Wednesday, November 15, 2006

Ο Αντί-Βασιλιάς

Από μακριά διέκρινα τη φιγούρα του. Ήταν ψηλός και ιδιαίτερα αδύνατος. Κούτσαινε και κρατούσε και μπαστούνι. Τα ρούχα του, τουλάχιστον τέσσερα μεγέθη μεγαλύτερα και βρώμικα και σχισμένα. Το ίδιο και τα παπούτσια του που, από ότι φαινόταν, έχασκαν, ανοιχτά σαν στόμα ενός σαρκοφάγου φυτού.

Το αυτοκίνητο πλησίασε. Η κίνηση του φαναριού με ανάγκαζε να προχωράω με ρυθμό χελώνας και να αναπολώ την εποχή που ζούσα στο κέντρο και όλα ήταν δίπλα μου σε απόσταση ‘περιπάτου’… Δεν μου έμενε τίποτα άλλο, παρά να παρατηρώ, δίπλα στο ξεμαλλιασμένο παρκάκι που είχε γκαζόν τούφες-τούφες, τον άνδρα. Κούτσαινε, και πλησίαζε το κάθε αυτοκίνητο με απίστευτο πόνο και απίστευτη ανάγκη ζωγραφισμένες στην έκφρασή του. Έντονες ρυτίδες, που έμοιαζαν να γίνονται με προσπάθεια, χαράσσονταν πάνω στο πρόσωπό του και είχε ένα μουστάκι που έμοιαζε παράταιρο με την νεαρή ηλικία του. Καθόταν πάνω από το κεφάλι του κάθε οδηγού που ‘επισκέπτονταν’ και τους ζάλιζε με τη μουρμούρα του. Όταν κάποιος, που τον λυπόταν, που τον βαρέθηκε, που τον σιχάθηκε του έδινε χρήματα, το πρόσωπό του άλλαζε. Φωτιζόταν, άσχετα αν το έκρυβε πίσω από το θλιμμένο και ζαρωμένο από τη ζητιανιά πρόσωπο.

Τα αυτοκίνητα σέρνονταν, αφού, Παρασκευή βράδυ, όλοι είχαν βγει έξω να ψωνίσουν, να ξεδώσουν, να πιούν καφέ, να βγουν ραντεβού. Και εγώ στο τιμόνι μου να περιμένω τη σειρά μου. Όχι για να φύγω, αλλά για να με πλησιάσει ο ζητιάνος. Δεν το γλιτώνεις αυτό, μόνο αν είσαι αγριωπός ή τσακωμένος… Και το μυρίζεται αυτό ο ψυχολόγος του δρόμου. Αφού είδε το αυτοκίνητό μου, με ‘έκοψε’ σαν φάτσα, με ψυχολόγησε, για να δει αν θα του δώσω λεφτά, κατάλαβε ότι ήμουν ήρεμη και δεκτική. Ήρθε κοντά μου, παρά τα βρώμικα ρούχα, ήταν καθαρός. Τον κοίταξα ευθεία στα μάτια, δεν κοίταξα μπροστά, όπως έκαναν οι άλλοι ή όπως έκανα και εγώ στο παρελθόν, σε άλλους. Τα μάτια του ήταν λαμπερά, πετούσαν φωτιά συγκεκριμένα. Του έδωσα ένα κέρμα και εκείνος μου ακούμπησε τη μπλούζα στο μπράτσο.

Γιατί; Ίσως γιατί τον είχα καταλάβει. Τον είχα ξεγυμνώσει από τα ‘φτιασίδια’ του. Είδα ότι πίσω από το μπαστούνι, το μουστάκι και τη μιζέρια, κρυβόταν ένας εξαιρετικός ηθοποιός της ζωής. Που δεν είχε πρόβλημα υγείας. Που τον ανάγκασε να σκύβει, να παρακαλάει, να στραβώνει τα πόδια του και να υποκρίνεται για να ζήσει. Γιατί; Γιατί ίσως αυτό έμαθε από τότε που γεννήθηκε. Την τέχνη της ζητιανιάς… Γιατί αυτό του είπαν ότι έπρεπε να κάνει για να φάει ή για να ζεσταθεί, έστω και για λίγες ώρες. Γιατί κανείς δεν τον μάζεψε από το δρόμο, όσο ήταν καιρός, ώστε να του μάθει και άλλη δουλειά. Να του δώσει μια ευκαιρία…

Ζητιανιά… Λέξη τόσο τρομακτική για εμάς που είμαστε ‘προστατευμένοι’ μέσα στα τζάμια των αυτοκινήτων μας όταν κάποιος Ινδός ή Πακιστανός μετανάστης θέλουν με το ζόρι να μας καθαρίσουν τα τζάμια. Όταν κάποιος άλλος μετανάστης από χώρα της Ανατολικής Ευρώπης ανοίγει το πουκάμισό του να μας δείξει ότι έκανε εγχείρηση μπάι-πας μέσα στο κρύο, ενώ πολλοί άνθρωποι που ξέρουμε, δουλεύουν και παλεύουν να βγάλουν το ψωμί τους αλλιώς…

Επιτέλους, το φανάρι έγινε πράσινο και είδα τον ζητιάνο, με ύφος αρχηγού, να σηκώνει για ένα δευτερόλεπτο το μπαστούνι του και να κάνει νόημα στα άλλα φανάρια όπου στέκονταν άλλοι, όμοιοι. Παιδιά άλλου Θεού, άλλης ζωής, άλλης προσέγγισης. Τελείωνε και το δικό τους μεροκάματο του τρόμου και θα έπρεπε να πάρει λίγα από τα κέρδη τους. Και εγώ μέσα στο αυτοκίνητό μου, κλειδωμένη, θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι, που πάνε οι άνθρωποι αυτοί όταν νυχτώσει, σε τί σπίτια, πού; Ζούνε κανονικά; Έχει ποτέ κανείς ασχοληθεί με αυτούς τους απόκληρους της κοινωνίας;

Ως αύριο, που ίσως συναντήσω σε κανένα άλλο φανάρι τον ίδιο ζητιάνο να ζητιανεύει τύψεις και συναισθήματα. Να πουλάει προκλητικά πόνο και απέχθεια… Και ικανοποίηση για μας τους ‘κανονικούς’ ότι έχουμε γλιτώσει αυτόν τον τρόπο ζωής, τουλάχιστον για σήμερα.