Tuesday, February 27, 2007

Μεγάλες προσδοκίες… πολλές ερωτήσεις!

Εκτός από αγαπημένο πολυδιαβασμένο βιβλίο… κάποιες φορές το ακούω να μου φωνάζει μέσα μου. Είναι η φωνή της λογικής και της ισορροπίας. Με μαλώνει και με κόβει. Και με προσγειώνει. Η προσγείωση πονάει, αλλά πάντα είναι σεβαστή, αφού μας βάζει στα σωστά μας δεδομένα και πάνω απ’ όλα στις σωστές προσδοκίες. Αλλά τι είναι σωστό και τι λάθος και ποιος το κρίνει αυτό; Και πόσο οι άλλοι, από μια ηλικία και μετά ξέρουν τι είναι σωστό και τι λάθος; Δεν είναι ευκολότερο να το κρίνουμε όσο μεγαλώνουμε;

Δεν αισθάνεσαι μερικές φορές σαν να είσαι μέλος ενός τεράστιου συστήματος; Αμέτοχος και αγχωμένος, ανάμεσα σε δουλειές, κοινωνικές και φιλικές υποχρεώσεις, αγάπες, έρωτες, χωρισμούς, παιδιά, διάβασμα, άσχετες εργασίες που 'πρέπει να γίνουν' και εκεί, ανάμεσα, με το ζόρι, εσύ και ο εαυτός σου. Τότε που πρέπει να τον αντικρίσεις κατάματα... Και μόλις τολμήσεις, μέσα στην καχεκτική σου εβδομάδα που πρέπει να έχει πενήντα ώρες επιπλέον για να είσαι σωστός και να δεις τα πράγματα διαφορετικά, να πεις, ‘αρχίζω κάτι δημιουργικό, κάτι για μένα!’ εμφανίζεται αυτός ο εαυτός του ‘πρέπει’ να σου κουνά απειλητικά το χέρι. Μερικές φορές δεν νιώθεις ότι βγαίνεις από το σώμα σου και παρακολουθείς τον εαυτό σου να μοιράζεται σε στρώματα; Αριστερά και δεξιά… Και μαλώνουν, φυσικά... Τί άλλο;

Γκρι εαυτός:

Έχεις μεγάλες προσδοκίες λες. Πάντα στοχεύεις πολύ ψηλά. Πάντα κοιτάς τόσο μπροστά που άλλοι ούτε καν τολμούν να αντικρίσουν. Γιατί φοβούνται. Γιατί το πολύ φως τους τυφλώνει. Γιατί εκεί ψηλά εκτίθεσαι και γιατί το οξυγόνο είναι λιγοστό. Γιατί να θέλεις να ρισκάρεις τον εαυτό σου; Γιατί να ‘εκτεθείς’ έτσι; Ποιο το όφελος, ποια η ουσία αυτού που ψάχνεις; Είναι έπαρση και εγωισμός αυτή σου η επιλογή; Και εσύ γιατί να το κάνεις αυτό τον πόλεμο με όλους και όλα;’

Ροδί εαυτός:

Γιατί αν δεν στοχεύσεις ψηλά το χαμηλά είναι κάτω από τα πόδια σου. Γιατί αν δεν ανοίγεις το βλέμμα στον γαλανό ορίζοντα θα μείνεις να κοιτάς τους τοίχους, γιατί αν δεν ανέβεις με βήματα στέρια και γεμάτα αγώνα, κάποια στιγμή θα ζαλιστείς είτε από την έλλειψη οξυγόνου είτε από το βρώμικο καυσαέριο που ανασαίνεις κάθε μέρα. Γιατί να μην τολμήσεις; Το όφελος είναι ότι δοκίμασες τον εαυτό σου και τις δυνάμεις σου. Τον τσαμπουκά και την ψυχική σου αντοχή. Το να θέλεις να γίνεις καλύτερος λέγεται έπαρση ή αγώνας; Πόλεμος με κανέναν… Ανάγκη εξέλιξης ονομάζεται αυτό… τίποτα άλλο.’

