Thursday, November 30, 2006

Η Θεϊκή Μουσική…

Η Χαρούλα ήταν πάντα προκατειλημμένη με τις μουσικές. Της άρεσε το έντεχνο, συγκεκριμένοι ξένοι καλλιτέχνες όπως ο Στίνγκ, της άρεσε η ‘μουσική του κόσμου’ όπως την έλεγε. Μπορούσε να ακούσει τα πάντα, εκτός από όπερα. ‘Μη μου το κάνετε αυτό…’ Έλεγε και ξαναέλεγε με ιδιαίτερη έμφαση σε όσους, λίγους φυσικά, που είχαν ιδιαίτερη συμπάθεια σε αυτό το είδος μουσικής. Και οι μέρες περνούσαν όπως τα τρένα του μετρό, αδιάκοπα, χωρίς να σταματούν. Και η ζωή και η καθημερινότητα απομάκρυνε εκείνη και τον αγαπημένο της από την αλήθεια της σχέσης τους. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό. Αισθανόταν ανίκανη και αδύναμη να πολεμήσει για τη σχέση της. Ίσως γιατί είχε πολεμήσει για χρόνια ολόκληρα και ίσως γιατί και εκείνη, σαν άνθρωπος είχε κουραστεί.

Και αποφάσισαν να φύγουν για ένα τριήμερο. Μετά από χίλιες αλλαγές και αναβολές, αποφάσισαν να φύγουν. Και πήγαν στη Μονεμβάσια. Ο καιρός ήταν βροχερός, παγωμένος, σαν τη διάθεσή τους και σαν την ίδια τους την ύπαρξη. Εντός και εκτός σχέσης… Σχεδόν δεν είπαν κουβέντα σε όλη τη διαδρομή, πάνω από τρεις ώρες! Αλλά με την άφιξή τους σε αυτό το μαγικό, σαν σε παραμύθι κάστρο, η διάθεσή τους άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει. Τα στιβαρά, μικροσκοπικά κτίσματα, ο πέτρινος δρόμος του κάστρου, ο πανίσχυρος τοίχος που προστάτευε σαν αγκαλιά την πόλη, τους άγγιξε. Ήταν η ατμόσφαιρα, η δύναμη της πόλης, η ενέργεια που τους μετέδιδε, το ζευγάρι μαλάκωσε. Τη νύχτα, όταν τα φώτα της πόλης έφεγγαν με συστολή από τα μικρά παράθυρα και η νύχτα μοσχοβόλαγε γλυκειά ζαλάδα και αγκαλιά, η Χαρούλα σκεφτόταν, πόσοι αιώνες έχουν περάσει και έχουν αφήσει το σημάδι τους σε αυτές τις πέτρες που περπατάμε… Ήταν τόσο συγκλονιστικό το συναίσθημα που είχαν. Και ξημέρωσε μια μαγευτική Κυριακή. Επιτέλους, ο καιρός είχε φτιάξει. Και πριν φύγουν, η Χαρούλα ήθελε να χαρεί, να αποχαιρετήσει το κάστρο. Και μετά ξετρύπωσε ένα μέρος που δεν είχε δει τόσες μέρες. Μια υπέροχη μουσική την κατεύθυνε.

Μια μικρή ταράτσα, τέσσερα-πέντε τσίγκινα τραπέζια με ψάθινες καρέκλες και το πέλαγος να χρυσίζει και εκεί μέσα να λιώνει η καρδιά της… Και επιτέλους, άκουσε τη μουσική. Μια θεϊκά εμπνευσμένη μουσική. Το απαλό αεράκι στο πρόσωπό της, η μπλε σκούρα θάλασσα με τα αγγίγματα χρυσού στην λεία της επιφάνεια, η αίσθηση της κληρονομιάς του τόπου και των αόρατων αγγιγμάτων γύρω της, αυτή η μουσική και το χέρι του αγαπημένου της να τη σφίγγει δυνατά... Είχαν αισθανθεί και οι δυο το ίδιο. Να σπάσει η καρδιά τους από χαρά, από ευτυχία, από τον συνδυασμό ανθρώπινης και θεϊκής παρέμβασης. Κάθισαν συγκλονισμένοι να χαζεύουν το τοπίο ακούγοντας την ‘Αίντα’ με τη φωνή της Μαρία Κάλλας. H Χαρούλα έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και κοίταξε τον Χρήστο. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα ευτυχίας. ‘Σ’ αγαπώ! Φοβήθηκα ότι το είχα χάσει αυτό το συναίσθημα… και αυτή η μουσική, τι μου έκανε αυτή η μουσική… Όλη μου η καρδιά είναι μέσα σ’ αυτή τη μελωδία.’ Και χάθηκαν και οι δυο μέσα στη μαγεία της μουσικής του φιλιού τους και του έρωτά τους… σσ. Norma (Casta Diva, che inargenti Norma), Vincenzo Bellini (Maria Callas, Roma, 1955)

Monday, November 27, 2006

Και Ένα Όνειρο...

Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα. Ο μικρός Γιάννης μόλις είχε φύγει από το σπίτι και είχε φτάσει στην παραλία. Περίμενε με αγωνία να έρθει και η μητέρα του με τη μικρότερη αδελφή του, αφού μόνος του δεν είχε το κουράγιο να μπει μέσα στη θάλασσα και να κολυμπήσει. Έβγαλε τα γυαλιά μυωπίας και περίμενε. Είχε βγάλει από ώρα και τη μπλούζα του. Άφησε το βιβλίο με τα παραμύθια του Άντερσεν στο πλάι. Και σηκώθηκε όρθιος. Αλλά δεν έρχονταν κανείς από το στενό δρομάκι του σπιτιού του και εκείνος αδημονούσε.

Βαρέθηκε τόσο, ώσπου δεν άντεξε άλλο. Βούτηξε στη θάλασσα, αν και είχε λίγο κύμα, χωρίς τα μπρατσάκια που του έδιναν σιγουριά. Και χωρίς τη μαμά του να τον επιτηρεί. Το δροσερό νερό ήταν ιδιαίτερα κρύο πάνω στις ζεσταμένες πλάτες του, αλλά τον ανακούφισε από τις άγριες ακτίνες του ήλιου. Και ένα κύμα τον σκέπασε και ένα ακόμα. Πανικός! Νόμισε ότι θα πνιγεί. Και μετά από λίγο, άκουσε ένα θόρυβο. Τρόμαξε, αφού δεν ήταν ούτε μεγάλος, αλλά ούτε και ιδιαίτερα γενναίος! Κότα αν έβλεπε, έτρεχε πίσω από τη μαμά του.

Είχε κουραστεί να κολυμπάει και τώρα αυτοί οι θόρυβοι τί να ήταν; Έστρεψε το βλέμμα του. Ένα τεράστιο κήτος ήταν δίπλα του και τον πλησίασε στα είκοσι εκατοστά. Και ενώ ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει, αυτόματα χαλάρωσε. Και ο Γιάννης χαμογέλασε και σαν να μίλησε στην ψυχή του. Ένα δελφίνι ήταν. Ένα πανέμορφο ζώο, με αεροδυναμικές καμπύλες και τα πιο καλοσυνάτα μάτια που είχε δει ποτέ σε ζωντανό πλάσμα. Που ένιωσε τον πανικό του μικρού ανθρώπου και έσκυψε να τον σώσει. Σαν να διάβαζε τις σκέψεις του μικρού και ο Γιάννης του δελφινιού. Η θαλασσοταραχή είχε κοπάσει και εκείνο ξεκίνησε ένα ξέφρενο χορό γύρω του. Βούτηξε, τόλμησε να βουτήξει και ο Γιάννης. Χωρίς φόβο. Μπήκε στο νερό και είδε δύο, τρία δελφίνια να παίζουν, να χορεύουν, να μιλάνε μέσα στον πολύχρωμο, μαγικό βυθό. Να παίζουν με ένα ντροπαλό χταπόδι, να παίζουν σαν ανέμελα παιδιά, όπως έπαιζε εκείνος με τους λίγους φίλους του.

Αναδύθηκε από το νερό. Ήταν ήδη μακριά από την ακτή. Και άκουσε να τον καλούν. Ήταν η μητέρα του. Κουνούσε χέρια και πόδια η καημένη, μόλις τον διέκρινε, αφού ήξερε ότι ο γιος της ήταν δειλός και ήταν σίγουρη ότι θα πνιγόταν μόνος του εκεί μέσα. Αλλά ο Γιάννης είχε παρέα. Που τον οδήγησε μέχρι την ακτή. Σιγά-σιγά, σαν να τον σπρώχνανε τα κύματα, αυτοί οι άγγελοι της θάλασσας, τον οδήγησαν στην ακτή. Τα είδε να ξεμακραίνουν, ενώ έκαναν ξένοιαστες βουτιές στα χρυσά νερά της δροσερής, απέραντης θάλασσας. Τελευταίο τον αποχαιρέτησε ο φίλος του, το δελφίνι που τον είχε βρει… Αισθάνθηκε ότι η καρδιά του είχε γεμίσει, η ψυχή του είχε αισθανθεί απέραντη αγάπη και μελαγχολία που έφευγαν.

Η Σκοτεινή Πλευρά των Ονείρων...

Μια δειλή ηλιαχτίδα μπήκε κρυφά από το παράθυρο. Έπαιξε αρκετή ώρα με τα κλειστά μάτια της. Το σεντόνι είχε τυλιχθεί γύρω από το λαιμό της. Το σώμα της ήταν παγωμένο και ακίνητο. Είχε μουδιάσει από την ακινησία. Και μόλις κατάφερε το δυνατό φως να την ξυπνήσει, η Κλειώ ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη που είχε βγει ζωντανή από την προηγούμενη νύχτα. Η κόλαση του Δάντη δεν ήταν τίποτα μπροστά στην παράξενη εμπειρία της. Και χαμογέλασε με λυτρωτική χαρά και ανακούφιση, σκεπτόμενη τα χθεσινά γεγονότα.

