Monday, October 09, 2006

Έτσι Έπρεπε να Γίνει - Κεφάλαιο 1ο, 'Αλλαγές' (πρώτη φορά δημοσιευμένο)

ΑΛΛΑΓΕΣ - Είναι ένα απόσπασμα από το πρώτο μου βιβλίο, ξεκινημένο πριν από δεκατέσσερα χρόνια, με όλα τα ελλατώματα και τα προβλήματα αλλά και τις προσδοκίες, που φορτώνουμε στο πρώτο μας παιδί, τα άφησα έτσι, με όλη την αγάπη που έχω στη γραφή -

Δεκέμβρης μήνας. Το ρολόι του αυτοκινήτου δείχνει επτά και σαράντα το απόγευμα και η Νιόβη βρίσκεται μέσα σε ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα, μέσα στον πανικό της Λεωφόρου Κηφισίας. Βροχή, κορναρίσματα, μηχανάκια προσπαθούν να ξεκολλήσουν από την κίνηση, οδηγώντας ανάμεσα σε αυτοκίνητα, καβαλώντας πεζοδρόμια.

Ο δρόμος της επιστροφής έδειχνε ατελείωτος.Η Τέλεια παράνοια της μεγαλούπολης. Και η Νιόβη «τα είχε πάρει στο κρανίο» με όλα αυτά.

Πάλι θα αργήσω στο γυμναστήριο, μονολόγησε κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Και ευτυχώς, πρώτη φορά για σήμερα, χαμογέλασε. Ένας μικρούλης επιβάτης στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της μαμάς του της έστελνε φιλιά και τη χαιρετούσε με τα μικροσκοπικά του χεράκια. Τα καστανά του μάτια την κοιτούσαν γελαστά. Του έστειλε και εκείνη. H μαμά του μικρού την κοίταξε απορημένα.Η Νιόβη, σαν να την χτύπησε ρεύμα, κοίταξε και πάλι μπροστά της.

«Τι απίστευτο θαύμα είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Τέρατα και Άγγελοι…». Μονολόγησε, σκεπτόμενη το άγριο σκηνικό της κίνησης, και τον στιγμιαίο παράδεισο του χαμόγελου ενός μικρού παιδιού.

Ο αγριεμένος ταξιτζής πίσω της την επανάφερε στην τάξη της παράνοιας κορνάροντας, καθώς, επιτέλους, άρχισαν τα αυτοκίνητα να ξανασέρνονται. Μπήκε στο σπίτι φουριόζα και πέταξε τσάντα, γάντια και παλτό πάνω στη βελούδινη μπλε πολυθρόνα, και αποφάσισε ότι το γυμναστήριο δεν ήταν η καλύτερη δυνατή ιδέα μετά από δώδεκα ώρες μέσα στον πανικό. Αφού έκανε ένα καυτό ντους και ζέστανε το φαγητό που είχε φτιάξει από την προηγούμενη, κάθισε να φάει. Πριν προλάβει να τελειώσει την πρώτη μπουκιά, το τηλέφωνο χτύπησε.

Ήταν ο Στέφανος. «Καλώς τον Στέφανο. Πώς είσαι; Πώς τα πέρασες σήμερα;» “Έλα Νιόβη, τι έγινε; Ήρθες; Θα πάμε τελικά στα εγκαίνια του Γιώργου; Δεν θυμάσαι που σου είχα πει ότι ανοίγει σήμερα κατάστημα ανδρικών ρούχων και εμείς πρέπει οπωσδήποτε να πάμε.” Της τα είπε όλα αυτά χωρίς να πάρει ανάσα, φοβούμενος μήπως τυχόν και αρνηθεί. Eκείνη, δυστυχώς, αντέδρασε προβλεπόμενα. “Όχι Στέφανε, βαριέμαι αφάνταστα, είμαι φρικτά κουρασμένη. Γιατί δεν πας εσύ; Πήγαινε εσύ καλύτερα.” Του είπε με έναν τόνο απάθειας. “Καλά, πάλι τα ίδια θα έχουμε; Τι συμπεριφορά είναι αυτή απέναντί μου; Γιατί απορρίπτεις όλες τις προτάσεις μου; Ωραία συνεννόηση έχουμε εμείς οι δυο. Ωραίο ζευγάρι είμαστε!” Της είπε σχεδόν οργισμένος ο Στέφανος. Προφανώς είχε δει αυτή την κατάληξη του διαλόγου τους επανειλημμένως. Τώρα τελευταία συνεχώς του δημιουργούσε προβλήματα. Τίποτα δεν της άρεσε και συνεχώς αντιδρούσε σε κάθε τι που της έλεγε.

