Wednesday, April 04, 2012

Τα τρένα που φύγαν...


(αφιερωμένο στην φωτεινή ψυχή με την υπέροχη φωνή που με το δικό της λιθαράκι άλλαξε και τη δική μου ζωή)

Την είχα συναντήσει και αναγνωρίσει στο ασανσέρ μεγάλου νοσοκομείου ενώ επισκεπτόμουν δικό μου άνθρωπο. Κοιταχτήκαμε και αυθόρμητα χαμογελάσαμε χωρίς να πούμε κουβέντα. Την αναγνώρισα αμέσως, Ήταν περιποιημένη, χωρίς ίχνος μακιγιάζ, λεπτή και μικροκαμωμένη, σαν ένα μικρό πουλάκι και παρατήρησα το έντονο βλέμμα της, καλοσυνάτο και έναν σταυρό στο λαιμό της.

Κατεβήκαμε στον ίδιο όροφο.  Περπάτησα στον διάδρομο ακόμα μια μέρα, νιώθοντας στο κάθε μου βήμα και στο κάθε εκατοστό του κορμιού μου, τον ανθρώπινο πόνο ανά εκατοστό του ορόφου, του κτιρίου, του τετραγώνου. Ο χρόνος στα νοσοκομεία παύει να είναι ο ίδιος, μετράνε οι πληγές, οι βελόνες, οι δύσκολες ανάσες. Πόσο πόνο κλείνουν αυτές οι πόρτες και πόση σωτηρία ταυτόχρονα…

Και εκεί που όλα ήταν σιωπηλά, λίγο πριν το τέλος του επισκεπτηρίου, ο διάδρομος και το κάθε δωμάτιο χωριστά, σίγησαν από φωνές, τηλεόραση και θορύβους και πλημμύρισαν μια βραχνή, μελωδική φωνή που γέμισε τον όροφο, το κτίριο όλο, εκείνη τη στιγμή την πόλη ολάκερη!  

«Τα τραίνα που φύγαν, αγάπες μου πήρανε, αγάπες και κλαίνε, ποια μοίρα τις μύρανε

Δωσ’μου χέρι να πιαστώ να πιαστώ να κρατηθώ ένα γέλιο μια ματιά και ανασταίνεται η καρδιά

Το τραίνο σε πήρε, πουλί χελιδόνι μου, σε τύλιξε η νύχτα, κι ορφάνεψα μόνη μου.»

Και μόλις τελείωσε αυτό το τραγούδι και αφού όλοι μας καταλάβαμε ποια μεγάλη κυρία του Ελληνικού τραγουδιού ήταν, ήρθε στο κάθε δωμάτιο χωριστά, να ευχηθεί ‘καλή υγεία’. Μπήκε στο δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια και η απίστευτη θετική της ενέργεια ξόρκισε κάθε φόβο και πόνο τα δευτερόλεπτα που ήταν μαζί μας. Έσφιξε το χέρι του δικού μου ανθρώπου, του είπε ‘μη φοβάστε τίποτα, μια χαρά θα πάτε, να πιστεύετε στο Θεό, κοιτάτε και εμένα, δεν μου έδιναν μια μέρα και έχω ζήσει επτά χρόνια!’  Το δωμάτιο μόλις έφυγε, είχε γεμίσει κλάματα ευγνωμοσύνης και κανένας δεν έκανε τον κόπο να τα κρύψει ή να προσποιηθεί τυπική συμπεριφορά.