Το προηγούμενο βράδυ ήταν σχετικά ήσυχο. Αλλά, κοιμήθηκε με δυσκολία. Διάβασε, ήπιε νερό, έφαγε ένα μήλο, έβρασε ένα γάλα με λίγο μέλι, είδε τηλεόραση. Και επιτέλους, γύρω στις τρεις παρά πέντε, ένιωσε ότι έκλειναν απαλά τα βλέφαρά της. Ο ύπνος, ο αιώνιος σύντροφος του ανθρώπου, την είχε αγκαλιάσει σφιχτά, σχεδόν με διάθεση θανάτου, εκείνο το βράδυ. Από την αρχή, δεν άντεχε το αγκάλιασμα του ύπνου της. Στριφογύριζε στα σκεπάσματα. Αλλά κοιμόταν με μάτια σφαλιστά και κορμί και ψυχή αφιερωμένα στον ύπνο… τον προσωρινό θάνατο της ζωής της.

Και είδε ότι ήταν μόνη σε γη ερειπωμένη. Ξυπόλητη, με ένα λευκό νυχτικό. Και τα μακριά της μαλλιά τα ανακάτευε ένας τρελός άνεμος. Στη μέση του πουθενά, στα έγκατα της γης. Λάβα και πύρινες φλόγες ήταν γύρω της. Και αισθανόταν ότι κάποιος ή κάποιοι παρακολουθούσαν τα βήματά της. Σκοτάδι, τρόμος. Η ψυχή της, η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν άκουγε τις σκιερές φωνές να την καλούν. Περπατούσε στα τυφλά. Με πόνο, αφού τα πόδια της άφηναν αίμα κάθε φορά που έκανε ένα βήμα. Αλλά έκανε προσπάθεια… Και τότε γλίστρησε. Και χτύπησε. Και ο χειρότερος φόβος της βγήκε αληθινός.

Βρισκόταν μέσα σε έναν τάφο ανοιχτό. Δεν μπορούσε να φωνάξει κανέναν. Αφού φωνή δεν έβγαινε. Έμοιαζε σαν να την είχαν αλυσοδέσει με αόρατες παντοδύναμες κλωστές. Ήταν σε νεκρική στάση και έρχονταν ο αγαπημένος της, οι γονείς της, τα αδέρφια της, όλοι και πετούσαν από ένα τριαντάφυλλο, άλλοι λευκό, άλλοι ροζ και ο αγαπημένος της κόκκινο. Και ήθελε να φωνάξει ‘Είμαι ζωντανή!’ αλλά η φωνή της δεν έβγαινε. Και αυτό δεν σταματούσε, κοιτούσε από κάτω, σε ένα τετράγωνα κομμένο κομμάτι γης βαθειά στο έδαφος προς τα πάνω, τους δικούς της να της ρίχνουν λουλούδια και εκείνη να είναι για κείνους νεκρή, αόρατη στα μάτια τους… Εκείνο το βράδυ είχε συναντήσει το δικό της, το πιο απειλητικό θηρίο… και βγήκε ζωντανή.

Friday, November 24, 2006

Η Σκιαδενή της Νύχτας…

Το σπίτι ήταν πάντα σκοτεινό τον τελευταίο καιρό, δηλαδή τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια, από τότε που είχε πεθάνει η μητέρα. Και κρύο. Η Σκιαδενή σκεπάστηκε στα υγρά και παλιά σκεπάσματα. Μόλις είχε φάει μια παλιά κονσέρβα και έπεσε πίσω… στο σκουριασμένο κρεβάτι με το βρώμικο στρώμα. Έξω, τα φώτα της πόλης μόλις είχαν ανάψει. Και τότε άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Δεν άντεχε το φως, τον ήλιο.

Την κούραζε η κίνηση στο δρόμο, τα προβληματισμένα πρόσωπα, οι στενάχωροι άνθρωποι. Δεν άντεχε κανένα τους να βλέπει. Ούτε παιδιά, ούτε χαρούμενα πρόσωπα, ούτε πράσινα φύλλα και λουλούδια… Μόνο η μυρωδιά της γαρδένιας τη νύχτα της άρεσε... Όλα την ενοχλούσαν. Ήθελε να είναι κλεισμένη μέσα, κρυμμένη στο δωμάτιο του σπιτιού της. Πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο, καθαρίζοντας ελάχιστα, ίσα για να μην προκαλεί αναθυμιάσεις στους διπλανούς της κάθε μήνα που πήγαινε να πάρει τη σύνταξη της μητέρας της. Το βασανιστήριο της ζωής της… Έπρεπε να φορέσει κανονικά ρούχα, μαύρα γυαλιά και καπέλο για να βγει έξω. Χωρίς ήλιο η επιδερμίδα της είχε γίνει εντελώς διάφανη και ιδιαίτερα ευαίσθητη.

