Tuesday, August 29, 2006

Γιατί γράφω...

Γιατί γράφω; Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Αυτό σκεφτόμουν όλη τη μέρα σήμερα. Τί με σπρώχνει να γράφω; Γιατί αν δεν γράφω δεν είμαι εγώ. Δεν ήξερα ότι ήταν εύκολο να αποτυπώσω τις σκέψεις μου σε ένα χαρτί. Μόνο του βγήκε. Δεν το ζόρισα καθόλου. Γιατί τόσα χρόνια που έγραφα περιστασιακά, ημερολόγιο από τα έντεκα, κάθε μέρα ως τα είκοσι ένα μου, ήμουν σαν ανάπηρη, σαν να ζούσα μισή ζωή, γιατί αισθανόμουν ότι κάτι έλειπε από εμένα. Έγραφα λίγο, ελάχιστα, έπαιρνα για λίγο ανάσα και ξανά, πίσω στο καβούκι μου. Ήμουν όχι εγώ… Και δεν μιλάω σε συναισθηματικό επίπεδο ή σε προσωπικό επίπεδο. Ήταν σαν να ήμουν χωρίς συγκεκριμένη υπόσταση, χωρίς συμπαγές πλαίσιο… όλα χύμα μέσα μου χωρίς ισορροπία. Ή αλλιώς, είχα μέσα μου ισορροπία του τρόμου. Φορές-φορές αισθανόμουν ότι δεν είχα οξυγόνο. Ήταν σαν να ήμουν στο βυθό, χωρίς οξυγόνο και κάποιος με πατούσε να πάω πιο κάτω και εγώ να παλεύω να ανέβω στο φως... Έγραφα το πρώτο μου βιβλίο για δέκα ολόκληρα χρόνια, ώσπου να πάρω απόφαση, να δω τι θα κάνω στη ζωή μου, οι τελευταίες είκοσι σελίδες δεν εμφανίζονταν ποτέ μπροστά μου… Και άρχιζα από την αρχή, σαν να ήμουν αιώνια δέσμια αυτού του βιβλίου… Κόλαση λέγεται αυτό νομίζω. Από τη στιγμή που αποφάσισα να ασχοληθώ περισσότερο, δηλαδή να τα παρατήσω όλα και να γράψω ιστορίες, ήταν σαν να λύθηκαν τα μάγια. Ανασαίνω καλύτερα, τα βράδια κοιμάμαι καλύτερα, η λογική μου είναι ισχυρή, δεν αισθάνομαι ότι θα σκάσω από την ενέργεια που είχα μέσα μου, όπως μου συνέβαινε στο παρελθόν, είμαι και ακούγομαι περισσότερο ‘στο κέντρο μου’ (όπως μου λέει και ο άνθρωπός μου, που μου συμπαραστέκεται σε αυτή μου την αλλαγή πορείας). Δεν κουνιέμαι τόσο εύκολα, δεν φοβάμαι τόσο εύκολα. Ακόμα και η καθημερινότητα ανέχεται ευκολότερα τώρα. Είναι σαν, μέσω της γραφής, να καθαρίζει η ψυχή και το μυαλό μου από όσα μαζεύονται κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή. Είμαι κοντά στη δική μου αλήθεια. Αν θα καταφέρω να συνεχίσω; Δεν είναι εύκολη πορεία, ούτε και ξέρω τι θα συμβεί. Δεν είναι ότι προχώρησα χωρίς θυσίες, αλλά ξέρω όμως ότι είμαι καλύτερος άνθρωπος και ξέρω ότι κατευθύνω δημιουργική – πλέον – ενέργεια έξω μέσω των γραπτών μου αντί να την συσσωρεύω και να με καταπίνει. Είμαι αληθινή και αυτό έχει αξία για μένα σήμερα.

