Monday, December 18, 2006

Οι Ευχές μου σε Όλους σας και το Το Τραγούδι της Χαράς

*** Τα Χριστούγεννα και ο Νέος Χρόνος για μένα είναι συμβολικά. Συμβολικά της εσωτερικής αναγέννησης, της δικής μας νέας ευκαιρίας να προσφέρουμε στον κόσμο την αγάπη και την ζεστασιά που όλοι έχουμε και που, πολλές φορές την κρύβουμε αριστοτεχνικά καλά. Από φόβο.

Για φέτος λοιπόν, εύχομαι σε όλους από την καρδιά μου, να αφήσουμε για λίγο την ενήλικη καχυποψία, να αγγίξουμε την παιδική μας υπόσταση και να δώσουμε μια ευκαιρία στην ανθρωπιά, στην αγάπη, στο δόσιμο, στο Φως. Ας προσφέρουμε έστω ένα κέρμα σε αυτόν που πραγματικά έχει ανάγκη. Ο καθένας μας συναντά καθημερινά κάποιον… Χρόνια Πολλά και Ευτυχισμένα με τους αγαπημένους σας! Εύχομαι να έχετε πάντα Χριστούγεννα στην Καρδιά σας!

Με πολύ φως στην καρδιά μου για όλους σας, Αλεξάνδρα***

Ήταν ήδη είκοσι δύο Δεκεμβρίου. Είχαν περάσει πάνω από δύο εβδομάδες από την εγχείρηση του πατέρα. Είχε πολλές επιπλοκές και λόγω ηλικίας η θεραπεία γινόταν αργά αλλά, ευτυχώς, σταθερά. Αλλά όλα ήταν δύσκολα. Η καρδιά του ήθελε να ζήσει ή όπως λένε οι παλιοί ‘το καντήλι του είχε ακόμα λάδι’. Η Άννα καθόταν μπροστά στο παράθυρο του δωματίου του νοσοκομείου. Μόλις είχε τελειώσει να διαβάζει μια προσευχή. Ζητούσε βοήθεια, γιατί είχε κουραστεί να παλεύει σαν θνητή και είχε ανάγκη και τη θεϊκή παρέμβαση ή την επίκληση της βοήθειας του Θεού. Το σώμα της από την αϋπνία πονούσε, τα μάτια της ήταν στεγνά και στο κεφάλι της χτυπούσε δυνατά ένα συνεχόμενο βουητό, ενώ είχε στείλει με το ζόρι τη μητέρα της να πλυθεί και να κοιμηθεί, αφού βρίσκονταν στο προσκέφαλο του άνδρα της μέρα-νύχτα. Ο πατέρας της κοιμόταν με τη βοήθεια ειδικής θεραπευτικής αγωγής.

Κοίταξε έξω. Ακριβώς μπροστά της αναβόσβηνε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο από κίτρινα λαμπιόνια. Τα αυτοκίνητα στη λεωφόρο δεν σταματούσαν να κινούνται. Από εκεί έμοιαζαν ψεύτικα. Όπως μικρά, ψεύτικα και αδιάφορα έμοιαζαν όλα φέτος από εκεί ψηλά. Όλα τα φώτα της πόλης, η χαρούμενη διακόσμηση της έμοιαζαν περιττά, αφού η στενοχώρια και οι έννοιες ήταν τόσο σφοδρές και είχαν χτυπήσει την πόρτα του δικού της σπιτιού.

Ήταν περίπου οκτώ το βράδυ. Και τότε μια φωνή από το μεγάφωνο ακούστηκε. Μια φωνή που αρχικά ξένισε τους ανήμπορους και τους άρρωστους και που μετά τους έκανε να χαμογελάσουν. ‘Τα τρένα που φύγαν, αγάπες που μείνανε…’ ήταν το τραγούδι από μια λίγο βραχνή αλλά καθαρή και μελωδική φωνή. Σιγά-σιγά οι συγγενείς βγήκαν στην πόρτα του κάθε θαλάμου, από περιέργεια, αλλά είχαν όλοι ένα χαμόγελο στο στόμα. Μια πίκρα λιγότερη έστω για λίγη ώρα, για ένα-δυο λεπτά, όσο διαρκούσε το τραγούδι αυτής της γυναίκας, αφού το ανθρώπινο άγγιγμα της φωνής, τους έκανε να χαράξουν ένα χαμόγελο στις χειρότερες στιγμές της δοκιμασίας τους.

