Friday, March 23, 2012

Όλα είναι μέσα σου




Τελικά υπάρχει ο τρόπος, υπάρχει και το μυαλό και υπάρχουν και αυτοί οι πολλοί, υπέροχα γενναιόδωροι  Έλληνες που με κάνουν να παίρνω θάρρος καθημερινά… ανασαίνω λίγο ποιο ελαφριά τελευταία. Καταλαβαίνεις; Κάθε μέρα και περισσότεροι.

Βγαίνει μια ποιότητα ανθρώπων υψηλής δόνησης, αν θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αυτό που νιώθω. Αν αυτά που ζούμε δεν είναι ξύπνημα συνείδησης, τότε τι είναι; Αυτό δεν μας έλειπε; Αυτό δεν λέγαμε ότι είχε πεθάνει μέσα μας; Το φιλότιμο; Η αλληλεγγύη; Να πιστέψουμε στον εαυτό μας; Να αγαπήσουμε και να εκτιμήσουμε ξανά την εικόνα μας; Να πονάμε και να αγαπάμε τον διπλανό μας γιατί στην πραγματικότητα εκείνος είναι εμείς; Εσύ είμαι εγώ;

Αλήθεια λέω, ανασαίνω ευκολότερα… κάτι γίνεται και δεν είναι μόνο η Άνοιξη εκεί έξω που μου αλλάζει τη διάθεση.

Μαθαίνω από κουβέντες, από το διαδίκτυο, από φίλους, για πολύ κόσμο που κάνει κάτι για κάποιους:

* Οικογένειες, φίλοι, γνωστοί που κάθε βδομάδα ανοίγουν ντουλάπες, ψάχνουν πατάρια, βρίσκουν παλιά αντικείμενα για εκείνους, απαραίτητα για άλλους, μαζεύουν και πλένουν κουβέρτες και ρούχα που δεν χρειάζονται, αγοράζουν από το σούπερ μάρκετ ψώνια και τα στέλνουν σε όσους τα χρειάζονται.

* Η ταμίας στο σούπερ μάρκετ που πληρώνει από την τσέπη της τα ελάχιστα ψώνια ενός ρακένδυτου παππού ενώ του λέει ότι της τα καλύπτει η εταιρία ενώ εκείνη τα βάζει από το υστέρημά της (και ξέρουμε πόσα δεν βγάζει η ταμίας).

* Νέοι άνθρωποι με όραμα μέσω διαδικτύου δημιουργούν διαφημίσεις για την Ελλάδα στην Νέα Υόρκη που πληρώνονται από απλούς πολίτες/crowd funding (“Up Greek Tourism”).

* Και ναι, σιγά-σιγά αλλά σταθερά (λ.χ., “Daily Secret”), πολλές εταιρίες μέσω διαδικτύου ξεκινούν από την Ελλάδα με μηδενικούς πόρους και πετούν ποιο μακριά, γιατί τελικά αυτό που έχουμε εκτός από ήλιο, θάλασσα, γη και υπέδαφος είναι άνθρωποι, μυαλό και καρδιά.

Ναι, χρειάζεται αυτή η τρέλα, αυτό το πείσμα, αυτός ο τσαμπουκάς για να πάμε ποιο πέρα. Αυτό το ‘Δεν τα παρατάω με τίποτα όμως και προσπαθώ να βρω λύση χωρίς κανένα μέσο παρά μόνο το μυαλό, την ψυχή και το αστείρευτο πείσμα μου.’

Χρειάζονται απλά οι ιδέες, οι ιδέες είναι αυτές που θα μας πάνε πέρα από το σκοτεινότερο σημείο του εαυτού μας. Όταν τις δεχόμαστε και τις αφήνουμε να αναπνεύσουν καθαρό αέρα, τότε γίνονται τα θαύματα που βλέπουμε μέσα μας και γύρω μας. Οι ιδέες μας ξεσηκώνουν, μας γοητεύουν, μας εξελίσσουν, μας φωτίζουν, κάνουν την καρδιά μας να χτυπά πιο γρήγορα και ποιο δυνατά στην προσδοκία της υλοποίησης. Και ξέρεις μέσα σου, με όλη σου την ψυχή, ότι έχοντας την ιδέα, ήδη κρατάς το μισό μυστικό στα χέρια σου. Το υπόλοιπο είναι απλά εμπόδια. Όλα είναι ήδη μέσα σου…

