Το ελάττωμα...
Όταν γύρισαν στο σπίτι η κόρη έκαμε να συνέλθει μέρες. Η άμοιρη μάνα δεν έφτανε που έχασε τον σύντροφο, έβλεπε και την κόρη να’ναι σε κακό χάλι. Και τότε η Παρασκευή ρώτησε τη μητέρα της: «Μπορείς τελικά να είσαι αληθινός χωρίς να νιώσεις την ανάγκη του άλλου να σε κρίνει, να σε χτυπήσει, να καλύψει την δική του ανεπάρκεια;»
Η μάνα την κοίταξε παραξενεμένη: «Tί λες παιδάκι μου; Παραμιλάς;»
Και η Παρασκευή συνέχισε: «Όχι, δεν παραμιλώ… (σιωπή). Είχα χρόνια να βγω έξω από το σπίτι. Εδώ μέσα κλεισμένη και σκεπασμένη, με προστατεύατε και με κρύβατε για να μην πληγωθώ. Είχατε ποτέ σκεφτεί ότι ίσως, ίσως έπρεπε να βγω… Να ανασάνω τον μολυσμένο αέρα, τις αρρωστημένες σχέσεις, τις λάθος εντυπώσεις, τους εύκολους αφορισμούς; Να αρρωσταίνω καθημερινά και να δηλητηριάζομαι λίγο-λίγο όπως όλοι γύρω μας; Να βρίζω και να μην υπολογίζω; Να χτυπάω και να μην με ενδιαφέρει το αίμα και οι πληγές που θα αφήσω στο διάβα μου; Γιατί με κάνατε έτσι; Ένα τέρας καλοσύνης και ανθρωπιάς; Τρομάζει ο κόσμος στο διάβα μου... Γιατί να πνίγομαι από τα πρέπει και τις επιθυμίες των άλλων που διαβάζω συνεχώς στο μυαλό τους; Ένα μπερδεμένο σκοτεινό και αραχνιασμένο κουβάρι όλα γύρω μου. Μάνα, πώς θα επιζήσω αν μείνω μονάχη μου; Θα συνεχίσω να είμαι η τρελή του χωριού που δεν αντέχει την κακία του κόσμου;»
Η μητέρα δεν απάντησε. Την φρόντισε και η Παρασκευή ανάρρωσε, έγινε καλά και… έφυγε από το σπίτι. Περπάτησε και βγήκε έξω μια φωτεινή, γεμάτη μυρωδιές ανοιξιάτικη μέρα. Από εκείνο το πρωινό η μάνα δεν έμαθε ποτέ νέα της Παρασκευής…
<< Home