Αυτή η γυναίκα, που ποτέ η Άννα δεν έμαθε το όνομά της, μετά το πέρας του τραγουδιού της, πήγαινε από θάλαμο σε θάλαμο και ευχόταν ‘Καλές Γιορτές’. Ήταν καρκινοπαθής και ήξερε ότι θα πεθάνει, αλλά έλεγε σε όλους να έχουν κουράγιο και πίστη… Τέτοια ψυχή και λεβεντιά αυτή η γυναίκα. Ευχήθηκε και στον πατέρα της. ‘Όλα καλά θα πάνε, θα με θυμηθείτε κύριε! Είσαστε παλικάρι!’ του είπε και έφυγε, ενώ ο θάλαμος είχε γεμίσει από φως και από αγγέλους. Πράγματι, όλα πήγαν καλά. Εκείνο το βράδυ ο πατέρας έφαγε και μίλησε περισσότερο από όλα τα βράδια. Ακόμα η Άννα πιστεύει ότι άγγελος είχε έρθει στη γη εκείνες τις μέρες, γιατί θαύματα γίνονται, αρκεί να το πιστέψουμε…

Wednesday, December 13, 2006

Το Πράσινο Βελούδινο Φόρεμα...

Δεκέμβριος μήνας. Και μάλιστα στα μισά του! Επιτέλους! Και το σχολείο κόντευε να κλείσει για τις διακοπές των εορτών. Η σγουρομάλλα Μαρία, ήταν στην τρίτη Δημοτικού. Επιμελής μαθήτρια, με ιδιαίτερη έφεση στη ζωγραφική, στη γλώσσα και στην έκθεση… ‘Επιτέλους, μαμά κοντεύουμε! Είπα και το ποίημα για τα Χριστούγεννα! Καλά το είπα.’ είπε η Μαρία μόλις έφτασε στο σπίτι, με κριτική διάθεση και σοβαρότητα, σαν μεγάλη. ‘Λίγες μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα καλό μου παιδί!’ είπε η φωνή της μαμάς από την κουζίνα. Το σπίτι μοσχοβολούσε καβουρδισμένα αμύγδαλα, φρέσκο βούτυρο και η ζάχαρη άχνη αιωρούνταν πάνω από την κουζίνα σαν γλυκές νιφάδες χιονιού. Μέσα σε αυτή την καταιγίδα αρωμάτων και γεύσεων εμφανίστηκε η μητέρα χαμογελαστή αλλά με ρυτίδες κούρασης στο μέτωπο. ‘Μυρίζεις Χριστούγεννα μαμά!’ της είπε η Μαρία και την αγκάλιασε και τη φίλησε. Ένιωσε ασφαλής με το που μύρισε τη μυρωδιά της μαμάς.

Έφυγε. Πήγε στο κλειστό σαλόνι. Το δέντρο ήταν στολισμένο με γυάλινα πολύτιμα και διαφορετικά στολίδια. Και γιρλάντες και κορδέλες και λαμπιόνια. Ξάπλωσε πάνω στο παχύ χαλί. Έβαλε και ένα βιβλίο στο πλάι της και την πήρε ο ύπνος πάλι, κάτω από το δέντρο. Το έκανε χρόνια, της είχε γίνει συνήθεια να κοιμάται και να περιμένει κάτω από το δέντρο το δώρο που πίστευε ότι ο Άγιος Βασίλης θα της έφερνε.

Είχε κρύο και χιονόνερο αλλά καθόλου χιόνι όπως είχε στο νου της η Μαρία. Την είχε κουκουλώσει για τα καλά η μητέρα της με γάντια, κασκόλ που την τσιμπούσε και την κουκούλα της. Είχαν πάει με τους γονείς της στα μαγαζιά, στα πολυκαταστήματα με τα πολύχρωμα ελκυστικά φώτα, τον κόσμο που έψαχνε για κάτι, πανικόβλητος, καρότσια, λατέρνες, ζητιάνοι, ελάχιστοι τουρίστες, όλοι περπατούσαν και χάζευαν το στολισμένο κέντρο. Ώσπου το είδε. Στεκόταν περήφανο και μόνο του σε εκείνη τη φωτισμένη βιτρίνα. Ένα υπέροχο φόρεμα σε ένα χρώμα πράσινο, όπως είναι το πράσινο του δάσους που μόλις έχει δροσιστεί από τη βροχή, σκούρο αλλά απαλό… με ένα γιακά από λευκή δαντέλα, σαν τις δαντέλες που έπλεκε η γιαγιά. Κάθισε σαν υπνωτισμένη και το κοίταξε. Ποτέ της δεν είχε θελήσει κάτι τόσο πολύ… Αλλά ήξερε ότι λεφτά δεν είχαν αφού ο μπαμπάς ίσα που τα έφερνε βόλτα. Η μητέρα της που την κρατούσε από το χέρι κοίταξε την τιμή και κόντεψε να λιποθυμήσει και κοίταξε τον άνδρα της με νόημα. Ήταν τόσο ακριβό όσο ένα γυναικείο φόρεμα. Η Μαρία δεν μίλησε, ούτε τόλμησε να το ζητήσει. Έσκυψε τα μάτια της και κοίταξε στο δρόμο. Ευθεία για να μην ξανατρέξει πίσω να θαυμάσει τη βιτρίνα.

