Monday, November 27, 2006

Η Σκοτεινή Πλευρά των Ονείρων...

Μια δειλή ηλιαχτίδα μπήκε κρυφά από το παράθυρο. Έπαιξε αρκετή ώρα με τα κλειστά μάτια της. Το σεντόνι είχε τυλιχθεί γύρω από το λαιμό της. Το σώμα της ήταν παγωμένο και ακίνητο. Είχε μουδιάσει από την ακινησία. Και μόλις κατάφερε το δυνατό φως να την ξυπνήσει, η Κλειώ ήταν γεμάτη ευγνωμοσύνη που είχε βγει ζωντανή από την προηγούμενη νύχτα. Η κόλαση του Δάντη δεν ήταν τίποτα μπροστά στην παράξενη εμπειρία της. Και χαμογέλασε με λυτρωτική χαρά και ανακούφιση, σκεπτόμενη τα χθεσινά γεγονότα.

Το προηγούμενο βράδυ ήταν σχετικά ήσυχο. Αλλά, κοιμήθηκε με δυσκολία. Διάβασε, ήπιε νερό, έφαγε ένα μήλο, έβρασε ένα γάλα με λίγο μέλι, είδε τηλεόραση. Και επιτέλους, γύρω στις τρεις παρά πέντε, ένιωσε ότι έκλειναν απαλά τα βλέφαρά της. Ο ύπνος, ο αιώνιος σύντροφος του ανθρώπου, την είχε αγκαλιάσει σφιχτά, σχεδόν με διάθεση θανάτου, εκείνο το βράδυ. Από την αρχή, δεν άντεχε το αγκάλιασμα του ύπνου της. Στριφογύριζε στα σκεπάσματα. Αλλά κοιμόταν με μάτια σφαλιστά και κορμί και ψυχή αφιερωμένα στον ύπνο… τον προσωρινό θάνατο της ζωής της.

Και είδε ότι ήταν μόνη σε γη ερειπωμένη. Ξυπόλητη, με ένα λευκό νυχτικό. Και τα μακριά της μαλλιά τα ανακάτευε ένας τρελός άνεμος. Στη μέση του πουθενά, στα έγκατα της γης. Λάβα και πύρινες φλόγες ήταν γύρω της. Και αισθανόταν ότι κάποιος ή κάποιοι παρακολουθούσαν τα βήματά της. Σκοτάδι, τρόμος. Η ψυχή της, η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν άκουγε τις σκιερές φωνές να την καλούν. Περπατούσε στα τυφλά. Με πόνο, αφού τα πόδια της άφηναν αίμα κάθε φορά που έκανε ένα βήμα. Αλλά έκανε προσπάθεια… Και τότε γλίστρησε. Και χτύπησε. Και ο χειρότερος φόβος της βγήκε αληθινός.

Βρισκόταν μέσα σε έναν τάφο ανοιχτό. Δεν μπορούσε να φωνάξει κανέναν. Αφού φωνή δεν έβγαινε. Έμοιαζε σαν να την είχαν αλυσοδέσει με αόρατες παντοδύναμες κλωστές. Ήταν σε νεκρική στάση και έρχονταν ο αγαπημένος της, οι γονείς της, τα αδέρφια της, όλοι και πετούσαν από ένα τριαντάφυλλο, άλλοι λευκό, άλλοι ροζ και ο αγαπημένος της κόκκινο. Και ήθελε να φωνάξει ‘Είμαι ζωντανή!’ αλλά η φωνή της δεν έβγαινε. Και αυτό δεν σταματούσε, κοιτούσε από κάτω, σε ένα τετράγωνα κομμένο κομμάτι γης βαθειά στο έδαφος προς τα πάνω, τους δικούς της να της ρίχνουν λουλούδια και εκείνη να είναι για κείνους νεκρή, αόρατη στα μάτια τους… Εκείνο το βράδυ είχε συναντήσει το δικό της, το πιο απειλητικό θηρίο… και βγήκε ζωντανή.