έχουμε; Τι συμπεριφορά είναι αυτή απέναντί μου; Γιατί απορρίπτεις όλες τις προτάσεις μου; Ωραία συνεννόηση έχουμε εμείς οι δυο. Ωραίο ζευγάρι είμαστε!” Της είπε σχεδόν οργισμένος ο Στέφανος. Προφανώς είχε δει αυτή την κατάληξη του διαλόγου τους επανειλημμένως. Τώρα τελευταία συνεχώς του δημιουργούσε προβλήματα. Τίποτα δεν της άρεσε και συνεχώς αντιδρούσε σε κάθε τι που της έλεγε.

“Στέφανε, άκου δεν συμβαίνει τίποτα, απλώς έχω μια παρουσίαση αύριο το πρωί και θα πρέπει να είμαι προετοιμασμένη! Στέφανε, σε παρακαλώ δεν έχω καμμία διάθεση για σκηνές και ειδικά από το τηλέφωνο.” Του απάντησε με έντονη φωνή για να τελειώνει με τις ψεύτικες δικαιολογίες. Κλείνοντας το τηλέφωνο την έπιασε ξαφνικά κατάθλιψη. Όχι, δεν ήταν η κατάπτωση μετά από μια ημέρα ασταμάτητης δουλειάς. Το αισθανόταν η Νιόβη ότι ήταν κάτι βαθύτερο και έντονο. Εδώ και λίγο καιρό είχε βουλιάξει σε μια ανείπωτη μελαγχολία. Της άρεσε να περπατάει για ώρα χωρίς σκοπό. Εκείνα τα απογεύματα της μοναξιάς της, περπατούσε χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Μόνη και χαμένη ανάμεσα σε βιαστικούς περαστικούς, παρατηρούσε φευγαλέα τα αυτοκίνητα, τους τοίχους του μετρό, τα κτίρια, τις χάρτινες αφίσες, για μια στιγμή και μετά χανόταν μέσα σε ταξίδια του νου, που δεν θυμόταν μετά. Όλα κυλούσαν σαν βουβή ασπρόμαυρη ταινία. Βούλιαζε μέσα στις ατελείωτες σκέψεις της. Και χανόταν μέσα σε μουσικές και μελωδίες που ποτέ δεν σταματούσαν μέσα στο μυαλό της.

Παραμονές Χριστουγέννων. Φέτος τα Χριστούγεννα της άρεσαν αυτοί οι μοναχικοί περίπατοι. Ο Στέφανος, λόγω δουλειάς, δεν μπορούσε να την ακολουθήσει, όλοι οι αγαπημένοι της είχαν τους δικούς τους ρυθμούς, τις δικές τους υποχρεώσεις, τη δική τους ζωή. Κατά βάθος δεν ήθελε κανέναν δίπλα της. Έτσι, κυκλοφορούσε μόνη μέσα στο πολύβουο πλήθος. Όλοι σπρώχνονταν για να προλάβουν να αγοράσουν δώρα, ρούχα, περιττά όμορφα στολίδια, βιάζονταν να αγοράσουν νέα ρούχα, παπούτσια, να δουν, να χαζέψουν την πολύφωτη, πολύχρωμη διακόσμηση και τη χαρούμενη διάθεση του κέντρου της μητρόπολης.

Εκείνος ο οργασμός ανθρώπων, αντικειμένων, λαμπιονιών, της έμοιαζε/θύμιζε, σχεδόν, μια αρχαία παγανιστική γιορτή. Πλήθος κόσμου, δικαιολογώντας την κανιβαλιστική, αγοραστική του μανία, λόγω Χριστουγέννων, αγόραζε ασυνάρτητα σαν να ήθελε να κατακτήσει την στιγμιαία ευτυχία. Έτσι, τουλάχιστον, της φαινόταν. Εκείνη και φέτος δεν μπορούσε να αισθανθεί αυτή την ατμόσφαιρα. Της αρκούσε να περπατάει αργά και να κοιτάζει τα χιλιάδες λαμπάκια που ομόρφαιναν τις νύχτες την βρώμικη και λεηλατημένη Αθήνα. Ήταν σαν να έκλεβε στιγμές ξεγνοιασιάς και απόλυτης γαλήνης.

