Η Φωτογραφία
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις οκτώ και τριάντα. Ο Ηλίας ήθελε να πάει στην τράπεζα πριν το γραφείο και τη σχολή. Πήγε στο μπάνιο… αν και κουρασμένος ήταν ικανοποιημένος από την όψη του… Ο καθρέπτης κοίταξε τα σκούρα πράσινα μάτια του, το σταρένιο δέρμα του, το υπέροχο χαμόγελό του. ‘Είμαι όμορφος τελικά, μαμά!’ αναφώνησε.
Οι φοιτήτριες πάντα γοητεύονταν από τη φωνή του, το βλέμμα του, τον τρόπο που ντυνόταν. Πάντα λευκά πουκάμισα με τζιν. Ήταν το σήμα κατατεθέν του. Και βέβαια, η κολόνια του, η τόσο χαρακτηριστική και τόσο ιδιαίτερη. Όλες ήξεραν ότι μόλις είχε περάσει εκείνος από το διάδρομο. Σε κάθε χώρο εντόπιζε το αντικείμενο του πόθου του και το πολιορκούσε μέχρι να το κατακτήσει. Όχι ότι ήταν πάντα αποδεκτός… Αλλά δεν πειράζει, ‘αυτές έχαναν’, όπως έλεγε και εκείνος με σνομπισμό. Αλλά, τώρα τελευταία, είχε αρχίσει να κουράζεται… Είχε πατήσει τα δεύτερα –άντα και χρόνια τώρα έκανε αυτή τη δουλειά, να γοητεύει τους γύρω του, όπως η κόμπρα το θύμα της. Είχε δημιουργηθεί αυτός ο μύθος της γοητείας γύρω από το πρόσωπό του, στη σχολή. Κυρίως ήταν αλήθεια, αν εκείνος δεν έκανε υπερπροσπάθεια να συντηρήσει τη φήμη του κατακτητή, αφού οι κρέμες προσώπου, τα περιοδικά ανδρικής συμπεριφοράς και η τάση του να κοιτάει όλο και μικρότερες, άρχισε να του δίνει τη φήμη του γραφικού. Δίπλα στο κομοδίνο του είχε, εκτός από τσιγάρα και τασάκι, μια φωτογραφία του από ένα πάρτι που είχε δώσει στα είκοσι-οκτώ του. Κάπνιζε και γύρω του, τέσσερις φίλες του, άλλες που ήθελε να ρίξει στο κρεβάτι και άλλες που ήδη είχε κοιμηθεί μαζί τους. Όλη του η ζωή είχε παγώσει γύρω από αυτή τη στοιχειωμένη φωτογραφία…
<< Home