Τα τρένα που φύγαν...
(αφιερωμένο στην φωτεινή ψυχή με την
υπέροχη φωνή που με το δικό της λιθαράκι άλλαξε και τη δική μου ζωή)
Την είχα συναντήσει και αναγνωρίσει
στο ασανσέρ μεγάλου νοσοκομείου ενώ επισκεπτόμουν δικό μου άνθρωπο. Κοιταχτήκαμε
και αυθόρμητα χαμογελάσαμε χωρίς να πούμε κουβέντα. Την αναγνώρισα αμέσως, Ήταν περιποιημένη, χωρίς
ίχνος μακιγιάζ, λεπτή και μικροκαμωμένη, σαν ένα μικρό πουλάκι και παρατήρησα το έντονο βλέμμα της,
καλοσυνάτο και έναν σταυρό στο λαιμό της.
Κατεβήκαμε στον ίδιο όροφο. Περπάτησα στον διάδρομο ακόμα μια μέρα, νιώθοντας στο κάθε
μου βήμα και στο κάθε εκατοστό του κορμιού μου, τον ανθρώπινο πόνο ανά εκατοστό
του ορόφου, του κτιρίου, του τετραγώνου. Ο χρόνος στα νοσοκομεία παύει να είναι ο ίδιος, μετράνε οι πληγές, οι βελόνες, οι δύσκολες ανάσες. Πόσο πόνο κλείνουν αυτές οι πόρτες και
πόση σωτηρία ταυτόχρονα…
Και εκεί που όλα ήταν σιωπηλά, λίγο
πριν το τέλος του επισκεπτηρίου, ο διάδρομος και το κάθε δωμάτιο χωριστά, σίγησαν από φωνές, τηλεόραση και θορύβους και πλημμύρισαν
μια βραχνή, μελωδική φωνή που γέμισε τον όροφο, το κτίριο όλο, εκείνη τη στιγμή
την πόλη ολάκερη!
«Τα τραίνα που
φύγαν, αγάπες μου πήρανε, αγάπες και κλαίνε, ποια μοίρα τις μύρανε
Δωσ’μου χέρι
να πιαστώ να πιαστώ να κρατηθώ ένα γέλιο μια ματιά και ανασταίνεται η καρδιά
Το τραίνο σε πήρε, πουλί χελιδόνι μου, σε τύλιξε η
νύχτα, κι ορφάνεψα μόνη μου.»
Και μόλις τελείωσε αυτό το τραγούδι και αφού όλοι μας καταλάβαμε
ποια μεγάλη κυρία του Ελληνικού τραγουδιού ήταν, ήρθε στο κάθε δωμάτιο χωριστά,
να ευχηθεί ‘καλή υγεία’. Μπήκε στο δωμάτιο με δάκρυα στα μάτια και η απίστευτη θετική
της ενέργεια ξόρκισε κάθε φόβο και πόνο τα δευτερόλεπτα που ήταν μαζί μας. Έσφιξε
το χέρι του δικού μου ανθρώπου, του είπε ‘μη φοβάστε τίποτα, μια χαρά θα πάτε, να
πιστεύετε στο Θεό, κοιτάτε και εμένα, δεν μου έδιναν μια μέρα και έχω ζήσει
επτά χρόνια!’ Το δωμάτιο μόλις έφυγε,
είχε γεμίσει κλάματα ευγνωμοσύνης και κανένας δεν έκανε τον κόπο να τα κρύψει ή
να προσποιηθεί τυπική συμπεριφορά.
Έμαθα αργότερα από τις νοσοκόμες, ότι πήγαινε από όροφο σε όροφο για να
τραγουδήσει με ότι φωνή της είχε απομείνει και να δώσει κουράγιο στους αρρώστους
(ενώ έκανε χημειοθεραπείες η ίδια). Με τη φωνή της μόνο, με αυτή την υπέροχη
φωνή που της είχε απομείνει…
Εκείνο το βράδυ, δεν ξέρω πως, όλοι μας είχαμε ένα ανεπαίσθητο
χαμόγελο, μια γλύκα, δεν ήταν τραβηγμένα και παραμορφωμένα τα χαρακτηριστικά μας…
Ένα μήνα μετά και αφού όλα (δόξα τω Θεό είχαν πάει
καλά) είχαν επιστρέψει, σχεδόν, στην καθημερινότητά τους, άκουσα στις ειδήσεις,
διάβασα για τον θάνατό της…
Έκλαψα από την
ψυχή μου. Όχι γιατί την γνώρισα πρόσφατα, όχι γιατί τραγούδησε, αλλά γιατί ενώ ήξερε
τι θα συμβεί, ήξερε, εκείνη παλικαρίσια, τις τελευταίες της μέρες δεν έκλαιγε τη μοίρα της, δεν
είχε απομονωθεί, δεν περίμενε να φύγει, δεν κοιτούσε μέσα της, αλλά συνειδητά έδινε ότι προλάβαινε, προσέφερε
παρηγοριά σε άλλους. Και είχε τόσο πολύ απόθεμα μέσα της Θεέ μου... Με μια φωνή, με μια φράση, με μια ψυχή…
Αν αυτό δεν είναι δύναμη, αν αυτό δεν μας δίνει
έμπνευση, τότε τι αξίζει να μας δώσει;
Φωτεινή αγκαλιά και καλημέρα,
Αλεξάνδρα
(photo by me, a very dear place...)
<< Home