Γράφοντας αυτό το κομμάτι προσπάθησα να βάλω σε ένα κείμενο διαφορετικές ιστορίες και θέματα που όμως έχουν έναν παρανομαστή:  

Εσένα και εμένα και όλους μας εδώ σε αυτό το κομμάτι ευλογημένης από όλους τους θεούς, γης. Γιατί το ξέρεις έτσι δεν είναι, ότι εσύ είσαι εγώ, εγώ είμαι εσύ και όλοι μαζί μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά τον εαυτό μας, να βοηθήσουμε τους άλλους, να καθαρίσουμε μια και καλή τα παράσιτα και να τον φωτίσουμε όπως του αξίζει. Μια ιδέα δεν είναι όλα, έτσι δεν λένε;

Με φωτεινή αγκαλιά

Αλεξάνδρα


Photo by my friend (c) Costa T., Lefkada island
   

Friday, March 16, 2012

Το ραδιόφωνο


Με λένε Γιάννη και μετακόμισα από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα πριν έξι μήνες λόγω δουλειάς, όπως τα τρία τέταρτα της Ελλάδας. Εγώ, λέμε τώρα, ήμουν τυχερός βρήκα δουλειά στην Ελλάδα, προς το παρόν. Μένω σε μια πολυκατοικία κατασκευής του ’60, τόσο βρώμικη, γερασμένη και γκρίζα όσο μπορείς να φανταστείς.  Δεν θα σου πω την περιοχή, μπορείς να φανταστείς… κλειστά μαγαζιά με άδεια σωθικά, αλλοδαποί παντού και λίγοι Έλληνες, όσοι δεν έχουν να πάνε αλλού. Και η πολυκατοικία μου ένα άδειο κουφάρι από ανθρώπους, σχεδόν ολόκληρη ξενοίκιαστη.

Και η καρδιά μου αναθάρρησε όταν είδα μια φυσιολογική οικογένεια, μπαμπά, μαμά και παιδί, ένα πρωινό, να μετακομίζει. Μου θύμισε την οικογένεια που είχα αφήσει με πόνο ψυχής πίσω. Αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο ρόδινα ούτε και τόσο φυσιολογικά για εκείνους. Τα βράδια που εκείνος επέστρεφε, άκουγα να μιλάνε έντονα, να φωνάζουν και να σπάνε πράγματα και μετά, το ραδιόφωνο. Για κάποιο λόγο έβαζαν τέρμα το ραδιόφωνο για λίγη ώρα και μετά σιωπή. Σκέφτηκα να καλέσω την αστυνομία, αλλά που να μπλέξω. Και δεν ξέρω και τι κουμάσι είναι αυτός που δέρνει τη γυναίκα του. Αλλά δεν άντεχα αυτό το πράγμα ήταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Φωνές, ουρλιαχτά, συρσίματα στα έπιπλα και μετά το ραδιόφωνο τέρμα, για να μην ακούγονται οι φωνές της. Εκείνες τις φορές έπαιρνα το μπουφάν μου και έφευγα, ότι ώρα και να ήταν. Περιπλανιόμουν στους δρόμους χωρίς να ξέρω τι κάνω και που πάω και οι φωνές της εκεί, μέσα στο κεφάλι μου να ζητούν βοήθεια. Καταλαβαίνεις τι έκανε; Εκείνος τη χτυπούσε όσο ο Ρέμος και ο Βέρτης μιλούσαν για έρωτα και αγάπες. Συνήθως γυρνάμε το πρόσωπο από την άλλη, κάνουμε ότι δεν ακούμε και ότι δεν καταλαβαίνουμε και συγκαλύπτουμε όλοι μας εγκλήματα…

Ρώτησα φίλους, γνωστούς, την αστυνομία, το συζήτησα με μια φίλη μου ψυχολόγο. ‘Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα αν εκείνη, μόνο εκείνη δεν τον καταγγείλει.’ Και μια μέρα, μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας, εκείνη δεν συνοδευόταν αλλά κρατούσε τον μικρό  από το χέρι. Επιτέλους, ανάσανα ‘Να σας πω λίγο;’ Τη ρώτησα και είδα το ποιο θλιμμένο βλέμμα που έχει αντικρίσει άνθρωπος. Μια νέα κοπέλα που έμοιαζε γριά από το βάρος των όσων είχε υπομείνει και αντέξει. ‘Ορίστε’ μου είπε και κάθισε υπάκουα απέναντί μου κρατώντας το σιωπηλό, φοβισμένο της παιδί σφιχτά από το χέρι.   