Saturday, August 26, 2006

Καλοκαιρινή βροχή

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση και ψυχική απόλαυση από μια ξαφνική, καλοκαιρινή μπόρα. Είναι τόσο απρόσμενη, τόσο φιλική και ευχάριστη... μέσα στη σκόνη και την αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, ένα από τα μετεφηβικά ξέγνοιαστα καλοκαίρια, τότε που απλά σπουδάζαμε και ονειρευόμασταν να αλλάξουμε όλο τον κόσμο και να φτάναμε στα αστέρια (της ψυχής και της δόξας). Η Σκιάθος ήταν γεμάτη τουρίστες, Ιταλούς, Άγγλους, Γερμανούς και φυσικά Έλληνες. Εμείς, μια παρέα μικρή, που απαρτίζονταν από τον αδερφό μου και μια καλή μου φίλη τότε, που χαθήκαμε λόγω συγκυριών και τελικά διαφορετικής προσέγγισης στη ζωή, τεμπελιάζαμε όλη τη μέρα στον ήλιο (δηλαδή μετά τις δύο το μεσημέρι που ξυπνούσαμε), τρώγαμε μόνο φρούτα και σουβλάκι (λόγω περιορισμένου φοιτητικού budget) αλλά ήταν υπέροχα... Καθάριες θάλασσες, σαν γαλάζιες λίμνες, πράσινο, το νησί ήταν βουτηγμένο στο πράσινο του πεύκου. Αλλά είχε φρικτή ζέστη... Ζέστη που σε έκανε να θέλεις να είσαι συνεχώς κάτω από μια βρεγμένη πετσέτα. Η ανάσα έβγαινε με κούραση από τα σωθικά μου και τα μαύρα γυαλιά που φορούσα δεν βοηθούσαν να με προστατέψουν από τις επιθετικές του διαθέσεις. Έτσι και εκείνο το βράδυ στο κέντρο της πόλης, τα σκουπίδια μύριζαν, οι τουρίστες και οι ντόπιοι δεν είχαν κουράγια από αυτή την επώδυνη ζέστη που είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα με αρρωστημένες ανάσες. Δεν είδαμε τις ξαφνικές αστραπές που έρχονταν γοργά από το αρχαίο χώρο του Κένταυρου. Άρχισε όμως, σιγά-σιγά να μυρίζει όμορφα, κάτι άλλαζε, σαν να μπορούσαμε να αναπνέουμε καλύτερα, να ανοίγουν τα μάτια μας. Και άρχισε. Πρώτα σιγά-σιγά, σαν να μας χάιδευε, για να συνηθίσουμε και μετά τα έδωσε όλα! Εξαφανίστηκαν σε δευτερόλεπτα καλύμματα από καρέκλες, πελάτες που έτρεχαν πανικόβλητοι, αλλά με διάθεση ευχάριστη (μόνο μια δεσποινίδα ήταν εκνευρισμένη γιατί είχε εκείνο το βράδυ πάει κομμωτήριο), μαγαζιά που έκλειναν πανικόβλητα... Η νερο-γιορτή είχε αρχίσει. Ήταν σαν να βρισκόμουν κομπάρσος σε μια τρελή, σουρεαλιστική και συμβολική ταινία. Είχαμε γίνει όχι απλά μούσκεμα, ήταν σαν να κολυμπούσαμε με τα ρούχα για ώρες. Αλλά ήταν τόσο απολαυστικό. Κάποια στιγμή τόλμησα να κοιτάξω κατάματα τον ουρανό. Δεν το είχα ξανατολμήσει. Χιλιάδες μικρά δάκρυα έπεφταν γύρω μας. Εκατομμύρια ανάσες ζωής απλώνονταν στο νησί που είχε χτυπηθεί από τον καυτό καύσωνα. Ενώ τρέχαμε προς το σπαρτιάτικο δωμάτιο που είχαμε νοικιάσει, μια ντόπια γυναίκα, που είχε πανικοβληθεί, αφού από το πολύ νερό είχε γεμίσει το μπαλκόνι της, μου έριξε ένα γενναίο κουβά νερό πάνω στο κεφάλι μου (ναι, οι συγκυρίες που με καταδιώκουν μερικές φορές είναι τραγικές!). Δεν με πείραξε καθόλου. Συγκεκριμένα, ήταν σαν να είχε γίνει σε κάποιον άλλο. Γελούσαμε σαν τρελοί. Μια παγανιστική, ή μια βαθύτατα θρησκευτική έξαψη είχε κυριεύσει το είναι μας. Ένα ευχαριστώ ήταν ολόκληρη η ύπαρξή μας... Απίστευτη νύχτα. Δεν την ξέχασα. Αλλά ούτε και εκείνη. Τώρα, όταν βρέχει (και δεν έχω φτιάξει τα μαλλιά μου ;), δεν κρατάω ποτέ ομπρέλλα...

