Sunday, October 14, 2007

Το Κλουβί...

Τα μάτια της δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από το παράθυρο. Περνούσε σχεδόν όλη τη μέρα σε αυτό το παράθυρο. Κοιτούσε το τεράστιο κλουβί που είχε στον κήπο και ένα χαμόγελο πάγωνε στα χείλη της. Ένα τεράστιο δωμάτιο-κλουβί γεμάτο με εξωτικά πουλιά και δέντρα κάθε είδους. Κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, πολύχρωμα και αεικίνητα. Άκουγε τα τιτιβίσματα άλλες φορές με χαμόγελο, άλλες με σπασμένα νεύρα, ανάλογα με τη διάθεσή της. Έμοιαζαν και εκείνα να ακολουθούν τις διαθέσεις της.

Άλλες φορές το τιτίβισμα ενός αηδονιού την έκανε να δακρύσει ενώ άλλες το κρώξιμο κάποιων παπαγάλων την τρόμαζε. Αλλά αυτή εκεί… Τα φρόντιζε και όσο περνούσε ο καιρός τόσο αγόραζε και άλλα. Και αυτό το κλουβί άρχιζε να μοιάζει σαν ζούγκλα. Μερικές φορές έκλεινε το παράθυρο και τα παρατηρούσε σαν εικόνα χωρίς ήχο, σαν να τα είχε παγώσει ο χρόνος, σαν ζωντανό πίνακα ζωγραφικής. Τα παρατηρούσε να κινούνται, να μαλώνουν, να διεκδικούν, να ερωτεύονται. Ποτέ της δεν είχε σκεφτεί να τα ελευθερώσει. Έτσι κυλούσαν τα χρόνια…

Εκείνο το πρωινό βγήκε στον κήπο. Είχε χιονίσει και το κρύο της περόνιαζε τα δάχτυλα. Περπατούσε και έκλαιγε. Είχε παραγγείλει το κλουβί εκείνο το βράδυ Δευτέρας, που έμαθε ότι εκείνος είχε φύγει. Εκείνη τη βραδιά που ένιωσε να πεταρίζει η ψυχή της, να θέλει να φύγει από το σώμα της και εκείνη την κράτησε με όλη της τη δύναμη, συγκρατώντας και πνίγοντας τα δάκρυά της. Από τότε μετρούσε τις μέρες με τιτιβίσματα. Άφησε την πόρτα ανοιχτή πίσω της και δεν γύρισε να κοιτάξει… Είχε έρθει η ώρα να ζήσει ξανά.