‘Γιατί δεν το λέτε; Γιατί δεν κάνετε καταγγελία; Γιατί τον ανέχεστε να σας χτυπάει; Τι φταίει το παιδί; Αν σηκώσει χέρι πάνω του τι θα γίνει; Αν γίνει ο ίδιος σαν τον πατέρα του; Θα χτυπάει μια κοπέλα σαν και σένα στο μέλλον. Ο φόβος και η σιωπή μόνο χειροτερεύουν τα πράγματα. Φύγε και ζήσε ελεύθερη με το παιδί σου!’ και της έδωσα το τηλέφωνο μου και το τηλέφωνο της άμεσης δράσης και το 15900, που φάνηκε να μην ξέρει. ‘Την επόμενη φορά μίλα!’

Εκείνη με κοίταξε αιφνιδιασμένη και τρομαγμένη και σκέπασε τα χέρια του παιδιού που κοιτούσε κάτω, κατάλαβα ότι ήδη το χτυπούσε, και έφυγε με το κεφάλι της μέσα στο λαιμό της. Νόμιζε ότι με τη μουσική δεν άκουγα τίποτα ότι απομονώνονταν στο δικό τους αυτοκαταστροφικό σύμπαν έχοντας μάρτυρα τον εαυτό τους και το άμοιρο παιδί.

Μετά έφυγα για ταξίδι, με έστειλε η δουλειά αλλά δεν λέω ψέματα, κάπως τους είχα έννοια, μαζί με την δική μου οικογένεια. Τους είχα πονέσει κυριολεκτικά…

Όταν επέστρεψα η οικογένεια είχε εξαφανιστεί. Κανείς τους εκεί, μόνο μια ρόδα από ένα αυτοκινητάκι μπροστά στην είσοδο. ‘Θεέ μου, έφυγαν νύχτα!’ σκέφτηκα και φοβήθηκα τα χειρότερα για το παιδί και εκείνην.  Εχθές μόλις πήρα ένα ανορθόγραφο μήνυμα στο κινητό μου που έγραφε ‘εφηαριστο εγο και το πεδι’ και πλημμύρισε η ψυχή μου κλάματα. Τώρα ξέρω ότι γίνονται και καλά πράγματα σε αυτή την γκρίζα πόλη, αλλά ας πάρω τον γιο μου τηλέφωνο, μου λείπει ρε γαμώτο...
---

Πολλές φορές σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν χρειάζονται πολλά, μια κουβέντα, ένα τηλέφωνο και το θύμα ίσως καταφέρει να ξεφύγει.

Στέλνοντας φως και αγάπη σε όλους όσους υποφέρουν και με την ευχή να ξεφύγουν από την καθημερινή τους κόλαση,

Αλεξάνδρα 


 (Για αυτό το κείμενο μου έδωσε αφορμή ένα άρθρο που αναδημοσίευσε η φίλη μου η Σ.Σκαλίδη, ότι πάνω από 5.000 γυναίκες έχουν κακοποιηθεί το τελευταίο διάστημα http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=63631048)

Φωτογραφία (c) Gregory Colbert

Οργανισμοί
Τηλ. Αριθμός
ΓΡΑΜΜH SOS ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ
210-3220900
ΚΕΝΤΡΑ ΥΠΟΔΟΧΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΑΘΗΝΑ: 210 5235318 και 5235250
ΠΕΙΡΑΙΑΣ: 210 4112091 και 4129101
ΞΕΝΩΝΑΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
210 5244657
ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΔΡΙΚΗΣ ΒΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
(δευτ-παρ 16.00-20.00)
210 3828126
ΔΙΚΤΥΟ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΥΡΩΠΗΣ
210 7786800
ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΜΑΔΑ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑΣ
210 5221101
210 5316467
ΓΡΑΜΜΗ "ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ" ΓΙΑ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
800-118-88881
ΚΕΝΤΡΟ ΙΣΟΤΗΤΑΣ
210 3898000
ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΘΗΝΑΣ
210 3613340
ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΠΕΙΡΑΙΑ
210 4177876


Sunday, March 11, 2012

Πριν


Πέρσι τέτοιον καιρό ασχολούμασταν καθημερινά, με τα οικονομικά της Ελλάδας, όμως το γεγονός με το τσουνάμι στην Ιαπωνία είχε ξεπεράσει κάθε σενάριο τρόμου. Θυμάμαι, βλέπαμε ειδήσεις παγωμένοι, ανίκανοι να αντιληφθούμε ότι οι εικόνες Αποκάλυψης συνέβαιναν πραγματικά στην άλλη άκρη του πλανήτη και θυμάμαι το τηλέφωνο να χτυπάει επίμονα μέσα στη νύχτα.