Wednesday, August 23, 2006

Ηρεμία

Ο δρόμος φεύγει γρήγορα από κοντά μας… τρέχει. Τα μάτια μου ίσα που προλαβαίνουν να συγκρατήσουν το βιαστικό τοπίο. Πεύκο μυρίζει, το ραδιόφωνο παίζει ότι του αρέσει και επιτέλους, φεύγουμε… Χιλιάδες ιδρωμένα αυτοκίνητα, γεμάτα μπαγκάζια ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση… τη φυγή… Όλοι μας, σαν να ακούμε μια μαγική φλογέρα, είναι σαν να επαναλαμβάνουμε ένα μάντρα ‘Θέλω να φύγουμε όσο γίνεται πιο μακριά, πιο απόμερα… Μακριά από όλα και όλους… να ηρεμήσουμε για λίγες μέρες.’ Απέραντη, αιώνια μητέρα. Τα μάτια μου ηρεμούν βλέποντας την να ενώνεται με τον γαλανό ορίζοντα από τη μια και να απλώνει τα λευκά, στολισμένα με πέτρες και άμμο, χέρια της προς το μέρος μας, από την άλλη. Η μυρωδιά της αρμύρας ακουμπάει το σώμα μας. Παγώνει, χαλαρώνει, αφήνεται και μαλακώνει… Ο ήλιος αν και άγριος και επιθετικός (από ανθρώπινη βλακεία) είναι ευεργετικός, τουλάχιστον τα πρώτα λεπτά της εξόδου μας από τα δροσερά δωμάτια της μεγάλης μπλε, καταφύγιο η ψάθινη ομπρέλα. Τα τζιτζίκια απλά δίνουν το σύνθημα για ακόμα μια ζεστή, καλοκαιρινή μέρα. Επιτέλους, αρχίζουμε να νιώθουμε άνθρωποι με την έννοια της λέξης και όχι ζαλισμένοι και κουρασμένοι οδοιπόροι της καθημερινότητας. Βλέπουμε το τοπίο και πραγματικά το αισθανόμαστε, δεν το προσπερνάμε. Είμαστε… Ο χρόνος κυλάει αόρατα. Μισό-ανοίγω νωχελικά τα μάτια κάτω από το τεράστιο, μωβ ‘Ρένα Βλαχοπούλου’ ψάθινο καπέλο μου και τα μαύρα μου γυαλιά. Δεν ξέρω αν κοιμάμαι, αν νυστάζω, αν βαριέμαι. Αυτό το συναίσθημα μ’ αρέσει, δεν θέλω να τελειώσει αφού το απολαμβάνω σπάνια. Γύρω μου υπάρχει ένα βουητό, σαν να με προσπερνά ένα μελίσσι, αλλά, περίεργο, δεν είναι καθόλου ενοχλητικό… παιδικές φωνές, τραγούδια, τζιτζίκια, βήματα, το κύμα που σκάει στην αμμουδιά, όλα μαζί μπερδεμένα. Ξανακατεβάζω το κεφάλι, αφού έχω πιει μια γουλιά παγωμένου καφέ. Αδειάζει το μυαλό από σκέψεις και η καρδιά από βαριά συναισθήματα. Σπάνιο…

