Wednesday, April 30, 2008

Ταξίδι...

Λονδίνο, αγαπημένος προορισμός... Στιγμές από την φωτογραφική μου κάμερα (σσ. η πρώτη είναι από το πολυκατάστημα Selfridges & Co.).

Wednesday, April 02, 2008

Το ελάττωμα...

Η Παρασκευή πάντοτε ζούσε κρυμμένη πίσω από κλειστές πόρτες, ψηλούς τοίχους και φράχτες. Κοιτούσε τον κόσμο μέσα από τα παράθυρα και τις τρύπες από τον ξύλινο φράχτη που είχε φτιάξει ο πατέρας της από τότε που ήταν τεσσάρων χρνών. Της είχαν πει ότι έτσι έπρεπε. Την έκρυβαν προστατευτικά οι γονείς της από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Αλλά όταν πέθανε ο πατέρας, ξαφνικά, αναγκάστηκε να βγει έξω… Η φιλντισένια επιδερμίδα έλαμψε στο φως και όλοι εντυπωσιάστηκαν από το φωτεινό κορίτσι. Όμως αισθάνθηκε τις ματιές των ανθρώπων γεμάτες κριτική, άγριες και επιθετικές ακόμα και στον μεγαλύτερο πόνο της. Τρόμαξε γιατί για πρώτη της φορά αποκαλύφθηκε το ελάττωμα που είχε: Δεν μπορούσε να ζήσει νιώθοντας κακία πάνω της. Ένιωθε τις σκέψεις και τις αρνητικές ιδέες μέσα στο μυαλό της και τρελαινόταν. Μύριζε την φοβία και την επίθεση σαν ζώο. Αυτό το αόρατο υλικό της κακίας άρχιζε σιγά-σιγά και κοκκίνιζε την επιδερμίδα της, πονούσαν οι κλειδώσεις της μα περισσότερο από όλα έσφιγγε το στήθος της… Όλα γύρω της γύριζαν, ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό. Δεν μπορούσε να αναπνεύσει όσο έβλεπε κάποιους να την κοιτάζουν με επιθετικότητα και άγριο βλέμμα… έψαξε να βρει τη μητέρα της. Αλλά πουθενά. Γύρω της κόσμος την παρηγορούσε ενώ κοιτούσε και το παράξενο κορίτσι.

Όταν γύρισαν στο σπίτι η κόρη έκαμε να συνέλθει μέρες. Η άμοιρη μάνα δεν έφτανε που έχασε τον σύντροφο, έβλεπε και την κόρη να’ναι σε κακό χάλι. Και τότε η Παρασκευή ρώτησε τη μητέρα της: «Μπορείς τελικά να είσαι αληθινός χωρίς να νιώσεις την ανάγκη του άλλου να σε κρίνει, να σε χτυπήσει, να καλύψει την δική του ανεπάρκεια;»

Η μάνα την κοίταξε παραξενεμένη: «Tί λες παιδάκι μου; Παραμιλάς;»

Και η Παρασκευή συνέχισε: «Όχι, δεν παραμιλώ… (σιωπή). Είχα χρόνια να βγω έξω από το σπίτι. Εδώ μέσα κλεισμένη και σκεπασμένη, με προστατεύατε και με κρύβατε για να μην πληγωθώ. Είχατε ποτέ σκεφτεί ότι ίσως, ίσως έπρεπε να βγω… Να ανασάνω τον μολυσμένο αέρα, τις αρρωστημένες σχέσεις, τις λάθος εντυπώσεις, τους εύκολους αφορισμούς; Να αρρωσταίνω καθημερινά και να δηλητηριάζομαι λίγο-λίγο όπως όλοι γύρω μας; Να βρίζω και να μην υπολογίζω; Να χτυπάω και να μην με ενδιαφέρει το αίμα και οι πληγές που θα αφήσω στο διάβα μου; Γιατί με κάνατε έτσι; Ένα τέρας καλοσύνης και ανθρωπιάς; Τρομάζει ο κόσμος στο διάβα μου... Γιατί να πνίγομαι από τα πρέπει και τις επιθυμίες των άλλων που διαβάζω συνεχώς στο μυαλό τους; Ένα μπερδεμένο σκοτεινό και αραχνιασμένο κουβάρι όλα γύρω μου. Μάνα, πώς θα επιζήσω αν μείνω μονάχη μου; Θα συνεχίσω να είμαι η τρελή του χωριού που δεν αντέχει την κακία του κόσμου;»

Η μητέρα δεν απάντησε. Την φρόντισε και η Παρασκευή ανάρρωσε, έγινε καλά και… έφυγε από το σπίτι. Περπάτησε και βγήκε έξω μια φωτεινή, γεμάτη μυρωδιές ανοιξιάτικη μέρα. Από εκείνο το πρωινό η μάνα δεν έμαθε ποτέ νέα της Παρασκευής…