Στιγμές χείμαιρας.

Τέτοιες ώρες, ενώ περπατούσε ανάμεσα στις σκέψεις και στην πραγματικότητα, παραμονές των γιορτών, την έπιανε νοσταλγία. Προσπαθούσε να θυμηθεί τις παιδικές της μυρωδιές. Το φρέσκο βούτυρο, το καβουρδισμένο αμύγδαλο, τα σπιτικά γλυκίσματα, το άρωμα του έλατου, της βανίλιας, το στόλισμα με τις κόκκινες διάφανες μπάλες με τις πράσινες κορδέλες… Τη μυρωδιά της μαμάς. Πόσο της έλειπαν όλα αυτά… Τις έλειπαν οι παιδικές αναμονές. Τα κάλαντα, ο ερχομός του Άγιου Βασίλη, ο φόβος των Καλικάτζαρων, η ανυπομονησία της νηστείας για όλα τα αμαρτωλά γλυκά που φάνταζαν πιο φανταχτερά, τα μπορντό βελούδινα φορέματα με τους λευκούς δαντελένιους γιακάδες που της αγόραζε η μαμά, όλα αυτά ήταν κάποτε τα Χριστούγεννα για τη Νιόβη.

Θυμάται, κάθε τέτοια εποχή που έφευγαν από την Αθήνα. Πήγαιναν στο ξενοδοχείο στη κορφή του βουνού, κάπου στην ορεινή Κορινθία. Με πόση ανυπομονησία περίμενε να προχωρήσει το καημένο αυτοκίνητο μέχρι εκεί. Αφού τακτοποιούσαν τα πράγματά τους και άναβαν οι γονείς το τζάκι, έβγαιναν έξω να παίξουν με την αδελφή της. Έμεναν εκεί, για ώρες ολόκληρες και αφήνονταν ξένοιαστες και χαρούμενες. Έπαιζαν χιονοπόλεμο - στις παιδικές της αναμνήσεις χιόνιζε το Δεκέμβρη-. Θυμάται τα μάτια της να λάμπουν τα μάγουλά της να καίνε από ευχαρίστηση και από το κρύο. Και γύρω τους, η χιονισμένη φύση να βουλιάζει τις παιδικές τους φωνές μέσα στην τελειότητα του τοπίου.

Θυμόταν να αφήνει το κορμί της να πέφτει πάνω στο χιόνι. Πόσο υπέροχη αίσθηση είχε αυτό το λύσιμο του κορμιού της. Θυμάται ακόμα τα αστεία του μπαμπά και της μαμάς, την αγκαλιά τους. Τις φωτογραφίες που τους έβγαζαν με τα βελούδινα φορέματά τους, παραμονές Πρωτοχρονιάς. Τέτοιες μέρες παλιά, πολύ παλιά, ήταν ευτυχισμένη. Τα θυμόταν - ή τα είχε πλάσει άραγε? - όλα γλυκά και ανώδυνα.

Και τώρα;

Πνιγόταν από τους αβάσταχτους ρυθμούς της ζωής που έπρεπε να ακολουθήσει μέσα στο τρελοκομείο που βρισκόταν η ζωή της. Κοιμόταν, δούλευε, έτρωγε, όταν μπορούσε, έβγαινε προσποιούμενη ότι διασκεδάζει αφάνταστα και προσπαθούσε να ελέγξει τις αψυχολόγητες και αβασάνιστες αντιδράσεις των ανθρώπων που βρίσκονταν κοντά της: Του Στέφανου, της θείας της, του κυρίου Γεωργίου στη δουλειά, του μπαμπά, όλων. Και προσπαθούσε συνεχώς να είναι καλά, άλλες φορές σκοντάφτοντας και άλλες μπουσουλώντας.