Friday, August 04, 2006

Για λίγο θα φύγω…

Έχοντας αφήσει ένα μέρος από την αύρα μου (εύχομαι να είναι καλή και ευγενική) να καλοδέχεται φίλους σε αυτό το κομματάκι του αόρατου πλανήτη που ονομάζεται blog, η φυσική μου υπόσταση θα απομακρυνθεί για λίγες μέρες… για να ξεκουραστεί (αν τα καταφέρει). Λίγες μέρες αποτοξίνωσης και ανεμελιάς (πρώτα ο Θεός). Ειλικρινά εύχομαι το ίδιο και για όσους αποφάσισαν να ‘κατεβάσουν’ ρολά για λίγες ημέρες. Με το καλό να ανταμώσουμε… και να είμαστε λίγο καλύτερα από πριν… Ευχές βέβαια… Μέσα στο καλοκαιρινό κλίμα είμαι, αλλά μόνο εγκεφαλικά κυρίως μέσω των αναμνήσεων… Συνεχώς υπάρχουν εκκρεμότητες, θέματα της τελευταίας στιγμής… Τέλος πάντων, φιλοδοξώ να διαβάσω… τέσσερα με πέντε βιβλία. Δεν είμαι κριτικός ή οτιδήποτε άλλο… αναγνώστης απλός είμαι, διαβάζω γιατί το γουστάρω (αν μου επιτρέπετε το ρήμα…) . Παίρνω βιβλία με την καρδιά μου, ενώ χάνομαι με τις ώρες στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο. Αλλά φέτος, θα κάνω και κάτι άλλο…. Εκτός από το ‘A Wild Ride through the Night’ by Walter Moers που έχω ήδη προμηθευτεί και βέβαια το best-seller ‘little Infamies’ by Panos Karnezis (που το περίμενα μήνες για να το διαβάσω από το πρωτότυπο!) και να τελειώσω το ξανά-διάβασμα του Makbeth, φέτος, μέσα στη βαλίτσα μου, θέλω να πάρω κοντά μου νέα βιβλία που απέκτησαν υπόσταση διαφορετική, ζωντανή και απτή μέσα από αυτό το blog, γιατί είχα την τύχη να ‘γνωρίσω’ έστω και μέσω του διαδικτύου τους δημιουργούς τους, που με τίμησαν με την παρουσία τους και τη γνώμη τους εδώ. Είναι πολύ διαφορετικός λοιπόν ο τρόπος που θα προσεγγίσω αυτά τα βιβλία… Θα έχουν ένα άγγιγμα προσωπικής επικοινωνίας… Θα πάρω μαζί μου λοιπόν για δώρο σε μια φίλη μου που θα συναντήσω στις διακοπές μου (αφού το έχω ήδη διαβάσει) το πρώτο βιβλίο του Χρήστου Φασούλα, o οποίος μάλιστα ήταν εκείνος που με παρότρυνε να ‘ανοίξω’ το blog (http://fasoulas.blogspot.com/), θα διαβάσω το πρώτο βιβλίο του Νίκου Παργινού (http://nikosparginos.blogspot.com/) και βέβαια, ένα παιδικό παραμύθι του Μάνου Κοντολέων (http://manoskontoleon.blogspot.com/)... (κάποια στιγμή θα ήθελα να αναφερθώ και για τους ανθρώπους που διαβάζουν με μεράκι και αγάπη βιβλία και μοιράζονται τη γνώμη τους, όπως η Σταυρούλα Σκαλίδη(http://stavroulascalidi.blogspot.com/), ο nuwanda (http://www.book.attack.gr/), η ελληνική λογοτεχνία (http://diavazo.blogspot.com/) και ακόμη κάποιοι. Θα το κάνω αργότερα, όταν θα μπορέσω να κάνω σωστά τα links και να προσθέσω και αγαπημένους στο blog μου… Συγχωρέστε την άγνοιά μου, για κάποιο λόγο κάπου κάνω λάθος και μου βγήκαν τα μισά link και τα άλλα μισά... τέλος πάντων, όσο ζω μαθαίνω, δεν τα καταφέρνω τόσο με αυτά... ). Ειλικρινά εύχομαι από την καρδιά μου να περάσετε όμορφα, ότι και αν κάνετε, να έχετε υγεία και να ευχαριστηθείτε….