“Στέφανε, άκου δεν συμβαίνει τίποτα, απλώς έχω μια παρουσίαση αύριο το πρωί και θα πρέπει να είμαι προετοιμασμένη! Στέφανε, σε παρακαλώ δεν έχω καμμία διάθεση για σκηνές και ειδικά από το τηλέφωνο.” Του απάντησε με έντονη φωνή για να τελειώνει με τις ψεύτικες δικαιολογίες. Κλείνοντας το τηλέφωνο την έπιασε ξαφνικά κατάθλιψη. Όχι, δεν ήταν η κατάπτωση μετά από μια ημέρα ασταμάτητης δουλειάς. Το αισθανόταν η Νιόβη ότι ήταν κάτι βαθύτερο και έντονο. Εδώ και λίγο καιρό είχε βουλιάξει σε μια ανείπωτη μελαγχολία. Της άρεσε να περπατάει για ώρα χωρίς σκοπό. Εκείνα τα απογεύματα της μοναξιάς της, περπατούσε χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Μόνη και χαμένη ανάμεσα σε βιαστικούς περαστικούς, παρατηρούσε φευγαλέα τα αυτοκίνητα, τους τοίχους του μετρό, τα κτίρια, τις χάρτινες αφίσες, για μια στιγμή και μετά χανόταν μέσα σε ταξίδια του νου, που δεν θυμόταν μετά. Όλα κυλούσαν σαν βουβή ασπρόμαυρη ταινία. Βούλιαζε μέσα στις ατελείωτες σκέψεις της. Και χανόταν μέσα σε μουσικές και μελωδίες που ποτέ δεν σταματούσαν μέσα στο μυαλό της.

Παραμονές Χριστουγέννων. Φέτος τα Χριστούγεννα της άρεσαν αυτοί οι μοναχικοί περίπατοι. Ο Στέφανος, λόγω δουλειάς, δεν μπορούσε να την ακολουθήσει, όλοι οι αγαπημένοι της είχαν τους δικούς τους ρυθμούς, τις δικές τους υποχρεώσεις, τη δική τους ζωή. Κατά βάθος δεν ήθελε κανέναν δίπλα της. Έτσι, κυκλοφορούσε μόνη μέσα στο πολύβουο πλήθος. Όλοι σπρώχνονταν για να προλάβουν να αγοράσουν δώρα, ρούχα, περιττά όμορφα στολίδια, βιάζονταν να αγοράσουν νέα ρούχα, παπούτσια, να δουν, να χαζέψουν την πολύφωτη, πολύχρωμη διακόσμηση και τη χαρούμενη διάθεση του κέντρου της μητρόπολης.

Εκείνος ο οργασμός ανθρώπων, αντικειμένων, λαμπιονιών, της έμοιαζε/θύμιζε, σχεδόν, μια αρχαία παγανιστική γιορτή. Πλήθος κόσμου, δικαιολογώντας την κανιβαλιστική, αγοραστική του μανία, λόγω Χριστουγέννων, αγόραζε ασυνάρτητα σαν να ήθελε να κατακτήσει την στιγμιαία ευτυχία. Έτσι, τουλάχιστον, της φαινόταν. Εκείνη και φέτος δεν μπορούσε να αισθανθεί αυτή την ατμόσφαιρα. Της αρκούσε να περπατάει αργά και να κοιτάζει τα χιλιάδες λαμπάκια που ομόρφαιναν τις νύχτες την βρώμικη και λεηλατημένη Αθήνα. Ήταν σαν να έκλεβε στιγμές ξεγνοιασιάς και απόλυτης γαλήνης.