Tuesday, October 03, 2006

Η φίλη μου η Μαρία…

Υπήρχε μια κοντινή αλλά και μακρινή εποχή, που μόλις είχα κλείσει το ένα τέταρτο του αιώνα και έμενα στην καρδιά της πόλης. Μέσα στο κέντρο που γίνονταν όλα, μια εποχή που όλα απλώνονταν μπροστά μου. Ή που είχα την ψευδαίσθηση ότι γίνονταν όλα. Τα φώτα, τα θέατρα, τα σινεμά, οι φωτεινές λεωφόροι, το μέγαρο, όλα κοντά μου σε απόσταση αναπνοής. Μ’ άρεσε το κέντρο τότε… Ένα χειμωνιάτικο, βροχερό πρωινό, μέσα στο πολύβουο κέντρο, ξεκίνησε η ιστορία μου. Ενώ ήταν οκτώ το πρωί έμοιαζε με τέσσερις το μεσημέρι. Σκοτεινή, βροχερή… μέρα και ίδια διάθεση.

Άκουγα ραδιόφωνο δυνατά, όπως συνηθίζω, ενώ ήμουν κολλημένη στο φανάρι. Και τότε βλέπω ένα μικρό χεράκι. Η πρώτη μου αντίδραση έκπληξη και ανασκούμπωμα. Και μετά, το μαυρισμένο χεράκι μου χτυπάει το τζάμι, ακόμα μια φορά. Το κατεβάζω. Και βλέπω ένα όμορφο παιδάκι, μέχρι έξι ετών, μια γλυκιά φατσούλα. Μου χαμογέλασε και μου άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Θα μου δώσεις τίποτα;» Αρχικά με ξένισε. Από την άλλη, μου φάνηκε τόσο παράξενο ένα μωρό να ζητά με τέτοιο μάγκικο και αφοπλιστικό τρόπο (ίσως και απελπισμένο) αγάπη, συγκεκριμένα τη διεκδικούσε. Ήταν άμεση και αυθόρμητη. Ήταν τόσο χαριτωμένη… Τα μαλλιά της, αν και ήταν τσιγγάνα και η επιδερμίδα της ήταν σκούρα, ήταν ξανθά, πλεγμένα σε χοντρές κοτσίδες. Είχε μάτια που έβγαζαν φωτιές. Ήταν πανέξυπνη και χαμογελαστή. Της έδωσα δυο μπισκότα και λίγα κέρματα. Μου χαμογέλασε και έβαλε γρήγορα-γρήγορα στο στόμα της το φαγώσιμο… και την έβλεπα από τον καθρέπτη να με χαιρετάει. Ηλιαχτίδα φώτισε τη σκοτεινή μέρα μου… ένα παιδί των φαναριών.

Και μετά μας έγινε συνήθεια. Κάθε πρωί, για καιρό, με αναγνώριζε και ερχόταν τρέχοντας. Ένα πρωί με ξάφνιασε ευχάριστα. «Είσαι η φίλη μου!» μου είπε και τα μάτια μου βούρκωσαν. Και πότε τη φίλευα με μπισκότα, άλλες φορές της έδινα κοκαλάκια για τα μαλλιά της, την είχα στο νου μου από το βράδυ. Μια μέρα μου είπε με νόημα «δώσε μου και κανένα λεφτό, με κοιτάνε!» και εγώ, υπακούοντας, αφού δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, το αόρατο αλλά σκοτεινό αφεντικό της, που παραμόνευε σε κάποια γωνία, καλοντυμένος και τάχα αδιάφορος, της έδωσα ‘λεφτό’… Εξάλλου, αυτή ήταν η δουλειά της, να είναι συλλέκτης συναισθημάτων και ενοχών, των άλλων. Αυτό το αβάσταχτο και βρωμερό φορτίο της είχαν φορτώσει σε μια τέτοια τρυφερή ηλικία.