Γιατί ήταν έτσι; Σκοτεινά διαφορετική; Κανείς δεν ήξερε. Και όσοι την ήξεραν είχαν όλοι φύγει τρέχοντας μακριά της. Δεν είχε κανέναν σε αυτό το καφέ, από την αχρηστία, σπίτι με τους ψηλούς τοίχους-φράχτες και τις τέσσερις γάτες. Εκείνης της άρεσε να περπατάει μέσα στη νύχτα, φορώντας μαύρα ρούχα και γυαλιά τρομάζοντας τους περαστικούς που έσφιγγαν τα ρούχα τους ασυναίσθητα όταν αισθάνονταν την παρουσία της, που ανατρίχιαζαν βλέποντας την ψιλόλιγνη κοπέλα με τα μπερδεμένα μαλλιά. Έμοιαζε τρελή. Αλλά δεν ήταν. Γιατί είχε μια απέραντη ηρεμία όταν νύχτωνε… Ένιωθε ότι προστατευόταν. Ότι έκρυβε τον φόβο της για τη ζωή με τον καλύτερο τρόπο… Ένιωθε ότι ήταν φάντασμα. Ίσως και να ήταν.

Wednesday, November 22, 2006

Η Πηγή...

Ο Γιάννης μόλις είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του. Δεν άντεξε να κοροϊδεύει άλλο τον εαυτό του. Όλοι ήξεραν ότι θα τον κατηγορούσαν ότι ήταν ευθυνόφοβος, ότι άφηνε τη γυναίκα του και το μωρό παιδί του χωρίς οικονομική ασφάλεια, ότι ρίσκαρε τη ζωή του και τις ανέσεις που είχε μάθει εκείνος και οι αγαπημένοι του, αλλά δεν άντεξε. Η υποκρισία, τα σκοτεινά έγγραφα, οι περίεργες υποθέσεις, συνεχώς αυξάνονταν και η εμπλοκή του από ένα σημείο και μετά έμοιαζε αναπόφευκτη. Και τα λεφτά πολλά. ‘Άννα θα φύγω για δυο-τρεις μέρες, θα πάω στο χωριό.’ είπε στη γυναίκα του που τον καταλάβαινε και ήταν πάντα στο πλάι του (ευτυχώς!). ‘Να πας, αφού εδώ θα μου είσαι απόλυτα άχρηστος!’ του είπε και τον φίλησε (με κατανόηση).

Πραγματικά, πήρε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς το χωριό. Στα Ζαγοροχώρια ήταν το πατρικό του σπίτι. Ένα τόπο γεμάτο περηφάνια και δύναμη. Έφυγε με βαριά καρδιά αλλά έπρεπε να δει μέσα του, να αποδεχθεί την παρορμητική απόφαση που τον αποδέσμευσε από τη σκοτεινή του μεριά. Και μερικές φορές, η σκοτεινή μας μεριά είναι αυτή που μας εθίζει, που μας καθοδηγεί… Μερικές φορές φοβόμαστε το φως… ίσως γιατί το σκοτάδι είναι αυτό που κυριαρχεί γύρω μας.

Όσο πλησίαζε, ένιωθε ότι γέμιζε το άδειο του σώμα από δύναμη και, περίεργο, αρώματα φρέσκιας ρίγανης και αγριολούλουδων. Έφτασε στο παλιό σπίτι. Άνοιξε, άφησε τα πράγματα, άναψε το τζάκι και βγήκε. Περπάτησε στα παλιά πέτρινα καλντερίμια του χωριού. Ησυχία… Ελάχιστοι ηλικιωμένοι άνθρωποι εμφανίζονταν, που και που, αφού δεν ήταν γιορτές ή διακοπές. Άδειος ο τόπος. Κατευθύνθηκε εκεί που πήγαινε όταν ήταν μικρός. Στην πηγή. Ήθελε να πάει εκεί γιατί ήξερε ότι θα αισθανόταν καλύτερα. Και πράγματι, εκεί αισθάνθηκε καλύτερα. Το πέτρινο λιονταρίσιο κεφάλι έβγαζε το απόσταγμα του Θεού, το νερό, κρυστάλλινο. Γύρω, φύση όμορφη αγκάλιαζε με προσοχή τον τόπο δροσιάς. Δίπλα το μικρό ξωκλήσι της Παναγιάς.

Κάθισε, έκλεισε τα μάτια του. Σαν σε όραμα ένιωσε ότι το νερό εκείνο το παγωμένο καθάριο νερό τον ξέπλυνε, τον εξάγνισε… και αυτή η διαδικασία γινόταν ώρες, μέρες, μήνες ολόκληρους. Άνοιξε τα μάτια του. Δεν ήξερε πόση ώρα βρισκόταν. Το σίγουρο ήταν ότι τα χέρια του ήταν βρεγμένα, παγωμένα και τα μάτια του βουρκωμένα. Με ευλάβεια, άνοιξε την πόρτα της εκκλησίας. Με δάκρυα στα μάτια ζήτησε συγχώρεση για τα λάθη που είχε κάνει. Και με δάκρυα στα μάτια και με ευγνωμοσύνη προσκύνησε. Αφού ήξερε ότι ο Θεός τον είχε ήδη συγχωρήσει… αφού είχε συγχωρήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Με μια βαθειά ανάσα, βγήκε, σχεδόν τρέχοντας, από την εκκλησία. Πήρε τη γυναίκα του χαρούμενος ‘Σου έχω πει ότι σε αγαπώ, σας αγαπώ περισσότερο από τη ζωή μου τελευταία; Και ότι όλα θα πάνε καλά;’ Όλα ήταν ξεκάθαρα μπροστά του, καθαρά… σαν το γέλιο του μικρού του παιδιού.