Ώρες ερωτήσεων. Λίστες ολόκληρες ερωτήσεων. Χρόνια ολόκληρα ερωτήσεις. Μήνες και μέρες αμφιβολίας. Μέχρι… να αποφασίσεις. Να πετάξεις το αλουμινόχαρτο που εξοστράκιζε τις αποφάσεις και που σε είχε καλύψει ολόκληρο σαν μεσαιωνικό πολεμιστή… Να σε προστατέψει από τι; Από τον ίδιο σου τον εαυτό. Να αποφασίσεις, να τολμήσεις να διαλέξεις, να ρισκάρεις. Να τινάξεις από πάνω σου την άμμο και την σκόνη της παραδοχής και της ευγενούς διάλυσης και να πολεμήσεις ακόμα περισσότερο, με μεγαλύτερο πείσμα.

Η ζωή μας είναι έτσι, με στεγανά προδιαγεγραμμένη και κατασκευασμένη με ακρίβεια. Και αν τυχόν αρνηθείς να γίνεις μέρος αυτού του ‘καφκικού πύργου’; Αν τυχόν θέλεις να δημιουργήσεις τους δικούς σου κανόνες ζωής; Τι τίμημα μπορείς να πληρώσεις; Αντέχεις; Πόσο; Και ποιός κάνει τη διαφορά;

Εξαρτάται πάντα από τους στόχους σου και την πίστη σου… αν θα συνεχίσεις να είσαι γκρι ή ροδί… Εμένα η φύση μου είναι που με καθοδηγεί, παράλογα μεν, χωρίς άλλη επιλογή δε, στο ροδί… και ότι γίνει!

Wednesday, February 21, 2007

Παγωμένη Λίμνη…

Η γυναίκα καθόταν δίπλα στη λίμνη. Τα μαύρα της ίσια μαλλιά φιλούσαν τις άκρες του νερού που καθρέπτιζαν τη φιγούρα της. Το πράσινο ολομέταξο ρούχο της δεμένο παραδοσιακά… όπως το επιτάσσει η εποχή της, πολύ πριν τις νέες τεχνολογίες. Πολύ πριν τον ‘πολιτισμό’ του σήμερα.

Ακουμπά με τα ακροδάκτυλά της την επιφάνεια του υγρού στοιχείου. Αλλά εκεί έξω χιονίζει. Και η επιφάνεια του νερού σχεδόν ρευστοποιείται, όσο και αν τη ζεσταίνει με τα δάκτυλά της, σαν να παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Το κορμί της είναι ακόμα ζεστό. Αντέχει. Η ζωή κυλά μέσα της και αντιστέκεται. Και εκείνη παίζει με το νερό, το χαϊδεύει, φλερτάρει, το αφήνει και κυλά ανάμεσα στα χέρια της. Και πάλι… Και βλέπει και πάλι τη φιγούρα της να φαίνεται πάνω στο νερό.

Και τότε νευριάζει. Δεν αντέχει άλλο. Και πετάει μια πέτρα στρογγυλή, μαύρη μέσα στη λίμνη. Και ο ήχος ακούστηκε σε ολόκληρη την περιοχή… Αυτός ο θόρυβος της μαύρης πέτρας μέσα στη λίμνη. Είναι πολλές οι πέτρες που είχε γύρω της. Μικρά μαύρα βότσαλα, γυαλιστερά και στρογγυλά. Τριάντα, όσες και οι μέρες που περίμενε τον πολεμιστή της μπροστά στη λίμνη, μέσα στην γυαλιστερή ασημένια του στολή. Έτσι της είχε πει, θα έρθω όταν το φεγγάρι του Φλεβάρη γεμίσει… Αλλά τίποτα. Τα δάκρυά της σχημάτιζαν βότσαλα με αναλαμπές στα χρώματα της ίριδας. Ανασήκωσε το βλέμμα της από τη λίμνη. Κοίταξε πέρα, βαθειά μέσα στον ορίζοντα, στις τρεις βουνοκορφές με τις κοφτερές, σαν άκρες από ατσαλένια στιλέτα κορφές. Σκεπασμένες και αυτές από χιόνι.

Άρχισε να κλαίει. Και να τραγουδά ένα μοιρολόι τέτοιο, που έμοιαζε τραγούδι μαγικό, που το χιόνι έγινε ζεστή βροχή, τα πουλιά την πλησίασαν και ήρθαν κοντά της να την παρηγορήσουν. Έκλαιγε για την αγάπη που είχε χάσει… για τον έρωτα που δεν είχε ζήσει. Και τότε την λυπήθηκε η νεράιδα της λίμνης και της έδωσε μια εικόνα δώρο. Τον πολεμιστή της να έρχεται, να είναι ζωντανός και να έρχεται!

