Tuesday, November 20, 2007

Το Ταξίδι στα Πέρατα του Κόσμου...

Aφιερωμένο σε έναν μικρό πανέμορφο άνθρωπο που ήρθε στη ζωή την προηγούμενη εβδομάδα… Με όλη μου την αγάπη…

Τα μάτια μου είχαν θαμπώσει από το πολύ φως. Μόλις είχα βγει στην επιφάνεια… δυο υπέροχα γαλάζια μάτια με κοιτούν με λατρεία και ακόμα ένα ζευγάρι καστανά δακρύζουν. Αλλά αυτό είναι το τέλος της ιστορίας μου.

Η αρχή ήταν διαφορετική. Δεν ξέρω πότε απέκτησα συνείδηση. Ξέρω ότι κολυμπούσα για μήνες, προστατευμένος από κάθε τι κακό, άκουγα φωνές και τραγούδια για μήνες… Κολυμπούσα μέσα σε μια θάλασσα από τριαντάφυλλα. Αισθανόμουν χάδια, αισθανόμουν τη μουσική, γευόμουν το παγωτό που σου άρεσε μαμά… Έμοιαζε ατελείωτος ο χρόνος, όπως είναι το σύμπαν…

Ξέρω ότι ταξίδευα για καιρό για να έρθω στην αγκαλιά σας. Ταξίδευα μέσα στο φως και στη ζεστασιά, αλλά ταξίδευα. Γι’ αυτό και είμαι κουρασμένος και θέλω να κοιμάμαι... Ξέρω ότι μ’ αγαπήσατε πριν έρθω… Με λαχταρήσατε και με επιθυμήσατε. Μόνο έτσι θα μπορούσα να έρθω… Μου ζητήσατε να έρθω και ήρθα κοντά σας. Ξέρω ότι τα μάτια μου σας εξετάζουν τόσο πολύ και σας παραξενεύει. Κουβαλάω γνώση που θα πρέπει να ξεχάσω και να αποκτήσω ξανά… από την αρχή.

Δεν περίμενα ότι ο ερχομός μου θα σήμαινε αγωνία αλλά και πόνο για σας και για μένα. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχε πόνος ανάμεσά μας μαμά… Αλλά και μια απίστευτη, ασύλληπτη, αστείρευτη χαρά. Φως είναι αυτό που έχει γεμίσει το σπίτι σας και το ξέρετε. Ταξίδεψα πολύ όλους αυτούς τους μήνες. Εξελίχθηκα, μεγάλωσα, δημιουργήθηκα. Μέσα στο σύμπαν, ανάμεσα από τα φωτεινά αστέρια, τους λαμπερούς κομήτες και το περίεργο φως που περιβάλει τα πάντα στο διαστημόπλοιο που λέγεται ουρανός, ταξίδεψα πολύ για να κατέβω και να εμφανιστώ στη ζωή σας. Γιατί με ζητήσατε… και ήταν η ώρα μου να έρθω στην αγκαλιά σας.

photo: (c) anne geddes

Tuesday, November 06, 2007

Οι σκιές...

1662 – Ρότερνταμ

Η Κατερίνα καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα. Η κίνηση εκκρεμούς που έκανε το σώμα της αυθόρμητα, έμοιαζε νωχελική. Λίγες άσπρες-μπλε πορσελάνες (ντελφ) ήταν κρεμασμένες με περηφάνια δίπλα στην τραπεζαρία. Έξω από το παράθυρο, δίπλα της λυσσομανούσε ο άνεμος και η βροχή. Το τοπίο ήταν γκρίζο. Το τζάκι είχε μισό-σβήσει. Η φιγούρα της φαινόταν ήρεμη. Μόνο η ταχύτητα των δακτύλων της και των δύο βελονών και της κλωστής πρόδιδαν τον εκνευρισμό της.

Το ρολόι πάνω από το τζάκι χτυπούσε τα δευτερόλεπτα με ζήλο. Θα μπορούσε να μοιάζει με πίνακα ολλανδού ζωγράφου, αφού το ολόλευκο πρόσωπο με το λευκό μαντήλι, η μακριά της φούστα και το μισό-σκότεινο δωμάτιο φωτίζονταν από τις σκιές που χοροπηδούσαν πότε στο χώρο και πότε στην ανθρώπινη ύπαρξη. Και μετά ακούστηκε το κλειδί στην ξύλινη πόρτα. Εκείνη πετάχτηκε, αλλά κράτησε την υπομονή της, συνεχίζοντας την πάλη των χεριών της με τις βελόνες. ‘Ήρθαν!’ σκέφτηκε.

Δύο άνδρες ταλαιπωρημένοι, παγωμένοι, βρεγμένοι και θυμωμένοι εμφανίστηκαν. Ακόμα μια μέρα στη γη, ακόμα μια μέρα να πολεμούν με τα φράγματα και τη στάθμη της θάλασσας. ‘Ανησύχησα!’ τους είπε η Κατερίνα.

‘Δεν έπρεπε… Σου είχα πει ότι θα είμαστε με τους υπόλοιπους στο φράγμα. Τι θέλεις τώρα;’ Απάντησε ο άνδρας της.

‘Δεν είπα τίποτα, απλά… είπα ότι νύχτωσε και ανησύχησα αν όλα είναι καλά. Φοβήθηκα για σας...’ Τους απάντησε εκνευρισμένα.

‘Ε, φυσικά εσύ είσαι γυναίκα, όταν μπλέκονται τα φουστάνια ξέρουμε τι γίνεται, δεν ξέρουμε;’ Αναρωτήθηκε ο σύζυγος και ο νεαρός γιος συμφώνησε βουβά. Την κοίταξαν απαξιωτικά και της κοπάνησαν την πόρτα φεύγοντας ξανά μέσα στη νύχτα.

‘Πάμε για ένα ποτό στο καπηλιό, εδώ δεν μας σηκώνει το κλίμα…’ ακούστηκε από τον άνδρα της, αφήνοντάς την ξανά μόνη.

Η Κατερίνα γύρισε στη φωτιά. Κατέβασε το κεφάλι της μετανιωμένα, νιώθοντας τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. Κάθε φορά που αντιμιλούσε αυτό γινόταν. Έπρεπε να τελειώσει και αυτό το πλεκτό. Οι σκιές συνέχισαν να παίζουν πότε πάνω στον τοίχο, πότε στην καρδιά της κάνοντας την νύχτα ατελείωτη.

(εμπνευσμένο από τον πίνακα ζωγραφικής του Johannes Vermeer, ‘A Woman Holding a Balance’ 1662-1663 )