Στιγμές χείμαιρας.

Τέτοιες ώρες, ενώ περπατούσε ανάμεσα στις σκέψεις και στην πραγματικότητα, παραμονές των γιορτών, την έπιανε νοσταλγία. Προσπαθούσε να θυμηθεί τις παιδικές της μυρωδιές. Το φρέσκο βούτυρο, το καβουρδισμένο αμύγδαλο, τα σπιτικά γλυκίσματα, το άρωμα του έλατου, της βανίλιας, το στόλισμα με τις κόκκινες διάφανες μπάλες με τις πράσινες κορδέλες… Τη μυρωδιά της μαμάς. Πόσο της έλειπαν όλα αυτά… Τις έλειπαν οι παιδικές αναμονές. Τα κάλαντα, ο ερχομός του Άγιου Βασίλη, ο φόβος των Καλικάτζαρων, η ανυπομονησία της νηστείας για όλα τα αμαρτωλά γλυκά που φάνταζαν πιο φανταχτερά, τα μπορντό βελούδινα φορέματα με τους λευκούς δαντελένιους γιακάδες που της αγόραζε η μαμά, όλα αυτά ήταν κάποτε τα Χριστούγεννα για τη Νιόβη.

Θυμάται, κάθε τέτοια εποχή που έφευγαν από την Αθήνα. Πήγαιναν στο ξενοδοχείο στη κορφή του βουνού, κάπου στην ορεινή Κορινθία. Με πόση ανυπομονησία περίμενε να προχωρήσει το καημένο αυτοκίνητο μέχρι εκεί. Αφού τακτοποιούσαν τα πράγματά τους και άναβαν οι γονείς το τζάκι, έβγαιναν έξω να παίξουν με την αδελφή της. Έμεναν εκεί, για ώρες ολόκληρες και αφήνονταν ξένοιαστες και χαρούμενες. Έπαιζαν χιονοπόλεμο - στις παιδικές της αναμνήσεις χιόνιζε το Δεκέμβρη-. Θυμάται τα μάτια της να λάμπουν τα μάγουλά της να καίνε από ευχαρίστηση και από το κρύο. Και γύρω τους, η χιονισμένη φύση να βουλιάζει τις παιδικές τους φωνές μέσα στην τελειότητα του τοπίου.

Θυμόταν να αφήνει το κορμί της να πέφτει πάνω στο χιόνι. Πόσο υπέροχη αίσθηση είχε αυτό το λύσιμο του κορμιού της. Θυμάται ακόμα τα αστεία του μπαμπά και της μαμάς, την αγκαλιά τους. Τις φωτογραφίες που τους έβγαζαν με τα βελούδινα φορέματά τους, παραμονές Πρωτοχρονιάς. Τέτοιες μέρες παλιά, πολύ παλιά, ήταν ευτυχισμένη. Τα θυμόταν - ή τα είχε πλάσει άραγε? - όλα γλυκά και ανώδυνα.

Και τώρα;

Πνιγόταν από τους αβάσταχτους ρυθμούς της ζωής που έπρεπε να ακολουθήσει μέσα στο τρελοκομείο που βρισκόταν η ζωή της. Κοιμόταν, δούλευε, έτρωγε, όταν μπορούσε, έβγαινε προσποιούμενη ότι διασκεδάζει αφάνταστα και προσπαθούσε να ελέγξει τις αψυχολόγητες και αβασάνιστες αντιδράσεις των ανθρώπων που βρίσκονταν κοντά της: Του Στέφανου, της θείας της, του κυρίου Γεωργίου στη δουλειά, του μπαμπά, όλων. Και προσπαθούσε συνεχώς να είναι καλά, άλλες φορές σκοντάφτοντας και άλλες μπουσουλώντας.