Thursday, August 03, 2006

Στιγμές καλοκαιρινής θαλασσινής αύρας

Ζέστη... το μαγιώ που φορούσα από το σπίτι κολλούσε επάνω μου, αλλά εγώ ήμουν υπερήφανη που ξεκινούσε η περίοδος των διακοπών μου. Τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα πάνω στα πεύκα τραγουδούσαν ακόμη δυνατότερα εκείνη τη μέρα, αφού είχε ζέστη και ο ήλιος πύρωνε την πέτρα. Το καραβοτσακισμένο φορτηγό χοροπηδούσε πάνω στις τεράστιες πέτρες του πρώην μονοπατιού, νυν δρόμου (λέμε τώρα). Μια απόσταση δεκαπέντε χιλιομέτρων την κάναμε μέσα σε δύο ώρες, καταλαβαίνετε ταλαιπωρία. Εμείς, τα παιδιά, καθόμασταν πίσω στην καρότσα! Ήταν η τεράστια επιθυμία μας να είμαστε ελεύθεροι, να μας χτυπάει το πρόσωπο ο αέρας που μύριζε ρετσίνι, να βλέπουμε τον ελαιώνα, να κοιτάμε γύρω το ταλαιπωρημένο από τη ζέστη πράσινο πευκόδασος και βέβαια να μας ταρακουνάει ακόμα περισσότερο το φτωχό φορτηγό στις πλάτες του... Φτάσαμε στο εξοχικό που είχε χτίσει ο προπάππος μου και που ήταν ακριβώς πάνω από τη θάλασσα... Σπίτι-δρόμος-θάλασσα. Ο ήλιος έριχνε προκλητικά πάνω από τη πλανεύτρα θάλασσα τις ακτίνες του... Σχηματίζονταν ένα νέο χρυσό βασίλειο... καθόμουν αφηρημένη και κοιτούσα αμίλητη μπροστά σε τέτοια συγκλονιστική εικόνα. Και επιστροφή στην πραγματικότητα... Εκεί οι γονείς μου βοηθούσαν τη γιαγιά και τον παππού, καθάριζαν, τακτοποιούσαν... αλλά, τα δυο χαμίνια του σπιτιού, με πρωτεργάτη τον αδερφό μου και εμένα από πίσω, να κρέμομαι από την κάθε του κουβέντα, μικρότερη γαρ, ορμούσαμε με δύναμη στο νερό αμέσως μετά από ελάχιστα λεπτά... Τέτοια λαχτάρα που είχα να μπω μέσα σ'αυτό το γιγάντιο, διάφανο φυσικό στοιχείο που με χάιδευε και με προστάτευε... Μπορούσαμε να μείνουμε μέσα ώρες αμέτρητες... ώσπου καραβοτσακισμένοι και εξαντλημένοι σαν ναυαγοί του γλυκού νερού, όπως ήμασταν, μας τραβούσαν έξω για να φάμε... Μερικές φορές δεν είχαμε καν το κουράγιο να φάμε... Λίγη ώρα καλοκαιρινής σιέστας (με το ζόρι για να κατέβει το φαγητό ώστε να μην πνιγούμε, ευτυχώς οι άνθρωποι ήταν λογικοί) και μετά πάλι, εκεί... στην κρυστάλλινη, βαθειά, μπλε αγκαλιά της. Αν και απόγευμα, ο ήλιος σε αυτό το μέρος της Ελλάδας σε σπρώχνει να βυθίζεσαι μέσα στο παγωμένο νερό με ευχαρίστηση... Ξαναρχίζεις τις βουτιές και κοιτάς το βυθό, γύρω σου είναι γεμάτο ψαράκια και αχινούς. Μετά ανοίγεις τα μάτια σου ενώ ανεβαίνεις από μακροβούτι και αισθάνεσαι ότι το εκτυφλωτικό φως που συναντούν τα μάτια σου σε οδηγεί σε άλλους, φανταστικούς τόπους, οι γλάροι γύρω σου να κολυμπούν στον αέρα με συνδιασμούς και συμβολισμούς που ποτέ δεν κατάλαβες και ενώ ο ήλιος αρχίζει και κρύβεται πίσω από το λόφο για ακόμα ένα βράδυ σκορπίζοντας στο διάβα του μαβιά, κόκκινα, πορτοκαλιά και χρυσαφιά χάδια, εσύ αισθάνεσαι ότι δεν ανήκεις πουθενά, ότι δεν είσαι κανένας, ότι ο χρόνος έχει μείνει ακίνητος, ότι η φύση με τις μαγικές της μυρωδιές από πεύκο, σχοίνα και θαλασσινή αρμύρα, είναι εσύ... Η απόλυτη ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Τέτοιες είναι οι αναμνήσεις μου από τα παιδικά μου καλοκαίρια, καλοκαίρια χωρίς νερό (πλενόμασταν με κανάτες), χωρίς φως (δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γιαγιά, που μας έκανε όλα τα χατήρια, που κάποιο βράδυ άναψε φωτιά στην παραλία και μας τηγάνισε πατάτες πάνω στα βότσαλα), χωρίς παγωτά, σοκολάτες και γλυκά αφού δεν υπήρχε ψυγείο (αλλά με λουκούμια και με υποβρύχιο και δροσερό νερό και φυσικά, καρπούζι και πεπόνι που βάζαμε στη γλύφα για να κρυώσουν) και με ύπνο στην παραλία (όπου το πρωί ξυπνούσαμε από έναν μεγαλόπρεπο ήλιο που μας θύμιζε ότι τα πόδια μας βουτούσαν στο θαλασσινό νερό, αφού είχαμε τσουλήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας), σε αυτό το απομονωμένο, τόσο άγριο για τα αυτιά μας, μέρος του πλανήτη... Καλοκαίρια αθωότητας. Εποχές αθωότητας (ίσως εξωραϊσμένα από τις παιδικές μνήμες... αλλά όμορφα χρόνια). Το λατρεύω αυτό το μέρος! Τί θυμήθηκα τώρα...