Saturday, January 19, 2008

Ένα ποίημα...

Καλή μου Σταυρούλα, συνήθως δεν προλαβαίνω να ακολουθώ τα 'παιχνίδια' αλλά σ'αυτό συμμετέχω. Μου θύμισες το αγαπημένο ποίημα που με συνοδεύει από τα 14 μου χρόνια και δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα...

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσά του Αὐγούστου στὸνμεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα.
Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζειςἀκόμηστὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁΘεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα

Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺἔφευγανΒάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους.
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τουὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰστήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴνἀνατολὴ τὸν ἥλιου

Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τίγύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰεὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰστήθια μουτὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰδάχτυλαΜὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἕσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτηφορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.

Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες -
Μὰ θυμᾶμαιπόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺχαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ' ἄφησα τότες

Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρασπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ' ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατονερὸ
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺκλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέταιὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ' ἀντηχεῖ τὸΑἰγαῖο.

(Προσανατολισμοί) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Wednesday, January 09, 2008

To μαγικό κουτί

Έξω ο βοριάς λυσσομανούσε ενώ εκείνη έβλεπε τηλεόραση κάνοντας συνεχώς ζάπινγκ. ‘Μόνη μου, ακόμα ένα βράδυ.’ Σκέφτηκε βαριεστημένα, ενώ έπεσε το μάτι της σε ένα εξαιρετικό τηλεμάρκετινγκ συσκευών κοπής λαχανικών. Ήδη είχαν περάσει τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά και είχε γλιτώσει, για ακόμα μια φορά την αυτοκτονία, αφού η μοναξιά την είχε κυκλώσει επικίνδυνα. Το μόνο που την είχε γλιτώσει από το πέσιμο, την ώρα που άκουγε στα γύρω διαμερίσματα ‘Καλή Χρονιά’, φωνές και γέλια, ήταν μια στατιστική που έλεγε ότι τρεις στους τέσσερις που αυτοκτονούν από τον πέμπτο όροφο, το μετανιώνουν στον τέταρτο. Έτσι έκλεισε την πόρτα και μπήκε μέσα να δει τι άλλο, τηλεόραση.

Η Κάτια άλλαξε κανάλι. Ένας ευπροσήγορος γέροντας εξηγούσε εις μάτην σε ένα παντελώς αδιάφορο ακροατήριο την έλλειψη ποιότητας στην ζωή μας. Αναστέναξε… Και μετά πάτησε ένα κουμπί κατά λάθος. Η οθόνη μαύρισε! Σαν να τη ρούφηξε το κουτί μέσα της! Βρέθηκε όχι σε κανένα μαγικό μέρος, αλλά στο απέναντι διαμέρισμα, εκείνο με τον όμορφο άνδρα που ποτέ της δεν είχε τολμήσει να μιλήσει, ούτε καλημέρα να πει! Εκείνον που κοιτούσε μήνες τώρα και παρατηρούσε τη ζωή του σαν σε ταινία. Και τώρα; Τώρα βρισκόταν με το τηλεκοντρόλ στο χέρι απέναντι από τον Στέφανο. ‘Σε περίμενα τόσο καιρό!’ της είπε με ένα χαμόγελο στα χείλη.

Το τηλεκοντρόλ της έπεσε από το χέρι. Ξύπνησε με πονοκέφαλο ενώ η τηλεόραση πουλούσε λαστέξ και κρέμες από σαλιγκάρια. Επιτέλους, μέσα στην παραζάλη της διέκρινε έναν θόρυβο συνεχή. Κάποιος χτυπούσε την πόρτα! ‘Καλησπέρα, έχετε λίγο μέλι; Με πονάει ο λαιμός μου και σκέφτηκα να χτυπήσω σε σας! Συνήθως σας βλέπω από το παράθυρό μου και ξέρω ότι δεν κοιμάστε… ’ Ο όμορφος άνδρας βρισκόταν στο κατώφλι της. Η Κάτια προσπάθησε να φτιάξει τα μαλλιά της… ‘Ναι Στέφανε, αμέσως!’ Ο άνδρας την κοίταξε καλά-καλά. ‘Μα που ξέρετε το όνομά μου;’ Η Κάτια χαμογέλασε… Στην τηλεόραση ένα ανοιξιάτικο τοπίο σκόρπισε τις μυρωδιές του στο χώρο.

photo of the Graham Green building, Edinburg