Friday, November 17, 2006

Το Δέντρο...

Ο ήλιος έστελνε προστατευτικές ακτίνες στους θνητούς του πλανήτη Γη. Η Αshakiran (που το όνομά της σημαίνει ‘αχτίδα ελπίδας’ στα Ινδικά) καθόταν έξω από το σπίτι της. Συγκεκριμένα στα ξύλινα σκαλιά της εξώπορτας. Έριξε ένα βλέμμα έξω. Η πυκνή, τροπική βλάστηση ήταν γοητευτική στους πρόποδες των Ιμαλάϊων στα σύνορα μεταξύ Ινδίας και Νεπάλ άγγιξε το βλέμμα της νεαρής κοπέλας. Οι δροσοσταλίδες έσταζαν ταξιδεύοντας από φύλλο σε φύλλο σαν πολύτιμα δάκρυα που ιρίδιζαν στο χάδι του ήλιου.

Έκλεισε τα μάτια της. Προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρο που είχε δε το προηγούμενο βράδυ, την ώρα που το ασημένιο φεγγάρι έκανε μαγική συμφωνία με τα τρεμάμενα φωτεινά αστέρια πάνω στο βελούδινο μπλε τάπητα του ουρανού.

Ήταν λέει, μόνη σε ένα αγρό με αγριολούλουδα. Σαν έναν από αυτούς που συνήθιζε να περπατάει ξυπόλητη όταν ήταν μικρή. Τότε, πριν χτιστεί μια πόλη πάνω του. Περπατούσε με κλειστά μάτια… Την καθοδηγούσε η μοσχοβολιά από τις μαργαρίτες και τα εξωτικά λουλούδια που υποκλίνονταν στην ομορφιά και την αθωότητα που είχε πάνω της. Τα χρώματα έλαμπαν σαν πολύτιμα κοσμήματα και αγκάλιαζαν τις αισθήσεις της.

Αλλά κατευθυνόταν με ορμή σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Το Δέντρο! Ήταν μακριά αλλά ήξερε ότι για κάποιο λόγο έπρεπε να πάει εκεί. Συνέχισε να διασχίζει το ονειρεμένο μονοπάτι. Και έφτασε. Το Δέντρο βρισκόταν σε μια πλαγιά. Ήταν μια μηλιά τόσο μεγάλη που χρειάζονταν δέκα άνδρες να την αγκαλιάσουν. Τόσο γεμάτη μήλα που δεν ήξερε πόσα να πάρει. Έμοιαζε να είναι εκεί από την αρχή του κόσμου. Και το αστείο; Ήταν γεμάτη από παιδιά. Που από μακριά δεν φαίνονταν, αλλά από κοντά άκουσε τις χαρούμενες φωνές τους. Παιδιά που χόρευαν γύρω της. Κοίταξε προς τα κάτω, στον κάμπο. Τα χρώματα της ίριδας και του ήλιου ήταν τόσο όμορφα. Μπήκε και εκείνη στο μαγικό κύκλο. Ήθελε να βοηθήσει και εκείνη να άρχιζαν όλα από την αρχή. Χωρίς εργοστάσια, αυτοκίνητα και βρωμιά που πλησίαζε απειλητικά το χώρο της, το χωριό τους.

Άνοιξε τα μάτια της. Πήρε το εργόχειρο, τις χρυσές κλωστές της, τις μικροσκοπικές παγιέτες, τα χρωματιστά υφασματάκια της και άρχισε να κεντάει το Δέντρο του ύπνου της. Αυτή τη δύναμη είχε, αυτή χρησιμοποίησε η Αshakiran. Θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να σώσει έστω και ένα κομματάκι από τη γη της.

Wednesday, November 15, 2006

Ο Αντί-Βασιλιάς

Από μακριά διέκρινα τη φιγούρα του. Ήταν ψηλός και ιδιαίτερα αδύνατος. Κούτσαινε και κρατούσε και μπαστούνι. Τα ρούχα του, τουλάχιστον τέσσερα μεγέθη μεγαλύτερα και βρώμικα και σχισμένα. Το ίδιο και τα παπούτσια του που, από ότι φαινόταν, έχασκαν, ανοιχτά σαν στόμα ενός σαρκοφάγου φυτού.

