Monday, October 02, 2006

Στη χώρα της Καρδιάς...

Στη Χώρα του Παραμυθιού, δυο αδερφάκια έπαιζαν χαρούμενα.

Το μεγαλύτερο, που τον ονόμασαν Καρδιά, ήταν ζωηρό, χαρούμενο, γεμάτο ζωή. Πείραζε τα υπόλοιπα παιδάκια, χαμογελούσε και πίστευε ότι η ζωή ήταν γεμάτη γέλιο και χαρά. Χάριζε απλόχερα τα παιχνίδια του, έπαιζε όλη μέρα με μια μπάλα, έτρωγε και κοιμόταν χαρούμενο και ευχαριστημένο, ακόμα και όταν έπεφτε, έκλαιγε με την καρδιά του… Έτσι ήταν φτιαγμένο.

Το μικρότερο, που ενώ ήθελαν οι γονείς του να τον βαφτίσουν Ευαισθησία, εκείνο τους έπεισε να τον βγάλουν Αναισθησία, γεννήθηκε πιστεύοντας ότι το αδικούν. Ήταν μικρόσωμο και λιγότερο χαρούμενο από το μεγάλο. Έκρυβε τα παιχνίδια του, για να μην παίξει ο μεγάλος και του τα σπάσει, αφού ήταν λίγο αδέξιος. Δεν έκλαιγε ποτέ και δεν έλεγε ποτέ τα παράπονά του. Τα έκρυβε όλα στη δεξιά μεριά του στήθους του, ενώ εκεί που χτυπούσε κάτι σαν ρολόι, άδειαζε όλο ένα και περισσότερο.

Και τα δυο αδέρφια μεγάλωναν… Η Καρδιά ψήλωνε, μεγάλωνε, ομόρφαινε, γινόταν γενναιόδωρο παιδί, γεμάτο περηφάνια και αγάπη για τους γονείς, τους φίλους και τους αγαπημένους του. Η Αναισθησία, προσπαθούσε να ψηλώσει, αλλά δεν γινόταν τίποτα… Το κέντρο που βρισκόταν η ψυχή του είχε αδειάσει και στη θέση του, αντί για ζωοδότη ήλιο που είχε η Καρδιά, η Αναισθησία είχε ένα μαύρο κοράκι… Και όσο δεν ψήλωνε, τόσο άρχισε να ζηλεύει την Καρδιά, να θεωρεί ότι αν δεν ήταν εκείνη η χαζοχαρούμενη, εκείνος θα έκανε κουμάντο σε όλους και σε όλα, γιατί αυτός είχε το μυαλό…

Μεγάλωσαν και άλλο… Και η Αναισθησία συνέχισε να χτυπάει την Καρδιά… κάθε μέρα έβρισκε νέους τρόπους, τη μια με κουβέντες, την άλλη με επίθεση, την άλλη με προσβολές. Αλλά η Καρδιά άντεχε και δεν μιλούσε. Και όσο περνούσε ο καιρός τόσο η Αναισθησία χτυπούσε λυσσαλέα, με περισσότερη σφοδρότητα και ζήλια.

Και τότε, μια μέρα που η Αναισθησία έφτασε στο σημείο να χτυπήσει με ένα ξίφος τον αδερφό της, η Καρδιά δεν άντεξε άλλο και του είπε «Να ξέρεις ότι σε πονάω. Βλέπω ότι υποφέρεις τόσα χρόνια και θα υποφέρεις όσο ζεις. Νομίζεις ότι με το να με χτυπάς και να με εκμεταλλεύεσαι έχεις δύναμη; Ποτέ σου δεν πρόκειται να είσαι ευχαριστημένος, θα θέλεις συνεχώς περισσότερα και πάλι, δεν θα σου φτάνουν. Είτε υλικά αγαθά, είτε ανθρώπους, δεν χορταίνεις! Δεν είμαι αφελής, απλά σέβομαι. Δεν είμαι ανόητος που δεν μιλάω, απλά περιμένω τη στιγμή να δω ως που θα φτάσεις… Εγώ πλέον σε αφήνω… Απλά πάω στους όμοιούς μου γιατί δεν σε αντέχω άλλο. Σε αφήνω μόνη, για να καταλάβεις, αν και αμφιβάλω, πόσο εγωιστικά έχεις φερθεί σε όσους σε αγαπάνε και σε όσους σε πλησιάζουν στη ζωή σου.»

Συνήθως το παραμύθι στην αληθινή ζωή, τελειώνει με την Αναισθησία να φέρνει καίριο χτύπημα στα συναισθήματα της Καρδιάς… με άγνωστο, σκοτεινό τέλος.