Friday, December 08, 2006

Ρακόμελο...

Ζεστή Μέρα… Αν και χειμώνας, έμοιαζε καλοκαιρινή. Το μικρό λιμανάκι της Λευκάδας έμοιαζε σαν ζωγραφικός πίνακας. Μια θάλασσα ακίνητη, κρυστάλλινα νερά, φύση πλούσια, πράσινο και φως παντού. Ο βυθός διάφανος. Λίγα ψαράκια έκαναν τη βόλτα τους κοντά στην αμμουδιά. Οι βαρκούλες και μερικά, ελάχιστα, ιστιοπλοϊκά σκάφη, ίσα που λικνίζονταν στο χάδι και την ανάσα του ανέμου. Το ζευγάρι δεν ήξερε αν θα έβρισκε κάποιο ταβερνάκι ανοιχτό. Ταξίδευαν ώρες από την Αθήνα, μόνο με μια στάση για καφέ και πεινούσαν σαν λύκοι.

Πραγματικά, ένα ταβερνάκι μόνο ήταν ανοιχτό. Λίγα τραπέζια δίπλα στη θάλασσα, λίγες καρέκλες ψάθινες, μουσική… Και τίποτα άλλο. Αγκαλιά τους η φύση, η καλοκαιρία, η θάλασσα και λίγη μουσική να παίζει και να δένεται με τις ακτίνες του ήλιου και τη μυρωδιά της αρμύρας της θάλασσας. Ο ιδιοκτήτης με τη γυναίκα του έμοιαζαν σαν να είχαν ανοίξει το μαγαζί εκείνη την Κυριακή για εκείνους. Ήταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένο, ταλαιπωρημένο, αλλά που έμοιαζε ότι ήταν φτιαγμένος ο ένας για τον άλλο. Κάτι στη φιγούρα τους, κάτι στη μορφή τους το πρόδιδε αυτό. ‘Παιδιά δεν έχουμε και πολλά πράγματα σήμερα!’ τους είπε ο ιδιοκτήτης τρίβοντας τα χέρια του από συνήθεια. ‘Βάλτε μας ότι έχετε!’ ζήτησε ο Σταύρος ενώ άναβε ένα τσιγάρο. ‘Για δύο φυσικά!’ διευκρίνισε η Λίνα. Ο ταβερνιάρης χαμογέλασε και έφυγε.

Μετά από λίγη ώρα, εμφανίστηκαν μπροστά τους κρασί ροζέ με μυρωδιά τριαντάφυλλο, αληθινό ζυμωτό ψωμί φρυγανισμένο και ραντισμένο με φρέσκο λάδι, ρίγανη και αλάτι χοντρό, ελιές πικρές (νέας εσοδείας όπως είπε καμαρωτά ο ιδιοκτήτης), σαρδέλα παστή με σκελίδες σκόρδο, χταποδάκι ξιδάτο, βραστά χόρτα άγρια, μια ντοματοσαλάτα με κρεμμύδι και δυο μερίδες πατάτες ‘ροδέλα’ κομμένες και τηγανισμένες με το χέρι. Το ζευγάρι αγαλλίασε. Μετά από τον γάμο τους λίγες μέρες πριν, δεν είχαν καταφέρει να ηρεμήσουν και το χειρότερο, είχαν τσακωθεί αφού είχαν χάσει το δρόμο προς το ξενοδοχείο που είχαν κλείσει για τέσσερις μέρες. Και μετά βρέθηκαν εκεί. Και μετά ήρθαν τα τηγανητά ψάρια… ούτε που τους ένοιαζε τι ήταν τι. Ήταν φρέσκα, ελαφρά τηγανισμένα, νόστιμα. Το νεαρό ζευγάρι δεν μπορούσε να μιλήσει. Έτρωγαν ασταμάτητα. ‘Δεν το έξω ξανά-πάθει αυτό στη ζωή μου!’ έλεγε και ξαναέλεγε η Λίνα που στην Αθήνα η σιλουέττα της και η προσοχή στη διατροφή ήταν κανόνας… ‘Μα είναι όλα υπέροχα!’ έλεγε και ξανά-έλεγε, ενώ ο Σταύρος απλά έτρωγε και χαμογελούσε. Ιεροτελεστία γεύσης. Λίγες μέρες πριν στη δεξίωση του γάμου τους δεν είχαν φάει τίποτα με τις γεύσεις του κεντρικού Αθηναϊκού ξενοδοχείου… Και εδώ, όλα ήταν τόσο μα τόσο γνήσια νόστιμα.

‘Τελικά αγάπη μου, τα απλά πράγματα είναι και τα ωραιότερα!’ είπε ο Σταύρος στη γυναίκα του φιλώντας την στο στόμα, ενώ έπινε μια γουλιά από το ρακόμελο που τους είχαν προσφέρει για τη χώνεψη και ενώ είχε στο στόμα του ένα κομμάτι μήλο πασπαλισμένο με κανέλλα. Πήρε μια βαθειά ανάσα από το τσιγάρο του και έκλεισε τα μάτια του ενώ ο ήλιος τους αγκάλιαζε και αντανακλούσε χρώματα και φως στα μάτια τους… ‘Μακάρι σαν την σημερινή μέρα να είναι όλη μας η ζωή! Γεμάτη φως, γλυκιά, νόστιμη, ζεστή, ξένοιαστη, γεμάτη έρωτα και ραστώνη. Και όλα να είναι πολύ… ’ Ευχήθηκε η Λίνα… και ήπιε μια γουλιά ρακόμελο. Μακάρι, τους ευχόμαστε και εμείς, γιατί τα ακριβότερα πράγματα στη ζωή δεν αγοράζονται...