Monday, November 27, 2006

Και Ένα Όνειρο...

Ήταν μια ζεστή καλοκαιρινή ημέρα. Ο μικρός Γιάννης μόλις είχε φύγει από το σπίτι και είχε φτάσει στην παραλία. Περίμενε με αγωνία να έρθει και η μητέρα του με τη μικρότερη αδελφή του, αφού μόνος του δεν είχε το κουράγιο να μπει μέσα στη θάλασσα και να κολυμπήσει. Έβγαλε τα γυαλιά μυωπίας και περίμενε. Είχε βγάλει από ώρα και τη μπλούζα του. Άφησε το βιβλίο με τα παραμύθια του Άντερσεν στο πλάι. Και σηκώθηκε όρθιος. Αλλά δεν έρχονταν κανείς από το στενό δρομάκι του σπιτιού του και εκείνος αδημονούσε.

Βαρέθηκε τόσο, ώσπου δεν άντεξε άλλο. Βούτηξε στη θάλασσα, αν και είχε λίγο κύμα, χωρίς τα μπρατσάκια που του έδιναν σιγουριά. Και χωρίς τη μαμά του να τον επιτηρεί. Το δροσερό νερό ήταν ιδιαίτερα κρύο πάνω στις ζεσταμένες πλάτες του, αλλά τον ανακούφισε από τις άγριες ακτίνες του ήλιου. Και ένα κύμα τον σκέπασε και ένα ακόμα. Πανικός! Νόμισε ότι θα πνιγεί. Και μετά από λίγο, άκουσε ένα θόρυβο. Τρόμαξε, αφού δεν ήταν ούτε μεγάλος, αλλά ούτε και ιδιαίτερα γενναίος! Κότα αν έβλεπε, έτρεχε πίσω από τη μαμά του.

Είχε κουραστεί να κολυμπάει και τώρα αυτοί οι θόρυβοι τί να ήταν; Έστρεψε το βλέμμα του. Ένα τεράστιο κήτος ήταν δίπλα του και τον πλησίασε στα είκοσι εκατοστά. Και ενώ ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει, αυτόματα χαλάρωσε. Και ο Γιάννης χαμογέλασε και σαν να μίλησε στην ψυχή του. Ένα δελφίνι ήταν. Ένα πανέμορφο ζώο, με αεροδυναμικές καμπύλες και τα πιο καλοσυνάτα μάτια που είχε δει ποτέ σε ζωντανό πλάσμα. Που ένιωσε τον πανικό του μικρού ανθρώπου και έσκυψε να τον σώσει. Σαν να διάβαζε τις σκέψεις του μικρού και ο Γιάννης του δελφινιού. Η θαλασσοταραχή είχε κοπάσει και εκείνο ξεκίνησε ένα ξέφρενο χορό γύρω του. Βούτηξε, τόλμησε να βουτήξει και ο Γιάννης. Χωρίς φόβο. Μπήκε στο νερό και είδε δύο, τρία δελφίνια να παίζουν, να χορεύουν, να μιλάνε μέσα στον πολύχρωμο, μαγικό βυθό. Να παίζουν με ένα ντροπαλό χταπόδι, να παίζουν σαν ανέμελα παιδιά, όπως έπαιζε εκείνος με τους λίγους φίλους του.

Αναδύθηκε από το νερό. Ήταν ήδη μακριά από την ακτή. Και άκουσε να τον καλούν. Ήταν η μητέρα του. Κουνούσε χέρια και πόδια η καημένη, μόλις τον διέκρινε, αφού ήξερε ότι ο γιος της ήταν δειλός και ήταν σίγουρη ότι θα πνιγόταν μόνος του εκεί μέσα. Αλλά ο Γιάννης είχε παρέα. Που τον οδήγησε μέχρι την ακτή. Σιγά-σιγά, σαν να τον σπρώχνανε τα κύματα, αυτοί οι άγγελοι της θάλασσας, τον οδήγησαν στην ακτή. Τα είδε να ξεμακραίνουν, ενώ έκαναν ξένοιαστες βουτιές στα χρυσά νερά της δροσερής, απέραντης θάλασσας. Τελευταίο τον αποχαιρέτησε ο φίλος του, το δελφίνι που τον είχε βρει… Αισθάνθηκε ότι η καρδιά του είχε γεμίσει, η ψυχή του είχε αισθανθεί απέραντη αγάπη και μελαγχολία που έφευγαν.