Προχώρησαν. Ένας γεράκος, με μούσι και κομμένα μάλλινα γάντια στις άκρες, καθόταν στη γωνία του δρόμου πουλούσε καυτά κάστανα. Ο πατέρας αγόρασε για όλους ένα σακουλάκι.

Παραμονή Χριστουγέννων. Η Μαρία αφού καληνύχτισε, ξάπλωσε στο δέντρο της με μια μικρή κουβερτούλα αγκαλιά. Της φάνηκε πως φορούσε εκείνο το φόρεμα και βρισκόταν σε ένα μεγάλο σαλόνι γεμάτο φώτα και μουσική και πως χόρευε. Ξύπνησε με κάτι απαλό να την ακουμπά. Ήταν το φιλί της μητέρας. Χαμογέλασε και άνοιξε τα μάτια της. Δίπλα της βρισκόταν ακουμπισμένο σε μια πολυθρόνα το φόρεμα της βιτρίνας. Το πράσινο βελούδινο φόρεμα… Δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.

Η Μαρία είναι τριάντα χρονών σήμερα. Στη ντουλάπα της αυτό το παιδικό φορεματάκι έχει εξέχουσα θέση. Τη θέση που έχουν τα Χριστούγεννα στην καρδιά της. Δύο δάκρυα…

επιστρεφω συντομα!

Ειμαι λιγο αρρωστουλα το συντομοτερο, επιστρεφω!!! :-)

Friday, December 08, 2006

Ρακόμελο...

Ζεστή Μέρα… Αν και χειμώνας, έμοιαζε καλοκαιρινή. Το μικρό λιμανάκι της Λευκάδας έμοιαζε σαν ζωγραφικός πίνακας. Μια θάλασσα ακίνητη, κρυστάλλινα νερά, φύση πλούσια, πράσινο και φως παντού. Ο βυθός διάφανος. Λίγα ψαράκια έκαναν τη βόλτα τους κοντά στην αμμουδιά. Οι βαρκούλες και μερικά, ελάχιστα, ιστιοπλοϊκά σκάφη, ίσα που λικνίζονταν στο χάδι και την ανάσα του ανέμου. Το ζευγάρι δεν ήξερε αν θα έβρισκε κάποιο ταβερνάκι ανοιχτό. Ταξίδευαν ώρες από την Αθήνα, μόνο με μια στάση για καφέ και πεινούσαν σαν λύκοι.

Πραγματικά, ένα ταβερνάκι μόνο ήταν ανοιχτό. Λίγα τραπέζια δίπλα στη θάλασσα, λίγες καρέκλες ψάθινες, μουσική… Και τίποτα άλλο. Αγκαλιά τους η φύση, η καλοκαιρία, η θάλασσα και λίγη μουσική να παίζει και να δένεται με τις ακτίνες του ήλιου και τη μυρωδιά της αρμύρας της θάλασσας. Ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του έμοιαζαν σαν να είχαν ανοίξει το μαγαζί εκείνη την Κυριακή για εκείνους. Ήταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένο, ταλαιπωρημένο, αλλά που έμοιαζε ότι ήταν φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο. Κάτι στη φιγούρα τους, κάτι στη μορφή τους το πρόδιδε αυτό. ‘Παιδιά δεν έχουμε και πολλά πράγματα σήμερα!’ τους είπε ο ιδιοκτήτης τρίβοντας τα χέρια του από συνήθεια. ‘Βάλτε μας ότι έχετε!’ ζήτησε ο Σταύρος ενώ άναβε ένα τσιγάρο. ‘Για δύο φυσικά!’ διευκρίνισε η Λίνα. Ο ταβερνιάρης χαμογέλασε και έφυγε.

