Σε ένα βράδυ...
Του άρεσε αυτή η πτώση. Ένιωσε ότι πετάει. Και εκείνη τη στιγμή, άκουσε το θόρυβο του σκοτεινού νερού να τον καταπίνει. Έβλεπε το σκοτεινό νερό σιγά-σιγά να παίρνει χρώμα, ένα βαθύ μπλε, σαν να έβλεπε μπροστά του ένα είδος λυκόφωτος. Ήταν ένα είδος απόλαυσης. Μπορούσε να αντιδράσει αλλά δεν το έκανε, αντιστάθηκε στο ένστικτο αυτοσυντήρησης . Έκλεισε την ανάσα του και πάλεψε με την αναπνοή που ήθελε να βγει έξω. Πολέμησε και άλλο με τον εαυτό του και εκείνη τη στιγμή μετάνιωσε που δεν είχε βάλει βαρίδια στα πόδια του και πέτρες στις τσέπες. Όλα θα ήταν ευκολότερα. Προσπάθησε ξανά να συγκεντρωθεί στην πτώση.
Ξάφνου ένιωσε κάτι να τον τυλίγει. Τρόμαξε! Πανικοβλήθηκε! Ήθελε να πεθάνει ήσυχα. Να μην τον ταράξει κανείς… και να μην τον φοβίσει κανείς παρά μονάχα ο Θάνατος. Αλλά είχε υπολογίσει χωρίς την Μοίρα. Ένας ψαράς τραβούσε από πάνω, ξανά-τραβούσε με κόπο. ‘Αργύρη! Ρε Αργύρη κάτι βαρύ πιάσαμε! Έλα βόηθα με τα δίχτια ρε!’ Άκουσε μια πνιχτή φωνή. Λίγα λεπτά μετά βρισκόταν πάνω σε μια βάρκα! Τον είχαν ψαρέψει στην βάρκα Καπετάν-Ανδρέας, μεγάλη η χάρη του! Ο ψαράς με το βοηθό του σταυροκοπήθηκαν. Το ίδιο έκανε και ο φίλος μας. Ήταν ένα σημάδι. Έτσι βρεγμένος, βγήκε στο δρόμο και ξεκίνησε να περπατάει σφυρίζοντας μέσα στο σκοτάδι. Δεν είχε κάτι άλλο να φοβηθεί για απόψε.
<< Home