Sunday, November 12, 2006

Βιβλία παντού...

Ήταν σχεδόν μεσημέρι… Το μισάνοιχτο παραθυράκι του τεράστιου δωματίου κινήθηκε απαλά. Ο αέρας της Βενετίας σήμερα τουλάχιστον, ήταν ασυνήθιστα φρέσκος. Ο αέρας έφερνε τις φωνές και τη βοή από την κεντρική πλατεία του Αγίου Μάρκου… Έτος 1563. Γενάρης μήνας… Το βράδυ είχε πέσει χιόνι και είχε τόσο κρύο που τα ακροδάχτυλά του τα ζέσταινε σε ένα κερί για να μπορεί να γυρνά μία-μία τις σελίδες. Το τζάκι είχε σβήσει εδώ και ώρες. Η βαριά χρυσό-κεντημένη ρόμπα του είχε σταματήσει να τον ζεσταίνει ώρα τώρα.

Ο Οράτιος όμως δεν νοιαζόταν. Γύρω στα σαράντα, βαθύτατα θεοσεβούμενος αλλά με ερευνητικό πνεύμα, ήταν όλη τη νύχτα γοητευμένος, για ακόμη μια φορά, από ένα βιβλίο του Επίκτητου (50-120 μΧ) τον σοφό αυτό Έλληνα που είπε για τον Θεό και τον άνθρωπο αυτό που όλοι οι άλλοι δεν σκέφτηκαν ή δεν τόλμησαν να σκεφτούν… Έγραψε ότι ο άνθρωπος είναι συγγενής του θεού και ότι έχει μέσα του κάτι από τον ίδιο τον Θεό! («Συ (άνθρωπε) απόσπασμα ει Θεού× έχεις τι εν σεαυτώ μέρος Εκείνου. Τι ουν αγνοείς σου την συγγένειαν;» (Επίκτητου, Διατριβαί, 2,9,12).

Ικανοποιημένος και χορτασμένος από τη γνώση, ακούμπησε ένα λεπτό, στολισμένο με ημιπολύτιμους λίθους μαχαίρι στη σελίδα που διάβαζε, έβγαλε και τα ιδιαίτερα λεπτά γυαλιά που διευκόλυναν την ανάγνωση και κοίταξε προς το ταβάνι, τις τοιχογραφίες του παλάτσο. Και μετά κοίταξε γύρω του… Βιβλία παντού… Σκονισμένα, παλαιωμένα, δερματόδετα. Σε μια κρύπτη, πίσω από μια βιβλιοθήκη, είχε τις ιδιαίτερα σπάνιες εκδόσεις (και κάποιους πάπυρους με γραπτά αρχαίων συγγραφέων που είχαν σωθεί από Άραβες λόγιους).

Δεν περίμενε κανένα πελάτη για σήμερα. Συνήθως έρχονταν από το Βατικανό ή κάποιοι λάτρεις και προστάτες των τεχνών που αγόραζαν τα πολύτιμα βιβλία του. Αυτή η εμπορική δραστηριότητα πήγαινε από πατέρα σε γιο. Και αυτό δεν το σκεφτόταν ο Οράτιος… την κληρονομιά. Την διαδοχή. Δεν άντεχε… Αφού ποτέ του δεν είχε αφήσει τον εαυτό του να δεθεί με τίποτα άλλο παρά με τα βιβλία του. Εκεί έβρισκε παρηγοριά και ελπίδα. Που όμως δεν μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν μια κρύα νύχτα, να τον φιλήσουν, να τον αγγίξουν, να τον κάνουν να αισθανθεί άνθρωπος… Με δανεικά αισθήματα ζούσε και δεν τολμούσε να ζήσει έξω από το χώρο της βιβλιοθήκης του. Εκεί αισθανόταν προστατευμένος. Εκεί ήταν ο κόσμος του… αφού είχε διώξει με ιδιαίτερη επιμέλεια την Ισαβέλλα που τον αγαπούσε και ήθελε να είναι δίπλα του. Εκείνο το απόγευμα στον κήπο της οικογένειάς της. Αρνήθηκε το κόκκινο τριαντάφυλλο που του έδωσε.