Μετά από λίγη ώρα, εμφανίστηκαν μπροστά τους κρασί ροζέ με μυρωδιά τριαντάφυλλο, αληθινό ζυμωτό ψωμί φρυγανισμένο και ραντισμένο με φρέσκο λάδι, ρίγανη και αλάτι χοντρό, ελιές πικρές (νέας εσοδείας όπως είπε καμαρωτά ο ιδιοκτήτης), σαρδέλα παστή με σκελίδες σκόρδο, χταποδάκι ξιδάτο, βραστά χόρτα άγρια, μια ντοματοσαλάτα με κρεμμύδι και δυο μερίδες πατάτες ‘ροδέλα’ κομμένες και τηγανισμένες με το χέρι. Το ζευγάρι αγαλλίασε. Μετά από τον γάμο τους λίγες μέρες πριν, δεν είχαν καταφέρει να ηρεμήσουν και το χειρότερο, είχαν τσακωθεί αφού είχαν χάσει το δρόμο προς το ξενοδοχείο που είχαν κλείσει για τέσσερις μέρες. Και μετά βρέθηκαν εκεί. Και μετά ήρθαν τα τηγανητά ψάρια… ούτε που τους ένοιαζε τι ήταν τι. Ήταν φρέσκα, ελαφρά τηγανισμένα, νόστιμα. Το νεαρό ζευγάρι δεν μπορούσε να μιλήσει. Έτρωγαν ασταμάτητα. ‘Δεν το έξω ξανά-πάθει αυτό στη ζωή μου!’ έλεγε και ξαναέλεγε η Λίνα που στην Αθήνα η σιλουέττα της και η προσοχή στη διατροφή ήταν κανόνας… ‘Μα είναι όλα υπέροχα!’ έλεγε και ξανά-έλεγε, ενώ ο Σταύρος απλά έτρωγε και χαμογελούσε. Ιεροτελεστία γεύσης. Λίγες μέρες πριν στη δεξίωση του γάμου τους δεν είχαν φάει τίποτα με τις γεύσεις του κεντρικού Αθηναϊκού ξενοδοχείου… Και εδώ, όλα ήταν τόσο μα τόσο γνήσια νόστιμα.

‘Τελικά αγάπη μου, τα απλά πράγματα είναι και τα ωραιότερα!’ είπε ο Σταύρος στη γυναίκα του φιλώντας την στο στόμα, ενώ έπινε μια γουλιά από το ρακόμελο που τους είχαν προσφέρει για τη χώνεψη και ενώ είχε στο στόμα του ένα κομμάτι μήλο πασπαλισμένο με κανέλλα. Πήρε μια βαθειά ανάσα από το τσιγάρο του και έκλεισε τα μάτια του ενώ ο ήλιος τους αγκάλιαζε και αντανακλούσε χρώματα και φως στα μάτια τους… ‘Μακάρι σαν την σημερινή μέρα να είναι όλη μας η ζωή! Γεμάτη φως, γλυκιά, νόστιμη, ζεστή, ξένοιαστη, γεμάτη έρωτα και ραστώνη. Και όλα να είναι πολύ… ’ Ευχήθηκε η Λίνα… και ήπιε μια γουλιά ρακόμελο. Μακάρι, τους ευχόμαστε και εμείς, γιατί τα ακριβότερα πράγματα στη ζωή δεν αγοράζονται...

Tuesday, December 05, 2006

Ο Ομφαλός…

Τη νύχτα η διαδρομή είναι τυφλή. Το μόνο που μπορεί κάποιος να διακρίνει είναι ότι σου προσφέρουν τα φώτα του αυτοκινήτου. Τίποτα δηλαδή… Μόνο τη λωρίδα του δρόμου. Πέρασαν την κοσμοπλημμυρισμένη και υπέρ-φορτωμένη Αράχωβα και κατευθύνθηκαν προς τους Δελφούς. Οι στροφές ήταν αρκετές, ο δρόμος είχε στενέψει και σαν ζώο, από ένστικτο, η Λήδα ανασκουμπώθηκε. Κάτι την έκανε να αισθανθεί ότι βρίσκονταν σε ένα μέρος με ιδιαίτερη ενέργεια. Πραγματικά, στο δεξί της χέρι, ανάμεσα σε δέντρα, είδε το μουσείο των Δελφών.

Το βράδυ σε αυτό το μέρος είχε υγρασία και κρύο και δεν υπήρχε καλύτερο μέρος σε όλο τον πλανήτη από την αγκαλιά του αγαπημένου της Στέφανου.

