Tuesday, October 03, 2006

Η φίλη μου η Μαρία…

Υπήρχε μια κοντινή αλλά και μακρινή εποχή, που μόλις είχα κλείσει το ένα τέταρτο του αιώνα και έμενα στην καρδιά της πόλης. Μέσα στο κέντρο που γίνονταν όλα, μια εποχή που όλα απλώνονταν μπροστά μου. Ή που είχα την ψευδαίσθηση ότι γίνονταν όλα. Τα φώτα, τα θέατρα, τα σινεμά, οι φωτεινές λεωφόροι, το μέγαρο, όλα κοντά μου σε απόσταση αναπνοής. Μ’ άρεσε το κέντρο τότε… Ένα χειμωνιάτικο, βροχερό πρωινό, μέσα στο πολύβουο κέντρο, ξεκίνησε η ιστορία μου. Ενώ ήταν οκτώ το πρωί έμοιαζε με τέσσερις το μεσημέρι. Σκοτεινή, βροχερή… μέρα και ίδια διάθεση.

Άκουγα ραδιόφωνο δυνατά, όπως συνηθίζω, ενώ ήμουν κολλημένη στο φανάρι. Και τότε βλέπω ένα μικρό χεράκι. Η πρώτη μου αντίδραση έκπληξη και ανασκούμπωμα. Και μετά, το μαυρισμένο χεράκι μου χτυπάει το τζάμι, ακόμα μια φορά. Το κατεβάζω. Και βλέπω ένα όμορφο παιδάκι, μέχρι έξι ετών, μια γλυκιά φατσούλα. Μου χαμογέλασε και μου άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Θα μου δώσεις τίποτα;» Αρχικά με ξένισε. Από την άλλη, μου φάνηκε τόσο παράξενο ένα μωρό να ζητά με τέτοιο μάγκικο και αφοπλιστικό τρόπο (ίσως και απελπισμένο) αγάπη, συγκεκριμένα τη διεκδικούσε. Ήταν άμεση και αυθόρμητη. Ήταν τόσο χαριτωμένη… Τα μαλλιά της, αν και ήταν τσιγγάνα και η επιδερμίδα της ήταν σκούρα, ήταν ξανθά, πλεγμένα σε χοντρές κοτσίδες. Είχε μάτια που έβγαζαν φωτιές. Ήταν πανέξυπνη και χαμογελαστή. Της έδωσα δυο μπισκότα και λίγα κέρματα. Μου χαμογέλασε και έβαλε γρήγορα-γρήγορα στο στόμα της το φαγώσιμο… και την έβλεπα από τον καθρέπτη να με χαιρετάει. Ηλιαχτίδα φώτισε τη σκοτεινή μέρα μου… ένα παιδί των φαναριών.

Και μετά μας έγινε συνήθεια. Κάθε πρωί, για καιρό, με αναγνώριζε και ερχόταν τρέχοντας. Ένα πρωί με ξάφνιασε ευχάριστα. «Είσαι η φίλη μου!» μου είπε και τα μάτια μου βούρκωσαν. Και πότε τη φίλευα με μπισκότα, άλλες φορές της έδινα κοκαλάκια για τα μαλλιά της, την είχα στο νου μου από το βράδυ. Μια μέρα μου είπε με νόημα «δώσε μου και κανένα λεφτό, με κοιτάνε!» και εγώ, υπακούοντας, αφού δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, το αόρατο αλλά σκοτεινό αφεντικό της, που παραμόνευε σε κάποια γωνία, καλοντυμένος και τάχα αδιάφορος, της έδωσα ‘λεφτό’… Εξάλλου, αυτή ήταν η δουλειά της, να είναι συλλέκτης συναισθημάτων και ενοχών, των άλλων. Αυτό το αβάσταχτο και βρωμερό φορτίο της είχαν φορτώσει σε μια τέτοια τρυφερή ηλικία.