Ώσπου ένα βράδυ την είδα ξυπόλητη. Εμείς γυρνούσαμε μέσα στα ζεστά παλτά μας, ερωτευμένοι, χαμογελαστοί και αγκαλιασμένοι από τη διασκέδασή μας και εκείνο καθόταν μέσα στην πολυκατοικία, πάνω στα παγωμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια και κρύωνε και περίμενε… ξυπόλητο, βρώμικο και κλαμένο. Η καρδιά μας πάγωσε…

«Τί έχεις Μαρία; Γιατί είσαι τέτοια ώρα εδώ; Πού είναι τα παπούτσια σου; Με ποιόν είσαι εδώ;» Τη ρώτησα. Το παιδί δεν μου απάντησε. Δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να διανοηθώ τι θα μπορούσε να της έχει συμβεί. Δεν άντεχα καμία σκέψη. Ποιος θα μπορούσε να έχει κάνει κακό σε ένα τέτοιο παιδί, με φυσική χάρη, καλοσύνη και ευγένεια. Το μόνο που σκέφτηκα, το μόνο που θα μπορούσα να της προσφέρω ήταν, ξανά, φαγητό. «Κάθισε εδώ θα έρθω σε πέντε λεπτά.» Της είπα προστακτικά και τρυφερά. Την πρόσταξα όπως θα έκανα και σε ένα μικρό κουτάβι που, χαμένο από το σπίτι του, κάθεται και σε κοιτάει με αυτά τα τεράστια, αθώα, γεμάτα ερωτηματικά μάτια. Ήξερα ότι δεν θα έφευγε, ήξερα ότι θα με περίμενε. Όπως και έγινε. Κρατούσε το σουβλάκι στο ένα χέρι και στο άλλο την τσάντα με τις σοκολάτες και τα κρουασάν… σαν να κρατούσε όλη της την ύπαρξη.

Ήθελα τόσο να την βουτήξω από το δρόμο, να την πάω κάπου με ασφάλεια. Ήθελα τόσο να εξαφάνιζα από τα μάτια της τη βροχή και από την καρδιά της τον φόβο. Ήθελα να σταματήσω το κάθε λογής σκοτεινό τέρας που της έτρωγε τις σάρκες λίγο-λίγο. Αλλά ήξερα καλά ότι στη γωνία παραφυλούσε κάποιος ή κάποιοι, σίγουρα όχι άνθρωποι, κάτι άλλο αλλά σίγουρα όχι άνθρωποι.

Εκείνο το βράδυ η φίλη μου η Μαρία είχε χάσει το λαμπερό της βλέμμα, αισθάνθηκα ότι είχε χάσει την ψυχή του. Το παιδί ήταν σαν χαμένο. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» τη ρώτησα. Εκείνο δεν μου απάντησε. Φοβόταν. Εκείνο το βράδυ ήθελα να τους τη βουτήξω! Να την πάρω τρέχοντας και να την κρύψω μακριά από τα τέρατα που την χρησιμοποιούσαν, αλλά δεν ήξερα που να την πάω. Και ήξεραν και το σπίτι μου.

Ετοιμάστηκα, ρώτησα, βρήκα άκρη για το που να την πάω, ώστε να είναι προστατευμένη. Ανακουφίστηκα. Αλλά εκείνη είχε χαθεί. Και άρχισα να την ψάχνω. Δεν την ξανα-συνάντησα.

Την ‘χάσανε’, εφόσον είδαν ότι κάποιος ενδιαφερόταν για τη Μαρία…

Εγώ αισθάνθηκα ότι εκείνο το πλάσμα, με το δικό του, μοναδικό τρόπο αισθάνθηκε αγάπη και έδωσε αγάπη μόνο και μόνο γιατί κάποιος του χαμογέλασε και το τάισε μερικές φορές… Τόσο εύκολο αλλά και τόσο επώδυνο.

Όπου και να είσαι, να ξέρεις Μαρία ότι ακόμα δεν σε ξεχάσαμε… είμαι σίγουρη ότι θυμάσαι και εσύ…

Monday, October 02, 2006

Στη χώρα της Καρδιάς...

Στη Χώρα του Παραμυθιού, δυο αδερφάκια έπαιζαν χαρούμενα.

Το μεγαλύτερο, που τον ονόμασαν Καρδιά, ήταν ζωηρό, χαρούμενο, γεμάτο ζωή. Πείραζε τα υπόλοιπα παιδάκια, χαμογελούσε και πίστευε ότι η ζωή ήταν γεμάτη γέλιο και χαρά. Χάριζε απλόχερα τα παιχνίδια του, έπαιζε όλη μέρα με μια μπάλα, έτρωγε και κοιμόταν χαρούμενο και ευχαριστημένο, ακόμα και όταν έπεφτε, έκλαιγε με την καρδιά του… Έτσι ήταν φτιαγμένο.

