Thursday, March 06, 2008

Μια τεράστια ουρά...

Ήταν ακόμη σχεδόν ξημερώματα. Τα φώτα στο δρόμο ακόμα έλαμπαν, ενώ όλοι όσοι περπατούσαν στο υγρό, βρώμικο και γκρίζο πεζοδρόμιο, έμοιαζαν ακόμα μισό-ξύπνιοι. Έμοιαζαν σαν να σκέπτονταν τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας.

Βρίσκομαι στη στάση του λεωφορείου. Το κρύο μεταλλικό κάθισμα κάθε άλλο παρά πρόθυμο να με υποδεχθεί είναι, τόσο παγωμένο και τόσο κρύο! Χάθηκε να κάνουν ένα ωραιότατο ξύλινο παγκάκι; (Λάθος, είμαι οικολόγος) Αφού τακτοποιήθηκα έτσι ώστε να κρατάω την τσάντα, την μεγάλη τσάντα στα πόδια μου, να ακούω την απαραίτητη για την ψυχική ισορροπία μουσική μου, άνοιξα το βιβλίο μου και άρχισα να διαβάζω, όπως κάθε πρωί εδώ και δεκατέσσερα συναπτά έτη. Έτσι κάνω πριν πάω στο γραφείο.

Αλλά, κάτι είχε αλλάξει. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Το βλέμμα μου έφευγε από τις λέξεις του βιβλίου, η ματιά μου πότε αντάμωνε με αγριεμένους περαστικούς, πότε με βρώμικες επιγραφές, πότε με νυσταγμένα μάτια. Μέχρι που είδα…

Μια τεράστια ουρά ανθρώπων. Έμοιαζε με συσσίτιο. Τα μάτια μου δεν σταματούσαν να τους παρατηρούν με τεράστια απορία. Τι συνέβαινε; Ποιοι ήταν και γιατί περίμεναν; Φόρεσα τα γυαλιά μου για να τους διακρίνω. Ήταν μπροστά στην τράπεζα, σήμερα ήταν Παρασκευή, λογικά, σκέφτηκα, θα περιμένουν να ανοίξει η τράπεζα… Μα όλοι αυτοί; Από τόσο νωρίς; Γιατί; Σε κλάσματα δευτερολέπτων κατάλαβα… Τα μάτια μου έβλεπαν καθαρά. Ήταν όλοι τους συνταξιούχοι. Μάτια κουρασμένα, ρυτιδιασμένα, σώματα βαριά και πονεμένα. Οργή και ταυτόχρονος πόνος με γέμισε. Άνθρωποι που ζητιάνευαν τα δεδουλευμένα μιας ζωής. Ήταν σιωπηλοί, κάθονταν όρθιοι, παρά τα χρόνια που τους επέβαλαν να λιποθυμήσουν, να ζαλιστούν να αρρωστήσουν. Εκείνοι ήταν στητοί, βουβοί, σαν να έπαιζαν όλοι τους σε μια τραγική ταινία. Εκεί ήταν η Κατερίνα που όλη της τη ζωή έβγαλε τα μάτια της ράβοντας και ξηλώνοντας για να μεγαλώσει τα παιδιά και τα εγγόνια, εκεί και ο Παναγιώτης, που στην πλάτη του κουβάλησε πολυκατοικίες ολόκληρες, μάντρες και δρόμους, εκεί και ο Παντελής που οι αριθμοί και η αριθμομηχανή έκαναν παρέα του δεκαετίες ολόκληρες, ενώ εκείνου έτρεμαν τα δάκτυλα πότε από το κρύο, πότε από το άγχος μην κάνει λάθος… Όλοι εκεί.

Έμοιαζαν σαν τεράστια μωρά, σαν να καθρεπτίζονταν η παιδικότητα και η αθωότητα στο βλέμμα τους, στιγμιαία.... Έβγαινε η αύρα της ψυχής τους.

Το λεωφορείο ήρθε, εγώ ανέβηκα. Τα μάτια μου πλέον δεν χρειάζονταν γυαλιά… Η τελευταία εικόνα ήταν δυο μεγάλες γυναίκες με τσάντες υφασμάτινες φαρμακείου, να κρατά η μία την άλλη και να ακουμπούν με κόπο τα σώματά τους στον γκρίζο τοίχο της τράπεζας… Κάτι λέγανε από παλιά για τα άλογα όταν γερνάνε…

(Photo by me, Parnassos mountain)