Το αυτοκίνητο πλησίασε. Η κίνηση του φαναριού με ανάγκαζε να προχωράω με ρυθμό χελώνας και να αναπολώ την εποχή που ζούσα στο κέντρο και όλα ήταν δίπλα μου σε απόσταση ‘περιπάτου’… Δεν μου έμενε τίποτα άλλο, παρά να παρατηρώ, δίπλα στο ξεμαλλιασμένο παρκάκι που είχε γκαζόν τούφες-τούφες, τον άνδρα. Κούτσαινε, και πλησίαζε το κάθε αυτοκίνητο με απίστευτο πόνο και απίστευτη ανάγκη ζωγραφισμένες στην έκφρασή του. Έντονες ρυτίδες, που έμοιαζαν να γίνονται με προσπάθεια, χαράσσονταν πάνω στο πρόσωπό του και είχε ένα μουστάκι που έμοιαζε παράταιρο με την νεαρή ηλικία του. Καθόταν πάνω από το κεφάλι του κάθε οδηγού που ‘επισκέπτονταν’ και τους ζάλιζε με τη μουρμούρα του. Όταν κάποιος, που τον λυπόταν, που τον βαρέθηκε, που τον σιχάθηκε του έδινε χρήματα, το πρόσωπό του άλλαζε. Φωτιζόταν, άσχετα αν το έκρυβε πίσω από το θλιμμένο και ζαρωμένο από τη ζητιανιά πρόσωπο.

Τα αυτοκίνητα σέρνονταν, αφού, Παρασκευή βράδυ, όλοι είχαν βγει έξω να ψωνίσουν, να ξεδώσουν, να πιούν καφέ, να βγουν ραντεβού. Και εγώ στο τιμόνι μου να περιμένω τη σειρά μου. Όχι για να φύγω, αλλά για να με πλησιάσει ο ζητιάνος. Δεν το γλιτώνεις αυτό, μόνο αν είσαι αγριωπός ή τσακωμένος… Και το μυρίζεται αυτό ο ψυχολόγος του δρόμου. Αφού είδε το αυτοκίνητό μου, με ‘έκοψε’ σαν φάτσα, με ψυχολόγησε, για να δει αν θα του δώσω λεφτά, κατάλαβε ότι ήμουν ήρεμη και δεκτική. Ήρθε κοντά μου, παρά τα βρώμικα ρούχα, ήταν καθαρός. Τον κοίταξα ευθεία στα μάτια, δεν κοίταξα μπροστά, όπως έκαναν οι άλλοι ή όπως έκανα και εγώ στο παρελθόν, σε άλλους. Τα μάτια του ήταν λαμπερά, πετούσαν φωτιά συγκεκριμένα. Του έδωσα ένα κέρμα και εκείνος μου ακούμπησε τη μπλούζα στο μπράτσο.

Γιατί; Ίσως γιατί τον είχα καταλάβει. Τον είχα ξεγυμνώσει από τα ‘φτιασίδια’ του. Είδα ότι πίσω από το μπαστούνι, το μουστάκι και τη μιζέρια, κρυβόταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός της ζωής. Που δεν είχε πρόβλημα υγείας. Που τον ανάγκασε να σκύβει, να παρακαλάει, να στραβώνει τα πόδια του και να υποκρίνεται για να ζήσει. Γιατί; Γιατί ίσως αυτό έμαθε από τότε που γεννήθηκε. Την τέχνη της ζητιανιάς… Γιατί αυτό του είπαν ότι έπρεπε να κάνει για να φάει ή για να ζεσταθεί, έστω και για λίγες ώρες. Γιατί κανείς δεν τον μάζεψε από το δρόμο, όσο ήταν καιρός, ώστε να του μάθει και άλλη δουλειά. Να του δώσει μια ευκαιρία…

Ζητιανιά… Λέξη τόσο τρομακτική για εμάς που είμαστε ‘προστατευμένοι’ μέσα στα τζάμια των αυτοκινήτων μας όταν κάποιος Ινδός ή Πακιστανός μετανάστης θέλουν με το ζόρι να μας καθαρίσουν τα τζάμια. Όταν κάποιος άλλος μετανάστης από χώρα της Ανατολικής Ευρώπης ανοίγει το πουκάμισό του να μας δείξει ότι έκανε εγχείρηση μπάι-πας μέσα στο κρύο, ενώ πολλοί άνθρωποι που ξέρουμε, δουλεύουν και παλεύουν να βγάλουν το ψωμί τους αλλιώς…

Επιτέλους, το φανάρι έγινε πράσινο και είδα τον ζητιάνο, με ύφος αρχηγού, να σηκώνει για ένα δευτερόλεπτο το μπαστούνι του και να κάνει νόημα στα άλλα φανάρια όπου στέκονταν άλλοι, όμοιοι. Παιδιά άλλου Θεού, άλλης ζωής, άλλης προσέγγισης. Τελείωνε και το δικό τους μεροκάματο του τρόμου και θα έπρεπε να πάρει λίγα από τα κέρδη τους. Και εγώ μέσα στο αυτοκίνητό μου, κλειδωμένη, θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι, που πάνε οι άνθρωποι αυτοί όταν νυχτώσει, σε τί σπίτια, πού; Ζούνε κανονικά; Έχει ποτέ κανείς ασχοληθεί με αυτούς τους απόκληρους της κοινωνίας;

Ως αύριο, που ίσως συναντήσω σε κανένα άλλο φανάρι τον ίδιο ζητιάνο να ζητιανεύει τύψεις και συναισθήματα. Να πουλάει προκλητικά πόνο και απέχθεια… Και ικανοποίηση για μας τους ‘κανονικούς’ ότι έχουμε γλιτώσει αυτόν τον τρόπο ζωής, τουλάχιστον για σήμερα.

