Thursday, February 09, 2012

O Ήλιος Μπήκε Μέσα Στο Σπίτι




Η Χαρά, όνομα και πράγμα, ήταν μαζί με τον Πέτρο αρκετά χρόνια. Φτιάχνανε το σπίτι τους, ένα υπέροχο διαμέρισμα με βεράντα σε μια όμορφη πολυκατοικία της δεκαετίας του ’50 με μάρμαρα, ξύλινα πατώματα, ξύλινο με λεπτομέρειες από μπρούτζο ασανσέρ, ένα κρυμμένο στολίδι στην άγρια και ταυτόχρονα τρομοκρατημένη Αθήνα, δηλαδή η Χαρά το επισκεύαζε, αφού της το είχε χαρίσει η γιαγιά της. Πήγαινε κάθε βδομάδα και το έφτιαχνε σιγά-σιγά το έβαφε, του έβαζε έπιπλα και η ζωή τους κυλούσε φαινομενικά ήρεμα. Όμως, μια μέρα, ο Πέτρος εξαφανίστηκε. Κυριολεκτικά έφυγε από τη ζωή της, χωρίς να της πει ούτε μια κουβέντα. Πλήρωσε τους λογαριασμούς του, πήρε μια βαλίτσα μπλε και δεν επέστρεψε ποτέ.

Στο μεταξύ, η Χαρά κλείστηκε, αρρώστησε και δεν το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Φορούσε μόνο μαύρα και συνήθισε να περπατάει με έναν κόμπο στο λαιμό της. Και όταν την συνάντησα, τρόμαξα να τη γνωρίσω. Είχε αδυνατήσει, είχε χάσει τη φρεσκάδα και το χαμόγελό της. Μέχρι τη μέρα που της είπαν να πάει να δει το σπίτι της γιαγιάς επειγόντως, αφού μετά την πρόσφατη καταιγίδα, ακούγονταν θόρυβοι από τα παραθυρόφυλλα και ενοχλούσαν τους γείτονες.

Η Χαρά πήγε με το πάσο της, μια ηλιόλουστη αλλά παγωμένη Κυριακή με βαριά καρδιά. Ξεκλείδωσε τρεις φορές την παλιά πόρτα που έτριξε στο άνοιγμα. Αρχικά, τα μάτια της συνάντησαν σκοτάδι πλήρες. Μετά διέκρινε με τα μάτια της μνήμης, ένα καθιστικό και την κουζίνα και τον απέναντι τοίχο, έναν τοίχο γεμάτο ξύλινα παραθυρόφυλλα που μερικά από αυτά έμοιαζαν να είχαν μισό-ανοίξει, σκόνταψε μπροστά στο τεράστιο τασάκι που ήταν γεμάτο με τα αποτσίγαρα που είχε παρατήσει κάτω στο πάτωμα, όταν εκείνος την είχε αφήσει. Μετά άκουσε το θόρυβο και τρόμαξε, όμως κατευθύνθηκε προς τα παράθυρα. Άκουσε την καρδιά της να κάνει αντίλαλο στο χώρο. Άρχισε να ανοίγει ένα-ένα διαδοχικά τα παραθυρόφυλλα.

Και το φως, το άπλετο φως του ήλιου άρχισε να φωτίζει σε τεράστιες λωρίδες το χώρο μέχρι που ολόκληρος ο ήλιος μπήκε στο σπίτι. Η Χαρά ανακουφίστηκε. Έκλεισε τα μάτια της ενώ ο ήλιος της χάιδευε το πρόσωπο και τα βλέφαρα. Δεν ήξερε πόση ώρα κάθισε έτσι. Όμως… κάτι δεν της ερχόταν καλά. Έπρεπε να δει έξω, να βγει στο μπαλκόνι και… τι να δει! Ένα μπαλκόνι γεμάτο με λουλούδια ανθισμένο! Ζουμπούλια, υάκινθοι, νεραγκούλες, το μπαλκόνι της ήταν ένας κήπος γεμάτος αρωματικά λουλούδια και πολύχρωμους συνδιασμούς…  Δεν είναι δυνατόν, τα είχε ξεχάσει όλα όσα είχε φτιάξει και είχε παρατήσει. Όσο εκείνη κοιτούσε μόνο μέσα της, η ζωή συνεχιζόταν και όλα ομόρφαιναν γύρω της, ερήμην της. Γονάτισε. Άρχισε να αγγίζει τα πέταλα και να χαϊδεύει το κάθε λουλούδι ξεχωριστά, σαν να το ευχαριστούσε. Επιτέλους ξαναζούσε, η πληγή είχε γιατρευτεί.

Από αυτό το σπίτι δεν ξαναέφυγε. Μετακόμισε και είναι τόσο ευτυχισμένη εκεί. Κοιμάται με τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά, θέλει να την ξυπνάει ο ήλιος και να βλέπει τα ανθισμένα λουλούδια της, έτσι και αλλιώς δεν φοβάται κανέναν και τίποτα πλέον, το μπαλκόνι της είναι στον 4ο όροφο.





Κάπου διάβασα την παρακάτω φράση και θυμήθηκα την ιστορία που μόλις σας αφηγήθηκα, την ιστορία της Χαράς. “God doesn’t give you the people you want, he gives you the people you need. To hurt you, to help you, to leave you, to love you and to make you the person you were meant to be.”

Με την ευχή να αγαπάμε καθημερινά τον εαυτό μας (ώστε να μπορούμε να δώσουμε και στους άλλους), παρά τα χτυπήματα της ζωής σε κάθε επίπεδο, και με τη γνώση ότι αυτοί που αντέχουν και επιζούν κάνουν τη διαφορά στη ζωή…

Με αγάπη και φωτεινή αγκαλιά,

Αλεξάνδρα