Το φάντασμα εκείνης της τάξης…
(Η έμπνευση για αυτό το πόστ ξεκίνησε από το σχόλιο του Δημήτρη Μαμαλούκα για τις παιδικές φιλίες… και εγώ το προχώρησα λίγο.)
Οι μεγάλες αίθουσες κάνουν αντίλαλο. Όταν έχεις πονοκέφαλο, αισθάνεσαι ότι μπορεί να σου τρυπήσει το κεφάλι αυτός ο τόσο εκκωφαντικός θόρυβος. Το διάλειμμα μόλις που έχει αρχίσει. Όλα τα τιτιβίσματα από τους μαθητές προκαλούν ένα τεράστιο βουητό, σαν μελίσσι. Οι παρέες είναι σχηματισμένες. Αλλού οι καλοί μαθητές, αλλού οι κακοί, αλλού οι ‘προχωρημένοι’ με τα τσιγάρα και τις σχέσεις, αλλού οι ‘καθυστερημένοι’ με την παιδικότητα ακόμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο, αλλού οι ήσυχοι, ‘κλειστοί’ μαθητές. Μια ακόμα φιλία είχε αρχίσει εκεί, ανάμεσα στα δυνατά κουδούνια του διαλείμματος και τα μαθήματα δέσμης… Και τα χρόνια ξεκίνησαν να προχωρούν με ταχείς ρυθμούς, αφού τελείωσε το λύκειο. Οι φίλοι πέρασαν στο πανεπιστήμιο. Ο ένας εξαιρετικό μυαλό και έχοντας ιδιαίτερη βοήθεια και υποστήριξη από το σπίτι, ενώ ο άλλος προσπαθούσε μόνος, χωρίς ιδιαίτερη βοήθεια, αφού οι γονείς ήταν φτωχοί και χωρίς πολλά-πολλά εφόδια οι ίδιοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ‘γιατί θέλει τόσο πολύ τα γράμματα’ αυτό το παιδί. Αλλά βουβά υποστήριζαν τη δίψα του για μάθηση. Και τα χρόνια προχωρούσαν και τα δυο παιδιά πάλευαν… Το εξαιρετικό μυαλό με τους προσωπικούς του δαίμονες που τον περιστοίχιζαν ενώ ο άλλος, ο ‘μέτριος’ δούλευε και σπούδαζε. Με τσαμπουκά και προσπάθεια… Και έφτασε η μοιραία μέρα… Η μέρα που ο εξαιρετικός παράτησε τη σχολή και η μέρα που ο μέτριος συνέχιζε την προσπάθεια, με επιμονή, με κούραση και με τσαμπουκά… και τα κατάφερνε, ακόμα και να υποστηρίξει τη ζωή και την υπόστασή του χωρίς καμιά βοήθεια. Από εκείνη τη μέρα κάτι τσάκισε στη σχέση τους. Από εκείνη τη μέρα, ο εξαιρετικός άρχισε να αισθάνεται ανεπαρκής απέναντι στον μέτριο. Αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Αλλά ο μέτριος εκεί, συνέχιζε να υποστηρίζει τη φιλία του, να παινεύει τον εξαιρετικό, να αισθάνεται τις υποτιμητικές ματιές που έριχναν οι συγγενείς του εξαιρετικού, σε εκείνον, τον μέτριο… Αλλά δεν τον ένοιαζε. Είχε ένα σκοπό. Να πετύχει. Να είναι το καλύτερο που μπορεί, να εξελιχθεί. Αλλά δεν έβλεπε ότι ο εξαιρετικός είχε αρχίσει να αναδιπλώνεται, να τρομάζει με το ηφαίστειο επιμονής και θέλησης που έκπεμπε ο μέτριος… Ο μέτριος συνέχιζε να δίνει, να εμπιστεύεται, να ανοίγεται, χωρίς ερωτηματικά και χωρίς πρόβλημα. Ενώ ο εξαιρετικός άρχισε και κάκιωνε. Άρχισε να κουτσομπολεύει άλλους, άρχισε να σταματά να παίζει μουσική, ενώ τη λάτρευε, άρχισε να ασχημαίνει και να κλείνεται και άλλο… Ώσπου μια μέρα ο μέτριος δεν άντεξε. Διεκδίκησε από τη σχέση του, πρόσφερε και είχε ανάγκη, τουλάχιστον την ειλικρίνεια από τον φίλο του. Αλλά ο άλλος είχε μείνει μέσα του το ίδιο ανασφαλής και μικρός όσο ήταν δεκαετίες πριν. Και τότε ο μέτριος, που πλέον είχε ξεπεράσει τον εξαιρετικό σε όλα τα επίπεδα, γκρέμισε την γέφυρα που τους ένωνε από τη δική του μεριά, αφού ήταν ήδη γκρεμισμένη εδώ και χρόνια από την άλλη μεριά… Δεν το είχε καταλάβει ότι εκείνος είχε φύγει ενώ ο φίλος του είχε μείνει πίσω και αυτό τον πλήγωνε. Δεν μάλωσαν ποτέ αλλά δεν επικοινώνησαν ποτέ ξανά, ήταν πολύ βαθειά η πληγή για να την ξανανοίξει…
<< Home