Ήταν η φίλη μου η Κατερίνα. ‘Συγνώμη, εύχομαι να μην ενοχλώ, πρέπει να μιλήσουμε.’ άκουσα τη φωνή της πολύ ταραγμένη. ‘Τι έπαθες;’ Τη ρώτησα. Η Κατερίνα είναι ένα άτομο συγκροτημένο και γενικά έχει υπό έλεγχο τις καταστάσεις. ‘Είδα ένα όνειρο πριν τρεις μέρες, αντέχεις να ακούσεις; Με ξεπερνάει. Νιώθω ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω.’ Με ρώτησε. Αφού απάντησα καταφατικά, άρχισε να διηγείται.

‘Έβλεπα ότι είμαι σε μια παραλία τη νύχτα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια αστραφτερά που έμοιαζαν με λαμπερούς πολύτιμους λίθους. Η θάλασσα ήταν σχεδόν ακίνητη αλλά, το παράξενο, ο ουρανός ενώνονταν χωρίς ορίζοντα με τη θάλασσα σε ένα σκοτεινό, σχεδόν μαύρο-μπλε χρώμα, σαν ένα χαλί ατελείωτο που ένωνε γη και ουρανό. Όμως μου έδινε την αίσθηση της πίσσας.

Ενώ όλα ήταν όμορφα, ήταν ταυτόχρονα περίεργα, ένιωθα την ψυχή μου βαριά. Και τότε είδα… μπροστά μου έναν άγγελο στον ουρανό πετούσε βιαστικά από πάνω μου – μην με περάσεις για τρελή, σε παρακαλώ, ναι;  Εντάξει. – έναν άγγελο λοιπόν τόσο υπέροχο που αγαλλίασα. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και τόσο θλιμμένος, με έκφραση σχεδόν παγωμένη. Και μετά…’ η φωνή της έλιωσε, την άκουσα να κλαίει με λυγμούς. ‘Παιδί μου ένα όνειρο ήταν, σε παρακαλώ, μίλα να βγει από πάνω σου!’

Με λυγμούς συνέχισε ‘Και μετά θορυβημένη, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό, τα αστέρια είχαν πολλαπλασιαστεί, έτσι μου φάνηκε αλλά όχι, ήταν, ήταν χιλιάδες άγγελοι που πετούσαν προς κάποια κατεύθυνση μακριά. Και σκέφτηκα, κάτι μεγάλο θα γίνει κάπου μακριά από δω, θα φύγουν πολλές ψυχές και ανατρίχιασα… Ξύπνησα αμέσως και από τότε δεν μπορώ να βρω παρηγοριά πουθενά. Τα είδα όλα πριν, καταλαβαίνεις; Ήρθαν να τους συνοδεύσουν έτσι δεν είναι;’   

Όσο μου τα έλεγε αυτά τόσο έβλεπα στην τηλεόραση απίστευτες εικόνες, τη θάλασσα να λιώνει την ξηρά σαν βούτυρο, πολυκατοικίες να λιώνουν από πλοία που είχαν μπει στην ξηρά, θάλασσα, ξηρά, αυτοκίνητα, άνθρωποι, αντικείμενα όλα ένα κουβάρι απίστευτου τρόμου και ουρλιαχτά, ουρλιαχτά ανθρώπων και στο τέλος, το πυρηνικό ατύχημα. Συνειδητοποίησα ότι εκείνη, μέσω του ύπνου είχε ενωθεί με τη μοίρα του πλανήτη με κάποιον θεϊκό τρόπο και τα είχε δει όλα ‘πριν’, Θεέ μου, πόσο βάρος για ένα μόνο άτομο, όπως έλεγε και εκείνη… γιατί όλοι και όλα συνδέονται μέσα μας με κάποιο μαγικό κλειδί, δεν ξέρω πόσοι από μας το έχουν καταλάβει.  

