Wednesday, September 12, 2007

Ο Δρόμος...

‘Δυο τσιγάρα δρόμος.’ Έτσι έλεγε πάντα ο πατέρας που μας τηλεφωνούσε από τις στάσεις που έκανε κάθε πέντε ώρες. Αθήνα-Μόναχο με φορτηγό χειμώνα καιρό. Χρόνια δύσκολα. Που μια σοκολάτα και ένα πάζλ μετρούσαν σαν χίλια ευρώ για ένα οκτάχρονο παιδί. Έτσι ήταν τότε. Δεν είχαμε και εκτιμούσαμε… Τώρα τα έχουμε όλα δεδομένα, όλα εύκολα, όλα στο χέρι μας.

Χριστούγεννα και εκείνος πάλι έλειπε. Η σιωπή στο σαλόνι του σπιτιού έκανε κρότο. Μόνο το ρολόι του τοίχου, ένας κούκος χτυπούσε τα λεπτά με πρόστυχη αυθάδεια, χωρίς σεβασμό για τη σιωπή που κρατούσαμε για εκείνον που έλειπε. Το τραπέζι στρωμένο, το τραπεζομάντηλο κολλαριστό, τα απλά λευκά σερβίτσια τοποθετημένα με ακρίβεια. Και ήμασταν οι τρείς μας… Η μαμά, η αδερφή μου και εγώ. Η μαμά με το ζόρι κρατούσε τα δάκρυά της. Της έλειπε και δεν ήθελε να το δείξει. Εγώ και η αδερφή μου κουνούσαμε αμήχανα τα πόδια μας ενώ το ραδιόφωνο έπαιζε παλιές ορχήστρες σουίνγκ από το τρίτο πρόγραμμα.

Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μου. Αυτή η έλλειψη, μέρα Χριστουγέννων. Το βράδυ εκείνο θυμάμαι ότι έκλαψα με όλη μου την ψυχή. Το φχαριστήθηκα. Δεν νομίζω κανείς να έχει ευχαριστηθεί όπως εγώ, αφού εκείνη την ώρα όλα μου έμοιαζαν σκοτεινά και άγρια.

Εκείνο το πρωί, αν και υπναρού, ξύπνησα βιαστικά. Πέταξα τα σκεπάσματα στο πλάι. Μύριζε φρεσκοψημένος καφές, τσουρέκι και το σπίτι ήταν ήδη ζεστό, η σόμπα είχε ήδη πάρει μπροστά αγκομαχώντας. Πριν σπρώξω την πόρτα της κουζίνας, άκουσα ψιθύρους, γέλια. Και μετά κατάλαβα. Σχεδόν κλώτσησα την πόρτα και χύθηκα στην αγκαλιά του. Είχε έρθει. Εκείνη την ώρα κλαίγαμε και γελούσαμε όλοι μας από τη χαρά μας. Σκέτο πανηγύρι στο σπίτι! Και μου έδωσε και το δώρο μου. Ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρινένια παπούτσια! Τρελάθηκα. Ήπια το γάλα μου, έφαγα μια τεράστια φέτα τσουρέκι και έτσι χορτάτη, επέστρεψα στο δωμάτιο να ξανακοιμηθώ, πλέον χωρίς έννοια. ‘Δυο τσιγάρα δρόμο’ το έκανε για να είναι κοντά μας…

(photo by me, σσ. είχα καιρό να μου'ρθει έτσι ξαφνικά μια ακόμα ιστοριούλα!)