Η ηρωίδα μας ένιωσε ξανά ζωντανή. Μέσα στον πυρετό του έρωτά της βούλιαξε στη λίμνη για να τον συναντήσει… Εκείνος μόλις είχε φτάσει. Το άλογό του άφριζε από την κούραση. Ήθελε να συναντήσει την αγαπημένη του. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα κομμάτι από το πράσινο μεταξωτό της φόρεμα να επιπλέει… Είχε φύγει να τον συναντήσει νωρίτερα από ότι έπρεπε… Εκείνος έκανε το ίδιο. Δεν άντεξε τον πόνο. Βούλιαξε και άφησε την νεράιδα να τον καθοδηγήσει στην αγαπημένη του.

Σε αυτή τη λίμνη στα βάθη της Κίνας ένα δέντρο έχει φυτρώσει μέσα στο νερό, λένε ότι είναι τα χέρια τους που ενώθηκαν μόλις ξαναβρέθηκαν και σε αυτό το σημείο κάθε Φλεβάρη, λευκά και ροζ λουλούδια βγαίνουν στις όχθες της λίμνης και οι μαύρες πέτρες χάνονται…

(φωτογραφία από μένα, επειδή η φύση ξεπερνά την ανθρώπινη φαντασία)

Friday, February 16, 2007

Πέντε (5) ή 'Η Θάλασσα της Νύχτας και το Φως του Σκοταδιού...'

Tότε που ζώντας στην εξοχή με τάραζε το βράδυ. Σαν να είχα γεννηθεί σε άλλο μέρος, μου ήταν δύσκολο το να ζω στη φύση. Τρόμαζα. Κουκουβάγιες, γκιώνηδες και το χειρότερό μου, νυχτερίδες αλλά και άλλα πτηνά του ουρανού εμφανίζονταν μέσα στη νύχτα σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια με τις τεράστιες φτερούγες τους να ανοιγοκλείνουν. Ίσως έφταιγε το σπίτι που ήταν δίπατο και ήμασταν αρκετά πιο ψηλά από την επιφάνεια. Ήμασταν ψηλά και όλα τα παράξενα πλάσματα της νύχτας ήταν πιο κοντά μας.

Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη νύχτα. Η πραγματικότητα φορές ξεπερνά την φαντασία του δημιουργού. Ήμουν - δεν ήμουν έντεκα ετών. Χιόνιζε. Και με το ένστικτο που έχουν τα παιδιά, δεν ξέρω ποιος ξύπνησε ποιον, αλλά βρεθήκαμε να κοιτάμε και οι τρεις, τα δυο αδέρφια μου και εγώ, η μοναδική κόρη, το χιόνι. Να σκεπάζει απαλά το χόρτο, τις τριανταφυλλιές, το δρόμο. Και νομίζω ότι ήταν η πρώτη και μοναδική φορά που πραγματικά άκουσα το χιόνι να πέφτει… ή ίσως η μνήμη να έχει δημιουργήσει δικές της αναμνήσεις.

Και τότε μπροστά μας εμφανίστηκε μια τεράστια λευκή κουκουβάγια. Μας έκοψε τα πόδια. Τα φτερά της, υπολογίσαμε τότε, είχαν άνοιγμα ένα, ενάμισι μέτρο. Τρέξαμε να κρυφτούμε λες και η καημένη κουκουβάγια θα μας έτρωγε… Τέτοια λοιπόν η σχέση μου με τη νύχτα… Σχέση φόβου. Ειδικά στις τρεις τη νύχτα έπρεπε να είμαι στο κρεβάτι μου με μάτια κλειστά! Ίσως να έφταιγε που από μικρό (και ιδιαίτερα μελετηρό) παιδί διάβαζα τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων σειρά βιβλίων ‘Μύθοι, Θρύλοι, Παραδόσεις’ όπου εκεί τα ξωτικά, οι λάμιες, οι νεράιδες και η νύχτα είχαν άμεση σχέση. Μη μιλήσω για την τηλεόραση…