Έμαθα αργότερα από τις νοσοκόμες, ότι πήγαινε από όροφο σε όροφο για να τραγουδήσει με ότι φωνή της είχε απομείνει και να δώσει κουράγιο στους αρρώστους (ενώ έκανε χημειοθεραπείες η ίδια). Με τη φωνή της μόνο, με αυτή την υπέροχη φωνή που της είχε απομείνει…

Εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω πως, όλοι μας είχαμε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, μια γλύκα, δεν ήταν τραβηγμένα και παραμορφωμένα τα χαρακτηριστικά μας…

Ένα μήνα μετά και αφού όλα (δόξα τω Θεό είχαν πάει καλά) είχαν επιστρέψει, σχεδόν, στην καθημερινότητά τους, άκουσα στις ειδήσεις, διάβασα για τον θάνατό της…  

Έκλαψα  από την ψυχή μου. Όχι γιατί την γνώρισα πρόσφατα, όχι γιατί τραγούδησε, αλλά γιατί ενώ ήξερε τι θα συμβεί, ήξερε, εκείνη παλικαρίσια, τις τελευταίες της μέρες δεν έκλαιγε τη μοίρα της, δεν είχε απομονωθεί, δεν περίμενε να φύγει, δεν κοιτούσε μέσα της,  αλλά συνειδητά έδινε ότι προλάβαινε, προσέφερε παρηγοριά σε άλλους. Και είχε τόσο πολύ απόθεμα μέσα της Θεέ μου... Με μια φωνή, με μια φράση, με μια ψυχή…

Αν αυτό δεν είναι δύναμη, αν αυτό δεν μας δίνει έμπνευση, τότε τι αξίζει να μας δώσει;

Φωτεινή αγκαλιά και καλημέρα,

Αλεξάνδρα

(photo by me, a very dear place...)






Γαλανά, Καθάρια μάτια… σαν τον Καλοκαιρινό Ορίζοντα

(Μια ιστορία που έχω γράψει παλιά, πολύ αγαπημένη...)

Τον θυμάμαι χρόνια πριν… Καθόταν στην βεράντα, χειμώνα-καλοκαίρι. Και πίσω του η δίφυλλη μπλε πόρτα με το μπρούτζινο χεράκι. Φορούσε πάντα γιλέκο και μισό-τριμμένο μάλλινο παντελόνι. Πίσω του οι δυο λόφοι, σαν να τον προστάτευαν. Ήταν τόσο γέρος που οι ρυτίδες που σχηματίζονταν στο πρόσωπό του, έμοιαζαν με χαραγμένο χάρτη… Μιας χώρας άγνωστης. Ήταν ένας άνδρας μειλίχιος, γεμάτος αισθαντικότητα και αγαθοποιός, όπως έλεγαν όλοι στο χωριό, που αν και χτυπημένος από τη ζωή και τη μοίρα (ή είναι το ίδιο και το αυτό η ζωή και η μοίρα; Τέλος πάντων) αντιμετώπιζε τα πράγματα με κουράγιο εντυπωσιακό. Η αγροικία ήταν παλιά, βασανισμένη από τον χρόνο, έμοιαζε τόσο ταιριαστή με τον ιδιοκτήτη της. Κτίριο με παλιά κεραμίδια, ασπρισμένους τοίχους, μερικές φορές ο κατεστραμμένος σοβάς έδειχνε την στιβαρή πέτρα που στήριζε το κτίριο.

Την πρώτη φορά που τον είχα δει, τέλος Δημοτικού πρέπει να ήμουν, καλοκαίρι ήταν, τον είχα φοβηθεί. Κοιμόταν και εμείς οι ‘σπόροι’ της γειτονιάς είχαμε όρεξη για σκανταλιές. Εγώ ειδικά, είχα πρόσφατα χάσει τον πατέρα μου και δεν με χωρούσε ο τόπος. Ο ουρανός, στιγμιαία, είχε σκεπάσει με το αιθέριο πέπλο του τον καυτό ήλιο. Και εκείνος σαν να το κατάλαβε, άνοιξε τα μάτια του μονομιάς. Και πέτυχε εμένα το βλέμμα του να τον παρατηρώ ανάμεσα από τα ξύλινα κάγκελα. Μάτια τόσο καθαρά και γαλανά, όσο μια καλοκαιρινή μέρα. Ίσως περίμενα μάτια γέρικου, σχεδόν τυφλού σκύλου και βρήκα μάτια παιχνιδιάρη έφηβου. Από τότε άρχισε η διαδικασία γκρεμίσματος των στερεοτύπων που είχα στο μυαλό μου… Να μην πιστεύω αυτό που βλέπουν τα μάτια μου, αλλά αυτό που κρύβει η καρδιά του καθενός που είχα απέναντί μου. «Έλα εδώ εσύ!» ήταν οι πρώτες του κουβέντες με τη βροντερή του, γενναιόδωρη φωνή.

