Οι σκιές...
Η Κατερίνα καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα. Η κίνηση εκκρεμούς που έκανε το σώμα της αυθόρμητα, έμοιαζε νωχελική. Λίγες άσπρες-μπλε πορσελάνες (ντελφ) ήταν κρεμασμένες με περηφάνια δίπλα στην τραπεζαρία. Έξω από το παράθυρο, δίπλα της λυσσομανούσε ο άνεμος και η βροχή. Το τοπίο ήταν γκρίζο. Το τζάκι είχε μισό-σβήσει. Η φιγούρα της φαινόταν ήρεμη. Μόνο η ταχύτητα των δακτύλων της και των δύο βελονών και της κλωστής πρόδιδαν τον εκνευρισμό της.
Το ρολόι πάνω από το τζάκι χτυπούσε τα δευτερόλεπτα με ζήλο. Θα μπορούσε να μοιάζει με πίνακα ολλανδού ζωγράφου, αφού το ολόλευκο πρόσωπο με το λευκό μαντήλι, η μακριά της φούστα και το μισό-σκότεινο δωμάτιο φωτίζονταν από τις σκιές που χοροπηδούσαν πότε στο χώρο και πότε στην ανθρώπινη ύπαρξη. Και μετά ακούστηκε το κλειδί στην ξύλινη πόρτα. Εκείνη πετάχτηκε, αλλά κράτησε την υπομονή της, συνεχίζοντας την πάλη των χεριών της με τις βελόνες. ‘Ήρθαν!’ σκέφτηκε.
Δύο άνδρες ταλαιπωρημένοι, παγωμένοι, βρεγμένοι και θυμωμένοι εμφανίστηκαν. Ακόμα μια μέρα στη γη, ακόμα μια μέρα να πολεμούν με τα φράγματα και τη στάθμη της θάλασσας. ‘Ανησύχησα!’ τους είπε η Κατερίνα.
‘Δεν έπρεπε… Σου είχα πει ότι θα είμαστε με τους υπόλοιπους στο φράγμα. Τι θέλεις τώρα;’ Απάντησε ο άνδρας της.
‘Δεν είπα τίποτα, απλά… είπα ότι νύχτωσε και ανησύχησα αν όλα είναι καλά. Φοβήθηκα για σας...’ Τους απάντησε εκνευρισμένα.
‘Ε, φυσικά εσύ είσαι γυναίκα, όταν μπλέκονται τα φουστάνια ξέρουμε τι γίνεται, δεν ξέρουμε;’ Αναρωτήθηκε ο σύζυγος και ο νεαρός γιος συμφώνησε βουβά. Την κοίταξαν απαξιωτικά και της κοπάνησαν την πόρτα φεύγοντας ξανά μέσα στη νύχτα.
‘Πάμε για ένα ποτό στο καπηλιό, εδώ δεν μας σηκώνει το κλίμα…’ ακούστηκε από τον άνδρα της, αφήνοντάς την ξανά μόνη.
Η Κατερίνα γύρισε στη φωτιά. Κατέβασε το κεφάλι της μετανιωμένα, νιώθοντας τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. Κάθε φορά που αντιμιλούσε αυτό γινόταν. Έπρεπε να τελειώσει και αυτό το πλεκτό. Οι σκιές συνέχισαν να παίζουν πότε πάνω στον τοίχο, πότε στην καρδιά της κάνοντας την νύχτα ατελείωτη.
(εμπνευσμένο από τον πίνακα ζωγραφικής του Johannes Vermeer, ‘A Woman Holding a Balance’ 1662-1663 )
<< Home