Ώσπου ένα βράδυ την είδα ξυπόλητη. Εμείς γυρνούσαμε μέσα στα ζεστά παλτά μας, ερωτευμένοι, χαμογελαστοί και αγκαλιασμένοι από τη διασκέδασή μας και εκείνο καθόταν μέσα στην πολυκατοικία, πάνω στα παγωμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια και κρύωνε και περίμενε… ξυπόλητο, βρώμικο και κλαμένο. Η καρδιά μας πάγωσε…

«Τί έχεις Μαρία; Γιατί είσαι τέτοια ώρα εδώ; Πού είναι τα παπούτσια σου; Με ποιόν είσαι εδώ;» Τη ρώτησα. Το παιδί δεν μου απάντησε. Δεν μπορούσα εκείνη τη στιγμή να διανοηθώ τι θα μπορούσε να της έχει συμβεί. Δεν άντεχα καμία σκέψη. Ποιος θα μπορούσε να έχει κάνει κακό σε ένα τέτοιο παιδί, με φυσική χάρη, καλοσύνη και ευγένεια. Το μόνο που σκέφτηκα, το μόνο που θα μπορούσα να της προσφέρω ήταν, ξανά, φαγητό. «Κάθισε εδώ θα έρθω σε πέντε λεπτά.» Της είπα προστακτικά και τρυφερά. Την πρόσταξα όπως θα έκανα και σε ένα μικρό κουτάβι που, χαμένο από το σπίτι του, κάθεται και σε κοιτάει με αυτά τα τεράστια, αθώα, γεμάτα ερωτηματικά μάτια. Ήξερα ότι δεν θα έφευγε, ήξερα ότι θα με περίμενε. Όπως και έγινε. Κρατούσε το σουβλάκι στο ένα χέρι και στο άλλο την τσάντα με τις σοκολάτες και τα κρουασάν… σαν να κρατούσε όλη της την ύπαρξη.

Ήθελα τόσο να την βουτήξω από το δρόμο, να την πάω κάπου με ασφάλεια. Ήθελα τόσο να εξαφάνιζα από τα μάτια της τη βροχή και από την καρδιά της τον φόβο. Ήθελα να σταματήσω το κάθε λογής σκοτεινό τέρας που της έτρωγε τις σάρκες λίγο-λίγο. Αλλά ήξερα καλά ότι στη γωνία παραφυλούσε κάποιος ή κάποιοι, σίγουρα όχι άνθρωποι, κάτι άλλο αλλά σίγουρα όχι άνθρωποι.

Εκείνο το βράδυ η φίλη μου η Μαρία είχε χάσει το λαμπερό της βλέμμα, αισθάνθηκα ότι είχε χάσει την ψυχή του. Το παιδί ήταν σαν χαμένο. «Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» τη ρώτησα. Εκείνο δεν μου απάντησε. Φοβόταν. Εκείνο το βράδυ ήθελα να τους τη βουτήξω! Να την πάρω τρέχοντας και να την κρύψω μακριά από τα τέρατα που την χρησιμοποιούσαν, αλλά δεν ήξερα που να την πάω. Και ήξεραν και το σπίτι μου.

Ετοιμάστηκα, ρώτησα, βρήκα άκρη για το που να την πάω, ώστε να είναι προστατευμένη. Ανακουφίστηκα. Αλλά εκείνη είχε χαθεί. Και άρχισα να την ψάχνω. Δεν την ξανα-συνάντησα.

Την ‘χάσανε’, εφόσον είδαν ότι κάποιος ενδιαφερόταν για τη Μαρία…

Εγώ αισθάνθηκα ότι εκείνο το πλάσμα, με το δικό του, μοναδικό τρόπο αισθάνθηκε αγάπη και έδωσε αγάπη μόνο και μόνο γιατί κάποιος του χαμογέλασε και το τάισε μερικές φορές… Τόσο εύκολο αλλά και τόσο επώδυνο.

Όπου και να είσαι, να ξέρεις Μαρία ότι ακόμα δεν σε ξεχάσαμε… είμαι σίγουρη ότι θυμάσαι και εσύ…