Σήμερα λοιπόν ξέρω ότι εκείνη θα στείλει φως σε όλες αυτές τις ψυχές που έφυγαν αλλά και σε εκείνες που έμειναν και παλεύουν πίσω, χωρίς αυτούς που αγαπάνε… Και εμείς, παρά τα προβλήματα, ας εκτιμήσουμε ότι έχουμε κοντά μας τους αγαπημένους μας, ότι όσα και αν συμβαίνουν, το δράμα εκείνων των ανθρώπων και τον τρόμο τους δεν τον έχουμε νιώσει και ας ενώσουμε  τις σκέψεις μας για αυτούς που έχουν υποφέρει τόσο.

Με αγάπη και φωτεινή αγκαλιά

Αλεξάνδρα

Saturday, March 03, 2012

Μέρες κοντά στη θάλασσα


Ο καιρός περνούσε. Οι τελευταίες χειμωνιάτικες μέρες κυλούσαν σαν νερό και ο Μάρτης έπνεε τα λοίσθια. Είχε κιόλας μείνει κοντά ένα μήνα στο νησί. Το καυσαέριο, οι κόρνες, τα φαξ, το ίντερνετ, τα κυριλέ εστιατόρια, η υποκρισία όλων απέναντι σε όλους, τα ψεύτικα χαμόγελα και οι απατηλές υποσχέσεις, το άγχος, τα συναδελφικά μαχαιρώματα, τα νεύρα, οι εντάσεις, οι στομαχόπονοι, όλες οι καταστάσεις που ήταν και δεν ήταν αληθινές, άρχισαν να της φαίνονται μακρινές, σαν ένα κακό όνειρο. «Δεν ζούσα εκεί!» σκεφτόταν με τρόμο.

Κάθε φορά που περπατούσε στην παραλία στις Καμάρες, αισθανόταν ότι τη γνώριζε για πρώτη φορά. Η θάλασσα ξέβραζε αντικείμενα απίστευτης ομορφιάς, που πλέον δεν τα χρειαζόταν. Γέρικους αστερίες που κείτονταν στη μοναξιά της παγωμένης άμμου, κοχύλια που αυτοκτόνησαν πάνω στα βότσαλα, σαντορινιές μαύρες ελαφρόπετρες, πέτρες που χρύσιζαν στον κρύο ήλιο.

Πόσο γλυκιά μπορεί να είναι η ρουτίνα! Πρωί-πρωί την ξυπνούσε ο Ροζ με γλυκές φωνούλες, και πριν κάνουν οτιδήποτε, έτρεχαν μαζί στην παραλία, ό,τι καιρό και να είχε, έπαιζαν είτε με τα κύματα είτε με τον αέρα, και το σκυλάκι τής έφερνε ό,τι έβρισκε μπροστά του περιμένοντας το αγκάλιασμά της για επιβράβευση. Στα βράχια όμως ο μικρός της σύντροφος δεν πλησίαζε, γιατί φοβόταν τα απειλητικά κύματα.

Που και που συναντούσε κάποιον ηλικιωμένο ψαρά, καθώς όλοι οι νέοι είχαν ξενιτευτεί στην πρωτεύουσα για δουλειές, και μιλούσαν λίγο για τον καιρό και τα ψάρια.

Μετά ακολουθούσε η ώρα του πρωινού. Έτρωγαν και οι δυο τους με βουλιμία φρέσκα κουλουράκια και έπιναν γάλα. Η Νιόβη έκανε δουλειές, και μετά το μεσημέρι ο μικρός Ροζ κοιμόταν ενώ εκείνη διάβαζε, έγραφε και ζωγράφιζε. Και αισθανόταν ήρεμη. Αισθανόταν γεμάτη.

Έκανε πράγματα «γυναικεία» που δεν είχε κάνει ποτέ, και ποτέ επίσης δεν πίστευε ότι θα έκανε. Θυμόταν και γελούσε με τον εαυτό της μπροστά από την κατσαρόλα που άχνιζε ενώ έφτιαχνε γλυκό, καθώς θυμόταν τις κουβέντες της και τις —σαν «σουφραζέτα»— διακηρύξεις της: «Εγώ δεν θα γίνω “κατίνα”. Δεν θα καθαρίζω και δεν θα πλένω όλη την ημέρα. Η ουσία είναι να είσαι ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη. Δεν σπούδασα τόσα χρόνια για να λειτουργήσω σαν μια ακόμη συμβιβασμένη νοικοκυρά». Έκανε πράγματα καθημερινά, που είχε χρόνια να κάνει. Το είχε ανάγκη. Έπλενε, μαγείρευε, καθάριζε, και ο «μαζοχισμός» της υπόθεσης ήταν ότι αυτή η διαδικασία τής άρεσε.   

