Tuesday, September 18, 2007

το κορίτσι μου

Ο μεσημεριανός ήλιος έλουζε το επαρχιακό νοσοκομείο. Το μπλε ραφ αυτοκίνητο πλησιάζει σιγά-σιγά, μέχρι που φτάνει στην είσοδο που γκαζώνει ξαφνικά, για να μην το σταματήσουν οι φύλακες. Παρκάρουν και βγαίνουν έξω. Δύο άτομα, δύο γυναίκες, ανεβαίνουν βιαστικά τα μαρμάρινα σκαλιά μέχρι το 5ο επίπεδο, την Καρδιολογική Μονάδα, όπως έγραφε μια επιγραφή έξω από την διπλή πόρτα με το τζάμι.

Τα βήματα πάνω στον πλαστικό διάδρομο του νοσοκομείου πνίγονται. Οι άρρωστοι μόλις έχουν φάει και η μυρωδιά του φαγητού είναι έντονη. Τα ρουθούνια ενοχλούνται από αυτή την επίμονη μυρωδιά. Το δωμάτιο 513. Φτάσαμε. Η πόρτα ανοίγει με θόρυβο.

Το δωμάτιο του νοσοκομείου είναι πεντάκλινο. Τέσσερα μεγάλα παράθυρα φωτίζουν το χώρο, ενώ το απαλό αεράκι λικνίζει τις κουρτίνες. Πέντε γυναίκες ηλικιωμένες βρίσκονται μέσα και κοιτούν με περιέργεια αυτούς που τάραξαν την ησυχία τους. Το βλέμμα την αναζητά, ενώ μια γυναίκα με άνοια αρχίζει να ουρλιάζει ‘Πάρτε το από πάνω μου! Καίγομαι, καίγομαι σας λέω! Λυπηθείτε με!’

Δίπλα της είναι. Κλεισμένα μάτια και μοιάζει με μωρό, χωρίς δόντια, αδύναμη, μικροκαμωμένη, τρυφερή, μοιάζει αβοήθητη. ‘Μαμά ήρθαμε! Ήρθε και η Κατερίνα, η εγγόνα σου! Δες την!’ της είπε με δυνατή φωνή η κόρη της.

Η κοπέλα την πλησίασε. Η γιαγιά είχε ακόμα κλειστά τα μάτια. Τα άνοιξε αλλά έβλεπε θολά. Δεν έβλεπε εδώ, ήταν αλλού.

Η εγγόνα άρχισε να τη χαιδεύει στα μάτια, στα μάγουλα, στο μέτωπο. Άρχισε να τη φιλάει, όπως φιλάμε ένα μωρό. Η γιαγιά είχε κλείσει τα μάτια της με αγαλλίαση. Είχε απόλυτη αδυναμία η μία στην άλλη, τριάντα χρόνια τώρα. Η εγγόνα αισθανόταν ότι βρισκόταν αλλού, σαν να έβλεπε την ψυχή να θέλει να φύγει. Της φάνηκε ότι είδε ένα περιστέρι να κάθεται στο στήθος της γιαγιάς.

‘Είσαι το κορίτσι μου γιαγιά!’ έτσι την έλεγε πάντα, αφού η γιαγιά ήταν πάντα αεικίνητη, μικρόσωμη και έμοιαζε τουλάχιστον είκοσι χρόνια μικρότερη από την ηλικία της. Και έτσι της είχε βγει το υπέροχο παρατσούκλι. Η αντιστροφή των ρόλων, ειρωνικά πλέον είχε συμβεί… Νανούριζε η εγγόνα την γιαγιά. 'Θα έρθει το λεωφορείο;' ήταν η μόνη ερώτηση που έκανε η γιαγιά. 'Ναι, σε λίγο κάνε υπομονή' της απάντησε εκείνη.

Η ώρα πέρασε, η γιαγιά έκλεισε τα μάτια, η μάνα έμεινε, η εγγόνα ήθελε να φύγει. Δεν άντεχε άλλο. Κατέβηκε τα σκαλιά του νοσοκομείου ένα-ένα αργά, ενώ μια ηλιαχτίδα φώτιζε το πλατύσκαλο.