Tuesday, December 05, 2006

Ο Ομφαλός…

Τη νύχτα η διαδρομή είναι τυφλή. Το μόνο που μπορεί κάποιος να διακρίνει είναι ότι σου προσφέρουν τα φώτα του αυτοκινήτου. Τίποτα δηλαδή… Μόνο τη λωρίδα του δρόμου. Πέρασαν την κοσμοπλημμυρισμένη και υπέρ-φορτωμένη Αράχωβα και κατευθύνθηκαν προς τους Δελφούς. Οι στροφές ήταν αρκετές, ο δρόμος είχε στενέψει και σαν ζώο, από ένστικτο, η Λήδα ανασκουμπώθηκε. Κάτι την έκανε να αισθανθεί ότι βρίσκονταν σε ένα μέρος με ιδιαίτερη ενέργεια. Πραγματικά, στο δεξί της χέρι, ανάμεσα σε δέντρα, είδε το μουσείο των Δελφών.

Το βράδυ σε αυτό το μέρος είχε υγρασία και κρύο και δεν υπήρχε καλύτερο μέρος σε όλο τον πλανήτη από την αγκαλιά του αγαπημένου της Στέφανου.

Την επόμενη το πρωί, μόλις άνοιξε την κουρτίνα, και ενώ ο ήλιος ήταν ήδη ψηλά, κόπηκε η ανάσα της. Ένα φαράγγι που είχε δει στον ύπνο της. Το έβλεπε χρόνια ολόκληρα... Τις λίγες φορές που είχε αισθανθεί απόλυτα ήρεμη και ευτυχισμένη. Έβλεπε να πετάει πάνω από αυτό το φαράγγι, ενώ τα χρώματα του ήλιου που διυλίζονταν από τα σύννεφα έδιναν διάφορα χρώματα στις πλαγιές των κοφτερών βουνών που η μια άκρη τους έλιωνε στην άλλη άκρη, δημιουργώντας χορευτική κίνηση στους πέτρινους όγκους. Και όχι απαλά χρώματα, αλλά δυνατά και γεμάτα φως, όπως τουρκουάζ, κίτρινο, φούξια, και ένα χρυσό-πράσινο είναι ιδιαίτερα έντονο στη μνήμη της. Το ανέφερε στον Στέφανο. Εκείνος την κοίταξε με κατανόηση. Πάντα η αγαπημένη του ήταν παράξενο πλάσμα, όπως την έλεγε με τρυφερότητα. Ένιωθε πολλά περισσότερα από όσα μπορούσαν πολλοί να καταλάβουν. Μερικές φορές ήταν σαν να ένιωθε το σύμπαν, όπως του έλεγε. Δεν μπορούσε ακριβώς να το περιγράψει.

Αφού έφαγαν πρωινό και αφού χαλάρωσαν, αποφάσισαν να επισκεφθούν τον αρχαίο τόπο. Η Λήδα είχε ολόκληρη ανατριχιάσει. Αυτό το μέρος της ήταν οικείο. Το κάθε της βήμα πήγαινε μόνο του. Το κάθε της βήμα ήταν επιστροφή στο χρόνο. Και τότε, γλίστρησε επάνω σε ένα χιλιοπατημένο κομμάτι από μάρμαρο και έπεσε… Στα δευτερόλεπτα που είχε κλείσει τα μάτια της, μπροστά της εμφανίστηκε μια ψιλόλιγνη γυναικεία φιγούρα. Έμοιαζε βγαλμένη από μύθο… Με γλυκά χαρακτηριστικά αλλά με ιδιαίτερα διαπεραστικά μάτια. Τόσο έντονα που ένιωθε ότι διάβαζε τις σκέψεις της, ακόμα-ακόμα και την ψυχή της. Με χιτώνα και με σανδάλια, που έμοιαζαν προ Χριστού. Ήταν σίγουρη ότι ήταν κάποια ηθοποιός που έκανε πρόβα. Αλλά όλα διαψεύστηκαν. ‘Ποια είστε;’ τη ρώτησε η Λήδα με φόβο και με σεβασμό.

‘Καλώς όρισες. Σε περιμέναμε. Ξέραμε ότι ένιωθες τις πανάρχαιες δονήσεις του τόπου. Τις αρχαίες αναπνοές της γνώσης και της αναζήτησης. Ήρθα να σε δω και να σου δώσω το δαχτυλίδι που θα σε ενώνει με το παρελθόν της ανθρωπότητας, ώστε να πορευθείς στο μέλλον. Το δαχτυλίδι που θα σου δίνει ωριμότητα και σοφία με όλη την αγάπη μας για το μέλλον. Είμαι η Αρχαία Γνώση και εσύ αντιπροσωπεύεις τη Ματιά προς το Μέλλον... Όλα κύκλος.’ της είπε. Ενώ της άπλωνε το χέρι και της έδινε ένα μικρό αντικείμενο, εκείνη χάθηκε ξαφνικά. Σαν να φύσηξε απαλό αεράκι, εξαφανίστηκε μέσα στα φυλλώματα των δέντρων που φλέρταραν με τον ήλιο. Μια φωνή ακούστηκε πίσω της. ‘Λήδα, είσαι καλά; Ανησύχησα! Έφυγες σαν τρελή μόλις έβγαλα τα εισιτήρια, έμπλεξα με τα γκρουπ των ξένων και έψαχνα να σε βρω!’ της είπε με αγωνία ο Στέφανος και έτρεξε να την ανασηκώσει.

Η Λήδα ξεσκόνησε το παντελόνι της. Ανακάθισε πάνω στο χώμα. Ακούμπησε το κεφάλι της και ένιωσε ένα πόνο στο πλάι. ‘Μάλλον έχω τρελαθεί!’ μονολόγησε ‘Είδα μια γυναίκα με αρχαία ρούχα…’ Και τότε ένιωσε κάτι στο χέρι της. Ένα χρυσοπράσινο δαχτυλίδι, σαν του ονείρου της. Και τότε κατάλαβε ότι δεν είχε ονειρευτεί, ούτε ότι τόσα χρόνια ήταν παράξενη, έμαθε να αποδέχεται και να μη φοβάται τις κρυμμένες διαστάσεις της ζωής και του σύμπαντος. Όλα κύκλος...