Εγώ είχα χάσει τον πατέρα μου, παππού δεν γνώρισα και εκείνος ήταν μόνος στη ζωή. Ο ένας μας συμπλήρωνε σαν δεκανίκι τον άλλο… Ο ένας σπασμένο πόδι, ο άλλος χέρι. Πότε τα καταφέρναμε να ισορροπούμε, πότε όχι. Αλλά αυτή η ιδιόμορφη, καθημερινή παρέα μας άρεσε. Και τις περισσότερες φορές στη βεράντα. Χειμώνα-Καλοκαίρι. Εκείνος ήταν στη δύση της ζωής του και εγώ στην ανατολή… Η μάνα μου θορυβημένη θετικά από την εξέλιξή μου από μέτριο και αδιάφορο μαθητή σε καλό, ερχόταν πότε να μας φέρει πίττα, πότε να μας φέρει φασόλια-σούπα και ζυμωμένο ψωμί και μας παρατηρούσε σιωπηλά. Μας τάιζε και μας νοιαζόταν και τους δυο. Διάβαζα να περάσω στο Πανεπιστήμιο με δική του προτροπή, αφού στο μεταπολεμικό χωριό μου, το φροντιστήριο ήταν πολυτέλεια. Αλλά εκείνος με έσπρωχνε… Είχε τελειώσει το Σχολαρχείο, ήξερε να με καθοδηγεί και μου ενέπνεε σιγουριά εκεί που δεν είχα δράμι. «Μόλις γίνεις φοιτητής, ξέχνα τα κοντά παντελονάκια! Κύριος σωστός θέλω να γίνεις. Άνθρωπος καλλιεργημένος! Ότι έχεις στο μυαλό σου ποτέ δεν πρόκειται να στο πάρει κανείς… Εκεί χτίζεις τώρα.» μου έλεγε και με προέτρεπε να συνεχίσω το διάβασμα. Συγκεκριμένα, κάθε απόγευμα πήγαινα εκεί και διάβαζα δυνατά τύπους φυσικής, ενώσεις χημείας, ανώμαλα ρήματα και ουσιαστικά, ιστορία… Και εκείνος εκεί, να με στηρίζει απλά ακούγοντας την ανάγνωσή μου.

Αφού πέρασα στο Πανεπιστήμιο, κάτι που για εκείνον ήταν απόλυτα φυσικό, για λίγο, ξέχασα τη μάνα, το χωριό, τους φίλους μου που έμειναν εκεί να καλλιεργούν τα χωράφια και τον κυρ-Γιάννη. Η Αθήνα, η Μητρόπολη ήταν ελκυστική, γεμάτη ήχους, χρώματα, αρώματα, φώτα όλη τη νύχτα, φλερτ, σπουδές… Τόσα πράγματα μπροστά μου και εγώ τόσο άπειρος και διψασμένος... Εκείνο το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου. Είχα να τον δω μήνες ολόκληρους αφού οι μετακινήσεις τότε ακόμα δεν ήταν εύκολες ούτε και τα λεφτά τα ξεκολλούσε η χήρα μάνα μου από τον τοίχο, και το χαρτζιλίκι που έπαιρνα στις οικοδομές όσα σαββατοκύριακα δούλευα μου κάλυπταν προσωπικές ‘πολυτέλειες’ όπως βιβλία, τυρί ναξιώτικο και κανένα μπουκάλι βερμούτ. Ρωτούσα τη μητέρα μου από το τηλέφωνο για εκείνον και εκείνη μου έλεγε ότι του πήγαινε φαγητό, ψωμί, φάρμακα και καραμέλες που τόσο του άρεσαν. Η οικογένειά μου τον είχε ‘υιοθετήσει’. «Έχει καταπέσει Κώστα μου… ο παππούς. Φώναξα και γιατρό προχθές. Δεν τον βλέπω καλά. Εσύ τρως καλά;» Μου είχε πει η μητέρα μου το προηγούμενο Σάββατο που την είχα πάρει.