Λίγο αργότερα άρχισε να αποκαθίσταται η σχέση μου με τη νύχτα. Όσο μεγάλωνα, ωρίμαζα, ισορροπούσα και εγώ η ίδια τόσο η νύχτα σταματούσε να είναι μεταφυσική και τρομακτική. Συγκεκριμένα όλα ξεκίνησαν από την αγάπη μου για τα ηλιοβασιλέματα… Δεν μπορεί, τέτοια ομορφιά, τέτοια χρωματική τελειότητα πρέπει να συνεχίζεται… έλεγα Και πράγματι, άρχισα να κατανοώ το βαθύ μπλε, γιατί δεν είναι μαύρο, του σύμπαντος που εμείς βλέπουμε. Άρχισα να βλέπω, όχι σκοτάδι αλλά απλά χώρο ανάμεσα στο κάθε αστέρι που καθόλου τυχαία δεν είναι τοποθετημένο στο σύμπαν. Άρχισα να βλέπω μια άλλη πραγματικότητα. Καθαρή, χωρίς το φως του ήλιου που τυφλώνει εγωιστικά και δεν σε αφήνει να αντιληφθείς μιαν άλλη πραγματικότητα. Ότι είσαι μέρος του όλου. Ότι είσαι και εσύ και η μικροσκοπική φιγούρα σου, η ελάχιστη ανάσα σου, μέρος ενός ανεξήγητου, αλλά ιδιαίτερα συμπαγούς έργου. Ότι αυτό το σκοτάδι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια θάλασσα, θάλασσα φωτός, αρκεί να τη δεις με άλλα μάτια. Και όπως λένε οι σοφοί, πρέπει να περάσεις μέσα από το βαθύτερο σκοτάδι για να δεις πραγματικά…

- επειδή ο george, η ηλιαχτίδα, η ange-ta, η ladybug, ο δημήτρης μαμαλούκας, η bebelac και η stardust/georgia με έβαλαν στη λίστα τους (με τίμησαν) με τα πέντε άτομα και ζήτησαν να αποκαλύψω κάτι - τα παιχνίδια δεν είναι το φόρτε μου, το έκανα με τον τρόπο μου (είναι ένα νέο μπλογκοπαιχνίδι - τι σου είναι ο άνθρωπος! εφευρετικό ον). -

(φωτογραφία από το σπίτι μου, τα απογεύματα... )

Saturday, February 10, 2007

Το Ρολόι...

Η Λίνα ήταν ένα υπέροχο πλάσμα. Άργησαν οι γονείς την να την αποκτήσουν και ο Θεός τους την έδωσε με όλα τα καλά. Από παιδί ήταν ευγενική, γεμάτη καλοσύνη και αγάπη στον συνάνθρωπο. Και έτσι μεγάλωνε. Σε ένα σπίτι με αγάπη και οργάνωση. Της άρεσε αυτό. Αυτή η οργάνωση της έγινε δεύτερη φύση.

Πραγματικά, τα έφερε έτσι η ζωή και στα είκοσι-οκτώ της είχε γνωρίσει έναν υπέροχο άνθρωπο, στα είκοσι-εννέα της έκανε το πρώτο της παιδί, στα τριάντα της το βάφτισαν, άλλαξε δουλειά μετά από δύο χρόνια, ενώ ήδη είχαν αλλάξει αυτοκίνητο και ξεχρέωναν το σπίτι. Όλα με πρόγραμμα. Και αυτό είναι τόσο θεμιτό!

Αλλά η Λίνα είχε ξεφύγει. Είχε κάνει τη ζωή της κουτάκια. Πρόγραμμα ακόμα και τα Σαββατοκύριακα για τα πάντα… Καμία χαλαρότητα και αυθορμητισμό. Ο άνδρας της και η κορούλα της κάποιες φορές κουράζονταν να την ακολουθήσουν, αλλά εκείνη, γεμάτη διάθεση και ζωή, έκανε ‘πρόγραμμα’. Έβλεπε στο γραφείο την Κατερίνα, μια συνάδελφο που ήταν τόσο ‘χύμα’ και την εκνεύριζε. Όλα τα άφηνε τελευταία στιγμή, όλα σε εκκρεμότητα. Η Λίνα τρόμαζε και έδειχνε και μια τρομερή απέχθεια στους ανθρώπους που δεν είχαν πρόγραμμα. ‘Μοιάζουν ασυνάρτητοι και ασύνδετοι με τη ζωή… Όταν κάνεις πρόγραμμα, κάτι καταφέρνεις.’ συνήθιζε να λέει, κρίνοντάς τους.