Την επόμενη το πρωί, μόλις άνοιξε την κουρτίνα, και ενώ ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά, κόπηκε η ανάσα της. Ένα φαράγγι που είχε δει στον ύπνο της. Το έβλεπε χρόνια ολόκληρα... Τις λίγες φορές που είχε αισθανθεί απόλυτα ήρεμη και ευτυχισμένη. Έβλεπε να πετάει πάνω από αυτό το φαράγγι, ενώ τα χρώματα του ήλιου που διυλίζονταν από τα σύννεφα έδιναν διάφορα χρώματα στις πλαγιές των κοφτερών βουνών που η μια άκρη τους έλιωνε στην άλλη άκρη, δημιουργώντας χορευτική κίνηση στους πέτρινους όγκους. Και όχι απαλά χρώματα, αλλά δυνατά και γεμάτα φως, όπως τουρκουάζ, κίτρινο, φούξια, και ένα χρυσό-πράσινο είναι ιδιαίτερα έντονο στη μνήμη της. Το ανέφερε στον Στέφανο. Εκείνος την κοίταξε με κατανόηση. Πάντα η αγαπημένη του ήταν παράξενο πλάσμα, όπως την έλεγε με τρυφερότητα. Ένιωθε πολλά περισσότερα από όσα μπορούσαν πολλοί να καταλάβουν. Μερικές φορές ήταν σαν να ένιωθε το σύμπαν, όπως του έλεγε. Δεν μπορούσε ακριβώς να το περιγράψει.

Αφού έφαγαν πρωινό και αφού χαλάρωσαν, αποφάσισαν να επισκεφθούν τον αρχαίο τόπο. Η Λήδα είχε ολόκληρη ανατριχιάσει. Αυτό το μέρος της ήταν οικείο. Το κάθε της βήμα πήγαινε μόνο του. Το κάθε της βήμα ήταν επιστροφή στο χρόνο. Και τότε, γλίστρησε επάνω σε ένα χιλιοπατημένο κομμάτι από μάρμαρο και έπεσε… Στα δευτερόλεπτα που είχε κλείσει τα μάτια της, μπροστά της εμφανίστηκε μια ψιλόλιγνη γυναικεία φιγούρα. Έμοιαζε βγαλμένη από μύθο… Με γλυκά χαρακτηριστικά αλλά με ιδιαίτερα διαπεραστικά μάτια. Τόσο έντονα που ένιωθε ότι διάβαζε τις σκέψεις της, ακόμα-ακόμα και την ψυχή της. Με χιτώνα και με σανδάλια, που έμοιαζαν προ Χριστού. Ήταν σίγουρη ότι ήταν κάποια ηθοποιός που έκανε πρόβα. Αλλά όλα διαψεύστηκαν. ‘Ποια είστε;’ τη ρώτησε η Λήδα με φόβο και με σεβασμό.

‘Καλώς όρισες. Σε περιμέναμε. Ξέραμε ότι ένιωθες τις πανάρχαιες δονήσεις του τόπου. Τις αρχαίες αναπνοές της γνώσης και της αναζήτησης. Ήρθα να σε δω και να σου δώσω το δαχτυλίδι που θα σε ενώνει με το παρελθόν της ανθρωπότητας, ώστε να πορευθείς στο μέλλον. Το δαχτυλίδι που θα σου δίνει ωριμότητα και σοφία με όλη την αγάπη μας για το μέλλον. Είμαι η Αρχαία Γνώση και εσύ αντιπροσωπεύεις τη Ματιά προς το Μέλλον... Όλα κύκλος.’ της είπε. Ενώ της άπλωνε το χέρι και της έδινε ένα μικρό αντικείμενο, εκείνη χάθηκε ξαφνικά. Σαν να φύσηξε απαλό αεράκι, εξαφανίστηκε μέσα στα φυλλώματα των δέντρων που φλέρταραν με τον ήλιο. Μια φωνή ακούστηκε πίσω της. ‘Λήδα, είσαι καλά; Ανησύχησα! Έφυγες σαν τρελή μόλις έβγαλα τα εισιτήρια, έμπλεξα με τα γκρουπ των ξένων και έψαχνα να σε βρω!’ της είπε με αγωνία ο Στέφανος και έτρεξε να την ανασηκώσει.

Η Λήδα ξεσκόνησε το παντελόνι της. Ανακάθισε πάνω στο χώμα. Ακούμπησε το κεφάλι της και ένιωσε ένα πόνο στο πλάι. ‘Μάλλον έχω τρελαθεί!’ μονολόγησε ‘Είδα μια γυναίκα με αρχαία ρούχα…’ Και τότε ένιωσε κάτι στο χέρι της. Ένα χρυσοπράσινο δαχτυλίδι, σαν του ονείρου της. Και τότε κατάλαβε ότι δεν είχε ονειρευτεί, ούτε ότι τόσα χρόνια ήταν παράξενη, έμαθε να αποδέχεται και να μη φοβάται τις κρυμμένες διαστάσεις της ζωής και του σύμπαντος. Όλα κύκλος...