Το απογευματάκι, όταν είχε καλό καιρό, κάθονταν οι δυο τους στη μικρή βεράντα και αφουγκράζονταν την κίνηση που προκαλούσε η άφιξη του πλοίου στον κοιμισμένο τόπο, κοιτούσαν τα φορτωμένα αυτοκίνητα και τους λίγους βιαστικούς επιβάτες, ενώ ο αχνιστός καφές τής έκανε συντροφιά. Της φαινόταν ότι είχε μείνει πολύ καιρό στο νησί.

Ο κυρ-Στάθης την επισκεπτόταν δυο-τρεις φορές την εβδομάδα —και η κυρα-Λένη αραιότερα— για να πιει καφέ από τα χέρια της. «Τι ωραίο πράγμα να πίνεις καφέ φτιαγμένο από άλλον!» της έλεγε με χιούμορ. Και βέβαια συζητούσαν για τον τόπο του, τα νέα του νησιού, τη ρώταγε για την οικογένειά της.

«Μου φαίνεται ότι θα σε παντρέψω με τη θεία την Καίτη» του έλεγε μεταξύ σοβαρού και αστείου.

«Άντε ντε, να δω κι εγώ μια άσπρη μέρα!» της απαντούσε και γελούσαν σαν μικρά παιδιά.

«Μα καλά, πότε θα πας στην Απολλωνία, στο Κάστρο, στον Αρτεμώνα; Πότε θα φύγεις από το άσχημο λιμάνι για να κάνεις καμιά βόλτα; Δεν έχεις δει τίποτα από το νησί» την προέτρεπε.

«Όταν θα ανθίσω» του απαντούσε αστειευόμενη η Νιόβη.

Και το τζάκι πάντα αναμμένο τις νύχτες. Το ραδιόφωνο έπαιζε λιγωμένα τραγούδια τζαζ και «μπιγκ μπαντ σουίνγκ», και εκείνη με το τσιγάρο και το ποτήρι λευκό κρασί ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Μέσα στις φλόγες του νησιώτικου τζακιού λικνίζονταν μπροστά της χώρες που νοστάλγησε, αγάπες που δεν γνώρισε, πράγματα που δεν έκανε. Όλα, εκείνη την ώρα του ονείρου, πλησίαζαν κοντά της. Σχεδόν άγγιζε αυτά που δεν είχε κάνει και επιθυμούσε να πραγματοποιήσει. Τα λαχταρούσε και πονούσε από προσμονή.

Εκείνες τις δικές της ώρες δεν την ενοχλούσε κανένας, παρά μονάχα τα όνειρά της. Ούτε οι τύψεις, ούτε η νοσταλγία, ούτε η περίεργη νοοτροπία των ντόπιων, ούτε τα ταλαιπωρημένα χέρια της που ήταν ασυνήθιστα σε χειρωνακτική δουλειά. Φανταζόταν τον εαυτό της σαν χολιγουντιανή σταρ του μεσοπολέμου που σωζόταν από κάποιο μυστήριο και δυναμικό αρσενικό. Ξεπρόβαλλαν όλες οι ασπρόμαυρες ηρωίδες της μνήμης της. Γοητευτικές, μοιραίες και καταλυτικές παρουσίες. Ονειρευόταν εκείνη την εποχή, τότε που ήθελε να πιστεύει ότι τα πράγματα ήταν πιο αθώα, αν και ήξερε ότι οι άνθρωποι είναι παντού και πάντα ίδιοι. Παραμύθια και φαντασίες παιδικών απωθημένων, που όμως τα απελευθέρωνε, και η λύτρωση ερχόταν σιγά-σιγά.

Πήγε η ώρα μία. Το δωμάτιο μοσχοβολούσε κανέλλα που πάλευε να λιώσει μαζί με τα άλλα ξύλα. Οι φλόγες των κεριών συναγωνίζονταν τις φλόγες της μεγάλης εστίας, στο λίκνισμα και στο χρώμα.

(Κεφάλαιο από το βιβλίο 'Έτσι έπρεπε να γίνει...', εκδόσεις Iason Books www.iasonbooks.com.gr