Η Πηγή...
Ο Γιάννης μόλις είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του. Δεν άντεξε να κοροϊδεύει άλλο τον εαυτό του. Όλοι ήξεραν ότι θα τον κατηγορούσαν ότι ήταν ευθυνόφοβος, ότι άφηνε τη γυναίκα του και το μωρό παιδί του χωρίς οικονομική ασφάλεια, ότι ρίσκαρε τη ζωή του και τις ανέσεις που είχε μάθει εκείνος και οι αγαπημένοι του, αλλά δεν άντεξε. Η υποκρισία, τα σκοτεινά έγγραφα, οι περίεργες υποθέσεις, συνεχώς αυξάνονταν και η εμπλοκή του από ένα σημείο και μετά έμοιαζε αναπόφευκτη. Και τα λεφτά πολλά. ‘Άννα θα φύγω για δυο-τρεις μέρες, θα πάω στο χωριό.’ είπε στη γυναίκα του που τον καταλάβαινε και ήταν πάντα στο πλάι του (ευτυχώς!). ‘Να πας, αφού εδώ θα μου είσαι απόλυτα άχρηστος!’ του είπε και τον φίλησε (με κατανόηση).
Πραγματικά, πήρε το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς το χωριό. Στα Ζαγοροχώρια ήταν το πατρικό του σπίτι. Ένα τόπο γεμάτο περηφάνια και δύναμη. Έφυγε με βαριά καρδιά αλλά έπρεπε να δει μέσα του, να αποδεχθεί την παρορμητική απόφαση που τον αποδέσμευσε από τη σκοτεινή του μεριά. Και μερικές φορές, η σκοτεινή μας μεριά είναι αυτή που μας εθίζει, που μας καθοδηγεί… Μερικές φορές φοβόμαστε το φως… ίσως γιατί το σκοτάδι είναι αυτό που κυριαρχεί γύρω μας. Όσο πλησίαζε, ένιωθε ότι γέμιζε το άδειο του σώμα από δύναμη και, περίεργο, αρώματα φρέσκιας ρίγανης και αγριολούλουδων. Έφτασε στο παλιό σπίτι. Άνοιξε, άφησε τα πράγματα, άναψε το τζάκι και βγήκε. Περπάτησε στα παλιά πέτρινα καλντερίμια του χωριού. Ησυχία… Ελάχιστοι ηλικιωμένοι άνθρωποι εμφανίζονταν, που και που, αφού δεν ήταν γιορτές ή διακοπές. Άδειος ο τόπος. Κατευθύνθηκε εκεί που πήγαινε όταν ήταν μικρός. Στην πηγή. Ήθελε να πάει εκεί γιατί ήξερε ότι θα αισθανόταν καλύτερα. Και πράγματι, εκεί αισθάνθηκε καλύτερα. Το πέτρινο λιονταρίσιο κεφάλι έβγαζε το απόσταγμα του Θεού, το νερό, κρυστάλλινο. Γύρω, φύση όμορφη αγκάλιαζε με προσοχή τον τόπο δροσιάς. Δίπλα το μικρό ξωκλήσι της Παναγιάς. Κάθισε, έκλεισε τα μάτια του. Σαν σε όραμα ένιωσε ότι το νερό εκείνο το παγωμένο καθάριο νερό τον ξέπλυνε, τον εξάγνισε… και αυτή η διαδικασία γινόταν ώρες, μέρες, μήνες ολόκληρους. Άνοιξε τα μάτια του. Δεν ήξερε πόση ώρα βρισκόταν. Το σίγουρο ήταν ότι τα χέρια του ήταν βρεγμένα, παγωμένα και τα μάτια του βουρκωμένα. Με ευλάβεια, άνοιξε την πόρτα της εκκλησίας. Με δάκρυα στα μάτια ζήτησε συγχώρεση για τα λάθη που είχε κάνει. Και με δάκρυα στα μάτια και με ευγνωμοσύνη προσκύνησε. Αφού ήξερε ότι ο Θεός τον είχε ήδη συγχωρήσει… αφού είχε συγχωρήσει ο ίδιος τον εαυτό του. Με μια βαθειά ανάσα, βγήκε, σχεδόν τρέχοντας, από την εκκλησία. Πήρε τη γυναίκα του χαρούμενος ‘Σου έχω πει ότι σε αγαπώ, σας αγαπώ περισσότερο από τη ζωή μου τελευταία; Και ότι όλα θα πάνε καλά;’ Όλα ήταν ξεκάθαρα μπροστά του, καθαρά… σαν το γέλιο του μικρού του παιδιού.
<< Home