Το μικρότερο, που ενώ ήθελαν οι γονείς του να τον βαφτίσουν Ευαισθησία, εκείνο τους έπεισε να τον βγάλουν Αναισθησία, γεννήθηκε πιστεύοντας ότι το αδικούν. Ήταν μικρόσωμο και λιγότερο χαρούμενο από το μεγάλο. Έκρυβε τα παιχνίδια του, για να μην παίξει ο μεγάλος και του τα σπάσει, αφού ήταν λίγο αδέξιος. Δεν έκλαιγε ποτέ και δεν έλεγε ποτέ τα παράπονά του. Τα έκρυβε όλα στη δεξιά μεριά του στήθους του, ενώ εκεί που χτυπούσε κάτι σαν ρολόι, άδειαζε όλο ένα και περισσότερο.

Και τα δυο αδέρφια μεγάλωναν… Η Καρδιά ψήλωνε, μεγάλωνε, ομόρφαινε, γινόταν γενναιόδωρο παιδί, γεμάτο περηφάνια και αγάπη για τους γονείς, τους φίλους και τους αγαπημένους του. Η Αναισθησία, προσπαθούσε να ψηλώσει, αλλά δεν γινόταν τίποτα… Το κέντρο που βρισκόταν η ψυχή του είχε αδειάσει και στη θέση του, αντί για ζωοδότη ήλιο που είχε η Καρδιά, η Αναισθησία είχε ένα μαύρο κοράκι… Και όσο δεν ψήλωνε, τόσο άρχισε να ζηλεύει την Καρδιά, να θεωρεί ότι αν δεν ήταν εκείνη η χαζοχαρούμενη, εκείνος θα έκανε κουμάντο σε όλους και σε όλα, γιατί αυτός είχε το μυαλό…

Μεγάλωσαν και άλλο… Και η Αναισθησία συνέχισε να χτυπάει την Καρδιά… κάθε μέρα έβρισκε νέους τρόπους, τη μια με κουβέντες, την άλλη με επίθεση, την άλλη με προσβολές. Αλλά η Καρδιά άντεχε και δεν μιλούσε. Και όσο περνούσε ο καιρός τόσο η Αναισθησία χτυπούσε λυσσαλέα, με περισσότερη σφοδρότητα και ζήλια.

Και τότε, μια μέρα που η Αναισθησία έφτασε στο σημείο να χτυπήσει με ένα ξίφος τον αδερφό της, η Καρδιά δεν άντεξε άλλο και του είπε «Να ξέρεις ότι σε πονάω. Βλέπω ότι υποφέρεις τόσα χρόνια και θα υποφέρεις όσο ζεις. Νομίζεις ότι με το να με χτυπάς και να με εκμεταλλεύεσαι έχεις δύναμη; Ποτέ σου δεν πρόκειται να είσαι ευχαριστημένος, θα θέλεις συνεχώς περισσότερα και πάλι, δεν θα σου φτάνουν. Είτε υλικά αγαθά, είτε ανθρώπους, δεν χορταίνεις! Δεν είμαι αφελής, απλά σέβομαι. Δεν είμαι ανόητος που δεν μιλάω, απλά περιμένω τη στιγμή να δω ως που θα φτάσεις… Εγώ πλέον σε αφήνω… Απλά πάω στους όμοιούς μου γιατί δεν σε αντέχω άλλο. Σε αφήνω μόνη, για να καταλάβεις, αν και αμφιβάλω, πόσο εγωιστικά έχεις φερθεί σε όσους σε αγαπάνε και σε όσους σε πλησιάζουν στη ζωή σου.»

Συνήθως το παραμύθι στην αληθινή ζωή, τελειώνει με την Αναισθησία να φέρνει καίριο χτύπημα στα συναισθήματα της Καρδιάς… με άγνωστο, σκοτεινό τέλος.