Sunday, November 12, 2006

Βιβλία παντού...

Ήταν σχεδόν μεσημέρι… Το μισάνοιχτο παραθυράκι του τεράστιου δωματίου κινήθηκε απαλά. Ο αέρας της Βενετίας σήμερα τουλάχιστον, ήταν ασυνήθιστα φρέσκος. Ο αέρας έφερνε τις φωνές και τη βοή από την κεντρική πλατεία του Αγίου Μάρκου… Έτος 1563. Γενάρης μήνας… Το βράδυ είχε πέσει χιόνι και είχε τόσο κρύο που τα ακροδάχτυλά του τα ζέσταινε σε ένα κερί για να μπορεί να γυρνά μία-μία τις σελίδες. Το τζάκι είχε σβήσει εδώ και ώρες. Η βαριά χρυσό-κεντημένη ρόμπα του είχε σταματήσει να τον ζεσταίνει ώρα τώρα.

Ο Οράτιος όμως δεν νοιαζόταν. Γύρω στα σαράντα, βαθύτατα θεοσεβούμενος αλλά με ερευνητικό πνεύμα, ήταν όλη τη νύχτα γοητευμένος, για ακόμη μια φορά, από ένα βιβλίο του Επίκτητου (50-120 μΧ) τον σοφό αυτό Έλληνα που είπε για τον Θεό και τον άνθρωπο αυτό που όλοι οι άλλοι δεν σκέφτηκαν ή δεν τόλμησαν να σκεφτούν… Έγραψε ότι ο άνθρωπος είναι συγγενής του θεού και ότι έχει μέσα του κάτι από τον ίδιο τον Θεό! («Συ (άνθρωπε) απόσπασμα ει Θεού× έχεις τι εν σεαυτώ μέρος Εκείνου. Τι ουν αγνοείς σου την συγγένειαν;» (Επίκτητου, Διατριβαί, 2,9,12).

Ικανοποιημένος και χορτασμένος από τη γνώση, ακούμπησε ένα λεπτό, στολισμένο με ημιπολύτιμους λίθους μαχαίρι στη σελίδα που διάβαζε, έβγαλε και τα ιδιαίτερα λεπτά γυαλιά που διευκόλυναν την ανάγνωση και κοίταξε προς το ταβάνι, τις τοιχογραφίες του παλάτσο. Και μετά κοίταξε γύρω του… Βιβλία παντού… Σκονισμένα, παλαιωμένα, δερματόδετα. Σε μια κρύπτη, πίσω από μια βιβλιοθήκη, είχε τις ιδιαίτερα σπάνιες εκδόσεις (και κάποιους πάπυρους με γραπτά αρχαίων συγγραφέων που είχαν σωθεί από Άραβες λόγιους).

Δεν περίμενε κανένα πελάτη για σήμερα. Συνήθως έρχονταν από το Βατικανό ή κάποιοι λάτρεις και προστάτες των τεχνών που αγόραζαν τα πολύτιμα βιβλία του. Αυτή η εμπορική δραστηριότητα πήγαινε από πατέρα σε γιο. Και αυτό δεν το σκεφτόταν ο Οράτιος… την κληρονομιά. Την διαδοχή. Δεν άντεχε… Αφού ποτέ του δεν είχε αφήσει τον εαυτό του να δεθεί με τίποτα άλλο παρά με τα βιβλία του. Εκεί έβρισκε παρηγοριά και ελπίδα. Που όμως δεν μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν μια κρύα νύχτα, να τον φιλήσουν, να τον αγγίξουν, να τον κάνουν να αισθανθεί άνθρωπος… Με δανεικά αισθήματα ζούσε και δεν τολμούσε να ζήσει έξω από το χώρο της βιβλιοθήκης του. Εκεί αισθανόταν προστατευμένος. Εκεί ήταν ο κόσμος του… αφού είχε διώξει με ιδιαίτερη επιμέλεια την Ισαβέλλα που τον αγαπούσε και ήθελε να είναι δίπλα του. Εκείνο το απόγευμα στον κήπο της οικογένειάς της. Αρνήθηκε το κόκκινο τριαντάφυλλο που του έδωσε.

Tuesday, November 07, 2006

Το άδειο μπουκάλι με άρωμα...

Μία τρέλα είχε η Κάτια… Τα αρώματα. Ενώ ήταν ‘φυσιολογική’, δεν άντεχε να μην φορά άρωμα… από παιδί ακόμα, άδειαζε την ‘Μυρτώ’ και την ‘Τόσκα’ και το ‘4711’ πάνω της… Ενώ άλλοι, λογικοί άνθρωποι, τους άρεσε απλά η μυρωδιά του μοσχοσάπουνου στο κορμί της, για εκείνη δεν ήταν αρκετό.

