Friday, November 17, 2006

Το Δέντρο...

Ο ήλιος έστελνε προστατευτικές ακτίνες στους θνητούς του πλανήτη Γη. Η Αshakiran (που το όνομά της σημαίνει ‘αχτίδα ελπίδας’ στα Ινδικά) καθόταν έξω από το σπίτι της. Συγκεκριμένα στα ξύλινα σκαλιά της εξώπορτας. Έριξε ένα βλέμμα έξω. Η πυκνή, τροπική βλάστηση ήταν γοητευτική στους πρόποδες των Ιμαλάϊων στα σύνορα μεταξύ Ινδίας και Νεπάλ άγγιξε το βλέμμα της νεαρής κοπέλας. Οι δροσοσταλίδες έσταζαν ταξιδεύοντας από φύλλο σε φύλλο σαν πολύτιμα δάκρυα που ιρίδιζαν στο χάδι του ήλιου.

Έκλεισε τα μάτια της. Προσπάθησε να θυμηθεί το όνειρο που είχε δε το προηγούμενο βράδυ, την ώρα που το ασημένιο φεγγάρι έκανε μαγική συμφωνία με τα τρεμάμενα φωτεινά αστέρια πάνω στο βελούδινο μπλε τάπητα του ουρανού.

Ήταν λέει, μόνη σε ένα αγρό με αγριολούλουδα. Σαν έναν από αυτούς που συνήθιζε να περπατάει ξυπόλητη όταν ήταν μικρή. Τότε, πριν χτιστεί μια πόλη πάνω του. Περπατούσε με κλειστά μάτια… Την καθοδηγούσε η μοσχοβολιά από τις μαργαρίτες και τα εξωτικά λουλούδια που υποκλίνονταν στην ομορφιά και την αθωότητα που είχε πάνω της. Τα χρώματα έλαμπαν σαν πολύτιμα κοσμήματα και αγκάλιαζαν τις αισθήσεις της.

Αλλά κατευθυνόταν με ορμή σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Το Δέντρο! Ήταν μακριά αλλά ήξερε ότι για κάποιο λόγο έπρεπε να πάει εκεί. Συνέχισε να διασχίζει το ονειρεμένο μονοπάτι. Και έφτασε. Το Δέντρο βρισκόταν σε μια πλαγιά. Ήταν μια μηλιά τόσο μεγάλη που χρειάζονταν δέκα άνδρες να την αγκαλιάσουν. Τόσο γεμάτη μήλα που δεν ήξερε πόσα να πάρει. Έμοιαζε να είναι εκεί από την αρχή του κόσμου. Και το αστείο; Ήταν γεμάτη από παιδιά. Που από μακριά δεν φαίνονταν, αλλά από κοντά άκουσε τις χαρούμενες φωνές τους. Παιδιά που χόρευαν γύρω της. Κοίταξε προς τα κάτω, στον κάμπο. Τα χρώματα της ίριδας και του ήλιου ήταν τόσο όμορφα. Μπήκε και εκείνη στο μαγικό κύκλο. Ήθελε να βοηθήσει και εκείνη να άρχιζαν όλα από την αρχή. Χωρίς εργοστάσια, αυτοκίνητα και βρωμιά που πλησίαζε απειλητικά το χώρο της, το χωριό τους.

Άνοιξε τα μάτια της. Πήρε το εργόχειρο, τις χρυσές κλωστές της, τις μικροσκοπικές παγιέτες, τα χρωματιστά υφασματάκια της και άρχισε να κεντάει το Δέντρο του ύπνου της. Αυτή τη δύναμη είχε, αυτή χρησιμοποίησε η Αshakiran. Θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να σώσει έστω και ένα κομματάκι από τη γη της.