Εκείνο το βράδυ είχαμε μεθύσει με βερμούτ και υποσχέσεις από όμορφες κοπέλες και αδιάκοπο φλερτ με το φεγγάρι και τη θάλασσα. Και είχα αγοράσει και το πρώτο μου πακέτο με τσιγάρα… Άσσος ήταν, του Παπαστράτου. Μαγική νύχτα. Αλλά ξύπνησα στην πρώτη ώρα… Τον είχα δει να έχει έρθει στο φοιτητικό μου, φτωχικό κοινόβιο. Είχε έρθει πάνω από το προσκεφάλι μου, με ακούμπησε, με φίλησε στο μέτωπο και με αποχαιρέτησε. Θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω με τις κουβέντες του «Εγώ σε είχα σαν γιο και εγγονό μου μαζί. Τους είχα χάσει όλους με την Κατοχή και εσύ με έκανες να θέλω να συμπαθήσω το ανθρώπινο γένος ξανά. Μου χάρισες την αγάπη σου απλόχερα, χωρίς να ζητήσεις τίποτα, μου έδωσες ζωή από τη ζωή σου… Την ευχή μου, αγόρι μου.» και μετά χάθηκε. Η μορφή του έσβηνε σιγά-σιγά. Ξύπνησα με κλάματα.

Το πρωί, ημέρα Κυριακή, πήρα τη μητέρα τηλέφωνο στο μπακάλικο του χωριού. Ώσπου να έρθει η μάνα, ο κυρ-Στάθης μου τα έδωσε τα μαντάτα. «Σου τα είπα Κωστάκη; Ο γέρο-Καιρός*, που φρόντιζε η μάνα σου, ο κυρ-Γιάννης πέθανε…» Εκείνη την ώρα η μάνα του βούτηξε το τηλέφωνο. «Έσβησε… Θα έρθεις;» Με ρώτησε μονάχα. Εγώ μόνο το κεφάλι μου μπορούσα να κουνήσω, καταφατικά.

Σήμερα που σας μιλάω είμαι εξήντα ετών… έκανα οικογένεια, παιδιά, άνοιξα επιχείρηση μόνος μου και επιδιώκω να είμαι Άνθρωπος. Άλλες φορές τα καταφέρνω άλλες όχι… Αλλά έχω τις κουβέντες του μέσα μου. Ακόμα και σήμερα ξέρω ότι έχω έναν φύλακα-άγγελο στο πλάι μου… Όταν η ζωή με αγριεύει με τις κακοτοπιές και τις φουρτούνες της και προσπαθεί να με διαλύσει, εγώ έχω κάπου να πάω… Ανηφορίζω και πάω ακολουθώντας το μονοπάτι στο σπίτι ανάμεσα στους δυο λόφους μέρα καλοκαιρινή και εκεί με περιμένει ο καρδιακός φίλος και θετός παππούς μου να με παρηγορήσει και να με βοηθήσει να βρω τη λύση, μόνος μου… Με τα γαλανά του, καθάρια μάτια να με κοιτά γαλήνια. Γιατί η ζωή μας φέρνει αγγέλους… αρκεί να έχουμε ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας και να τους αφήσουμε να σταθούν πλάι μας.


*= αυτό το παρατσούκλι είχε γιατί είχε ζήσει χρόνια και κακουχίες.

(Η ιστορία είναι απόλυτα φανταστική. Απλά σε εποχές βρώμικων χαρακτήρων, εξαθλιωμένων καταστάσεων, αδικίας και υποκρισίας, θεώρησα σημαντικό να διηγηθώ μια απλή και καθαρή ιστορία, την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία ψυχής… και το πώς μπορεί κάποιος να αγγίξει την ψυχή ενός παιδιού, ενός ανθρώπου στην εξέλιξή του σε όλα τα επίπεδα).
Photo by me, Nafplion