Η ηλιαχτίδα…
Καθόμουν αμέριμνη και έγραφα το νέο μου μυθιστόρημα… Και τότε έλαμψαν τα χέρια μου. Φωτίστηκαν. Ξαφνιάστηκα. Καθώς γράφω αρκετά γρήγορα, εκείνη ακολουθούσε το ρυθμό των δακτύλων μου με την ίδια ταχύτητα, προκαλώντας σκιές πίσω από τα δάκτυλά μου ιδιαίτερα κομψές. Έμοιαζε σαν χορός από μικρές νεράιδες γύρω από το μικρό μου γραφείο. Μετά εκείνη η παιχνιδιάρα αχτίδα με έκανε να σηκώσω τα μάτια μου στον ουρανό… και να βγάλω τα γιαλιά μου.
Έμεινα συγκλονισμένη από το θέαμα του παραθύρου μου. Μια τεράστια ανοιχτή πύλη γεμάτη φως, χρυσό, λευκό τόσο ιδιαίτερο τόσο μαγευτικό για τα θνητά μου μάτια. Ξανά-τόλμησα να κοιτάξω τον ουρανό. Μου χαμογέλασε και συνέχισε να μου στέλνει την ίδια τσαχπίνα και ναζιάρα αχτίδα… Μετά με χάιδεψε στο πρόσωπο, χρύσισαν τα μάτια μου από το φως που πλέον είχε λούσει ολόκληρη την φιγούρα μου… Ένιωσα πλήρης και γεμάτη ενέργεια. Σαν σε κρυφή μυσταγωγία που μόνο εγώ και ο Θεός είμασταν κοινωνοί… για στιγμές τόσο πολύτιμες και τόσο δυνατές. Το πολύτιμο χειμωνιάτικο φως αναδιπλώθηκε, μαζεύτηκε γρήγορα-γρήγορα, αφού μια μπόρα ετοίμαζε τις δυνάμεις της στο βάθος του ορίζοντα… Τα χρώματα απλώθηκαν, έλιωσε το ένα μέσα στο άλλο. Το φως, αδύναμο, με ξανακοίταξε για τελευταία φορά και υποσχέθηκε να ξαναέρθει, περίπου την ίδια ώρα, αν ήμουν και εγώ εκεί… μπροστά από το κομπιούτερ και το πληκτρολόγιο. Περιμένω και πάλι την παιχνιδιάρα αχτίδα!
<< Home