Ώσπου ήρθε εκείνη η μέρα ή μάλλον νύχτα. Ημέρα Ιουλίου. Αρχή διακοπών για την οικογένεια. Η Λίνα είχε κλείσει το ξενοδοχείο από τα τέλη Μαρτίου, είχε στείλει προκαταβολή αρχές Απριλίου και είχε στείλει στο ενδιάμεσο επτά-οκτώ μαίλ για να επιβεβαιώσει ότι όλα είναι καλά. Πραγματικά, φτάνουν στον υπέροχο προορισμό.

Το πρώτο βράδυ και ενώ κοιμάται βαριά, νιώθει μια παρουσία μέσα στο δωμάτιο. Προσπαθεί να κινηθεί αλλά τίποτα, να φωνάξει, αλλά φωνή δεν βγαίνει. Ο άνδρας της κοιμάται τόσο βαριά που ούτε καν την ακούει. Και τότε βλέπει μια φιγούρα που όσο πήγαινε φώτιζε και έλαμπε και έφτασε στο σημείο να σκύψει το κεφάλι της και να καλύψει το πρόσωπό της μπροστά σε αυτή την έξω από τα ανθρώπινα, δύναμη. Γονάτισε από φόβο και άκουσε μια φωνή.

‘Έχεις καταλάβει ότι ζεις και αναπνέεις γιατί το Σύμπαν, ο Θεός το επιθυμεί; Έχεις καταλάβει ότι η ζωή σου και η υγεία των δικών σου δεν εξαρτάται από σένα; Ότι το δικό σου ανόητα φτιαγμένο πρόγραμμα δεν λειτουργεί στο παραμικρό αν δεν το θέλει Εκείνος; Έχεις καταλάβει ότι πρέπει να σταματήσεις να λειτουργείς σαν ρολόι, αφού έχεις φυσική κίνηση μέσα σου που δεν την αφήνεις να λειτουργήσει; Χαλάρωσε και αφέσου. Δέξου με αγάπη όσα καλά και όσα αρνητικά σου συμβαίνουν. Να ευγνωμονείς για την κάθε στιγμή που σου χαρίζεται. Ευκαιρίες αγάπης δημιούργησε όχι προγράμματα χρόνου.’ Και το φως, η φωτεινή φιγούρα, όπως ήρθε, έφυγε.

Η Λίνα όλη την υπόλοιπη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Έκλαιγε. Γιατί τόσο καιρό έβαζε ακόμα και πάνω από τα συναισθήματα τα δικά της και των αγαπημένων της το πρόγραμμα. Χωρίς καν να συνειδητοποιήσει ότι εκείνη δεν ελέγχει τίποτα απολύτως… Τίποτα! Νόμιζε ότι με τον έλεγχο του χρόνου θα κέρδιζε τη ζωή της, από ανασφάλεια και φόβο το έκανε. Θνητή ήταν και η Λίνα μας όπως όλοι.

Αργότερα εκείνη τη μέρα τους ανακοίνωσε φιλώντας τους με δύναμη και αγκαλιάζοντάς τους ‘τέρμα τα ρολόγια’ και πέταξε το ρολόι της στην τσάντα. Ήταν και αυτό μια αρχή… (Αργότερα, έμαθε ότι η 'χύμα' συνάδελφος ήταν πρώην 'οργανωτική' αλλά είχε αποφασίσει να αλλάξει όταν έμαθε ότι έπασχε από κάποια ιδιαίτερα σοβαρή ασθένεια. Κάποια πράγματα εξηγούνται...)

(φωτογραφία από την ατμοσφαιρική 'Κρύα' της Λειβαδιάς, τραβηγμένη μια ιδιαίτερα κρύα μέρα)

Friday, February 02, 2007

Μπορεί να συμβεί; Ναι μπορεί!

Αν δεν προσπαθήσεις, ίσως γίνει! Πρώτη φορά το αντιμετώπιζε αυτό η Ζωή, αλλά της συνέβη! Γαλήνη...