Είχε περισσότερα από δέκα αρώματα, που είχαν περίοπτη θέση στο μπάνιο της. ‘Γιατί οι κολώνιες ποτέ δεν κρατάνε, ούτε θεωρούνται αληθινό απόσταγμα… ’ μονολογούσε όταν έριχνε πίσω από τα αυτιά και στους καρπούς της τις πολύτιμες σταγόνες. Τα φορούσε ανάλογα με τη διάθεσή της. Ποτέ το ίδιο. Άλλα λουλουδάτα, με γιασεμιά. Άλλα δροσερά, με λεμόνι. Άλλα μυστηριώδη, με ορχιδέα. Άλλα σκοτεινά, με νυχτολούλουδο… τόσες παραλλαγές και τόσοι διαφορετικοί συνδιασμοί, που ζάλιζαν και την ίδια. Και σαπούνια και κρέμες σώματος. Ακόμα και άρωμα σε κρέμα είχε… Περπατούσε και μοσχοβολούσε ο τόπος…

Κάθε φορά που έκανε μπάνιο, ήταν σαν να βρισκόταν σε ένα από εκείνα τα χαμάμ της Ανατολής. Σαν να επέστρεφε εκεί, στη Φεζ, σε εκείνα τα μαγικά, κρυμμένα μέρη γεμάτα χειροποίητα μικροσκοπικά, πολύχρωμα πλακάκια, όπου καταμεσής στο σπίτι αναβλύζει ένα υπέροχο συντριβάνι. Σαν να βρισκόταν πίσω σε εκείνη τη μαγική εβδομάδα, που κολυμπούσε σε μια υπέροχη πισίνα, που της έκαναν μασάζ και χαλάρωνε ανάμεσα σε λιβάνια και αρωματικά λάδια… που άδειαζε το μυαλό από έννοιες και καθημερινότητα, έτσι, κρυμμένη από όλους και όλα και κολυμπούσε μέσα στα μαγικά αρώματα. Εκεί που γνώρισε εκείνον το γοητευτικό άνδρα. Για μία εβδομάδα μόνο, αφού εκείνη φοβήθηκε να μείνει.

Εκείνη τη μοναδική εβδομάδα αγόρασε από το παζάρι τα πιο πολύτιμα αρώματα που μπορούσε να βρει μέσα σε ιδιαίτερα μικρά και στολισμένα μπουκαλάκια με πολύ βαρύ άρωμα. Τα είχε ακόμα στο μπάνιο της. Και ένα άδειο… που έτσι σκοτεινό, της θύμιζε τη ζωή που ήθελε να γεμίσει μ’ αυτό. Της είχε τελειώσει εκείνη τη βδομάδα σε εκείνο το τόσο εξωτικό μέρος. Έπρεπε να επιστρέψει για να γεμίσει αυτό με ολάκερη τη ζωή της… το είχε υποσχεθεί στον εαυτό της και σε εκείνον… Να φέρει τολμήσει και να πάρει μαζί της εκείνο το άδειο μπουκάλι και να γεμίσει τη ζωή της από έρωτα και ελπίδα.

Friday, November 03, 2006

Η ηλιαχτίδα…

Καθόμουν αμέριμνη και έγραφα το νέο μου μυθιστόρημα… Και τότε έλαμψαν τα χέρια μου. Φωτίστηκαν. Ξαφνιάστηκα. Καθώς γράφω αρκετά γρήγορα, εκείνη ακολουθούσε το ρυθμό των δακτύλων μου με την ίδια ταχύτητα, προκαλώντας σκιές πίσω από τα δάκτυλά μου ιδιαίτερα κομψές. Έμοιαζε σαν χορός από μικρές νεράιδες γύρω από το μικρό μου γραφείο. Μετά εκείνη η παιχνιδιάρα αχτίδα με έκανε να σηκώσω τα μάτια μου στον ουρανό… και να βγάλω τα γιαλιά μου.

Έμεινα συγκλονισμένη από το θέαμα του παραθύρου μου. Μια τεράστια ανοιχτή πύλη γεμάτη φως, χρυσό, λευκό τόσο ιδιαίτερο τόσο μαγευτικό για τα θνητά μου μάτια.

Ξανά-τόλμησα να κοιτάξω τον ουρανό. Μου χαμογέλασε και συνέχισε να μου στέλνει την ίδια τσαχπίνα και ναζιάρα αχτίδα… Μετά με χάιδεψε στο πρόσωπο, χρύσισαν τα μάτια μου από το φως που πλέον είχε λούσει ολόκληρη την φιγούρα μου… Ένιωσα πλήρης και γεμάτη ενέργεια. Σαν σε κρυφή μυσταγωγία που μόνο εγώ και ο Θεός είμασταν κοινωνοί… για στιγμές τόσο πολύτιμες και τόσο δυνατές.

Το πολύτιμο χειμωνιάτικο φως αναδιπλώθηκε, μαζεύτηκε γρήγορα-γρήγορα, αφού μια μπόρα ετοίμαζε τις δυνάμεις της στο βάθος του ορίζοντα… Τα χρώματα απλώθηκαν, έλιωσε το ένα μέσα στο άλλο.

Το φως, αδύναμο, με ξανακοίταξε για τελευταία φορά και υποσχέθηκε να ξαναέρθει, περίπου την ίδια ώρα, αν ήμουν και εγώ εκεί… μπροστά από το κομπιούτερ και το πληκτρολόγιο. Περιμένω και πάλι την παιχνιδιάρα αχτίδα!