Thursday, October 12, 2006

Το Κόκκινο Μαντήλι

Το περπάτημα ήταν δύσκολο. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα έπαιρνε τόσο χρόνο να ανέβει αυτό το μικρό λόφο.

Είχε βάλει στοίχημα με τον μεγάλο του αδερφό, που πάντα τον έλεγε ‘μαμάκια’. Να φτάσει την κορυφή του λόφου πριν σκοτεινιάσει. Κρυφά, χωρίς να το ξέρει κανείς από το σπίτι. Αν το μάθαινε η μαμά, θα τους έκλεινε τιμωρία στο σκοτεινό δωμάτιο.

Έτσι ξεκίνησε. Αλλά τα πέδιλα με το κρεπ από κάτω και το σορτσάκι δεν ήταν η καλύτερη ένδυση για την ανάβαση. Σκόνταφτε πάνω σε βράχια, μπήκε μέσα στο δεξί του δάχτυλο ένα αγκάθι (που ούρλιαξε από πόνο βγάζοντάς το), και η νύχτα άρχισε να ακολουθεί τα βήματά του. Κοίταξε γύρω του. Ησυχία… Ήταν σαν να τον παρακολουθούσε κάποιος. Σαν κάποιος να ερχόταν πίσω στην πλάτη του. Αερικά και λάμιες, όπως έλεγαν οι παλιοί στο χωριό του. Ανατρίχιασε σαν λύκος, έσφιξε τα δόντια του και τις γροθιές του. Αλλά συνέχισε… Έπρεπε να κουνήσει το κόκκινο, αρωματισμένο μαντήλι που είχε κλέψει από το συρτάρι της μητέρας του, πριν νυχτώσει. Και συνέχισε.

Η κορυφή ήταν πλέον μπροστά του. Δεν τον ενδιέφερε η τιμωρία, το μάλωμα, η επιστροφή, το κατέβασμα. Άφησε πίσω του φόβους, ανασφάλειες, εκείνο το σφίξιμο στο στήθος και εκείνο το μούδιασμα στα πόδια και προχώρησε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα μόνο στην κορυφή.

Χωρίς να το καταλάβει, ήταν ήδη εκεί! Εκείνη την ώρα ο ήλιος άφηνε την δυνατότερη εικόνα του στους θνητούς. Ο ουρανός είχε πάρει ένα πορφυρό χρώμα, σαν να είχε γεμίσει ο ουρανός με λάβα. Και ανέβηκε ο πιτσιρικάς, με καμάρι και χαρά, ξεχνώντας την κούραση και τα λαβωμένα του χέρια και πόδια, ξεχνώντας το φόβο και την αγωνία του… Κούνησε το μαντήλι με δύναμη. Τα είχε καταφέρει. Είχε νικήσει τους φόβους του.