Άλλοι άνθρωποι είχαν ανάγκη να ερωτευτούν για να αισθανθούν έτσι. Άλλοι έπρεπε να ξαναγεννηθούν. Άλλοι, να κερδίσουν το μεγαλύτερο βραβείο του κόσμου. Άλλοι, να κοιμηθούν τόσο άνετα και ξένοιαστα όσο καμία ή έστω μία φορά στη ζωή τους. Άλλοι να βρεθούν στην άλλη άκρη του κόσμου και να δουν μια θάλασσα τουρκουάζ μπροστά τους ή την ψηλότερη βουνοκορφή του κόσμου. Άλλοι να βρουν επιτέλους τον θησαυρό που έψαχναν μια ζωή. Άλλοι να φορέσουν το ακριβότερο διαμάντι της γης.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πάθει εκείνο το πρωινό. Στην αρχή νόμισε ότι κάτι ήταν στραβό μέσα της. Έψαχνε να δει τι άσχημο είχε πάθει, ξανά. Ποια στενοχώρια, ποιο κόμπλεξ, ποιο τερατάκι είχε ξαναεμφανιστεί στο προσκήνιο. Ποιον σκοτεινό εχθρό έπρεπε να πολεμήσει αυτή τη φορά μέσα της, φυσικά.

Αλλά είχε κάνει λάθος. Το κατάλαβε αργά το απόγευμα εκείνης της μέρας. Στιγμές από την ευτυχία που ένιωθαν οι άλλοι είχε συγκεντρώσει μέσα της. Τόσο όμορφα ένιωθε η Ζωή. Έτσι, χωρίς λόγο. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Χωρίς να θέλει κάποιον συγκεκριμένα. Ένιωθε την καρδιά της να σπάει από ένταση και προσμονή ακούγοντας τα αγαπημένα της τραγούδια στο ραδιόφωνο. Έτσι, χωρίς λόγο. Ένιωθε γεμάτη και πλήρης κοιτώντας τη θάλασσα, ενώ κεριά αρωματισμένα γέμιζαν το χώρο. Ένιωθε παράξενα πλήρης. Δεν περίμενε να ‘κολλήσει’ την ευτυχία της σε προσμονές και σε μελλοντικές καταστάσεις. Δεν ζητούσε κανέναν και τίποτα. Ούτε το παρελθόν της τη στοίχειωνε. Ήταν απλά κενή από οτιδήποτε παρελθοντικό και μελλοντικό. Ζούσε την κάθε στιγμή του τώρα, σαν να ήταν η τελευταία της. Δεν ήξερε πως έγινε αυτό… Απλά έγινε. Απαλά και ήρεμα. Απλά υπήρχε… Απλά ένιωθε, αν ζωγραφίζαμε τα συναισθήματά της, ότι βρισκόταν σε ήρεμη κατάσταση ξαπλωμένη πάνω σε ένα σύννεφο, ενώ ήταν φωτεινή και λαμπερή, ήρεμη και ήσυχη.

Τι είχε αλλάξει μέσα της, έστω και για λίγο; Τι ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει σε τέτοια καθαρή και φωτεινή κατάσταση, που καμία σχέση δεν έχει με την απάθεια; Δεν ήξερε πως ακριβώς να το χαρακτηρίσει. Ακόμα και σήμερα, που το θυμάται δεν μπορεί.

Η Ζωή γενναία, αποφάσισε να το απολαύσει χωρίς φόβο, όσο περισσότερο μπορούσε. Όσο κρατούσε. Δεν ήξερε αν θα ζούσε τέτοια ησυχία μέσα της ξανά. Πριν χτυπήσει το τηλέφωνο, η πόρτα και έρθουν οι αγαπημένοι της και την επαναφέρουν στην γνωστή και οικεία καθημερινότητα. Το ζούσε όσο περισσότερο μπορούσε. Ένιωθε αυτή την απόλυτη ηρεμία μέσα στην ψυχή και στο σώμα της, αυτό το δώρο Θεού. Αυτή την απαλή μουσική στην ψυχή της. Τόλμησε να αφήσει το φως να μιλήσει στην καρδιά της.

(αρωματισμένη από ανθισμένες αμυγδαλιές photo: από μένα λίγες μέρες πριν έξω από το Μοναστήρι του Όσιου Λουκά)