Friday, November 24, 2006

Η Σκιαδενή της Νύχτας…

Το σπίτι ήταν πάντα σκοτεινό τον τελευταίο καιρό, δηλαδή τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια, από τότε που είχε πεθάνει η μητέρα. Και κρύο. Η Σκιαδενή σκεπάστηκε στα υγρά και παλιά σκεπάσματα. Μόλις είχε φάει μια παλιά κονσέρβα και έπεσε πίσω… στο σκουριασμένο κρεβάτι με το βρώμικο στρώμα. Έξω, τα φώτα της πόλης μόλις είχαν ανάψει. Και τότε άνοιξε τα παραθυρόφυλλα. Δεν άντεχε το φως, τον ήλιο.

Την κούραζε η κίνηση στο δρόμο, τα προβληματισμένα πρόσωπα, οι στενάχωροι άνθρωποι. Δεν άντεχε κανένα τους να βλέπει. Ούτε παιδιά, ούτε χαρούμενα πρόσωπα, ούτε πράσινα φύλλα και λουλούδια… Μόνο η μυρωδιά της γαρδένιας τη νύχτα της άρεσε... Όλα την ενοχλούσαν. Ήθελε να είναι κλεισμένη μέσα, κρυμμένη στο δωμάτιο του σπιτιού της. Πήγαινε από δωμάτιο σε δωμάτιο, καθαρίζοντας ελάχιστα, ίσα για να μην προκαλεί αναθυμιάσεις στους διπλανούς της κάθε μήνα που πήγαινε να πάρει τη σύνταξη της μητέρας της. Το βασανιστήριο της ζωής της… Έπρεπε να φορέσει κανονικά ρούχα, μαύρα γυαλιά και καπέλο για να βγει έξω. Χωρίς ήλιο η επιδερμίδα της είχε γίνει εντελώς διάφανη και ιδιαίτερα ευαίσθητη.

Γιατί ήταν έτσι; Σκοτεινά διαφορετική; Κανείς δεν ήξερε. Και όσοι την ήξεραν είχαν όλοι φύγει τρέχοντας μακριά της. Δεν είχε κανέναν σε αυτό το καφέ, από την αχρηστία, σπίτι με τους ψηλούς τοίχους-φράχτες και τις τέσσερις γάτες. Εκείνης της άρεσε να περπατάει μέσα στη νύχτα, φορώντας μαύρα ρούχα και γυαλιά τρομάζοντας τους περαστικούς που έσφιγγαν τα ρούχα τους ασυναίσθητα όταν αισθάνονταν την παρουσία της, που ανατρίχιαζαν βλέποντας την ψιλόλιγνη κοπέλα με τα μπερδεμένα μαλλιά. Έμοιαζε τρελή. Αλλά δεν ήταν. Γιατί είχε μια απέραντη ηρεμία όταν νύχτωνε… Ένιωθε ότι προστατευόταν. Ότι έκρυβε τον φόβο της για τη ζωή με τον καλύτερο τρόπο… Ένιωθε ότι ήταν φάντασμα. Ίσως και να ήταν.