Επίδειξη Ματαιότητας...
Είχε χαλαρώσει, αφού το ζεστό νερό στα χέρια της, η απαλή μουσική και η ησυχία της ηρεμούσαν το μυαλό της από τις σκοτούρες της έγγαμης ζωής. Τη δουλειά, το φαγητό, το σπίτι, τα χρήματα, τις υποχρεώσεις κοινωνικές και μη…
Μέχρι που κάθισε δίπλα της μια κυρία. Στην αρχή της φάνηκε ήρεμη. Πόσο λάθος εκτίμηση έκανε… Η γυναίκα άρχισε να μιλάει ακατάσχετα και δυνατά για την ‘βούρβερι’ τσάντα της και πόσο απίθανη είναι πάνω της. Για το ‘φόλεξ’ ρολόι της που το έχει κληρονομήσει από τον πατέρα της, αφού είναι γόνος πλουσίας οικογενείας, όπως τόνιζε χαρακτηριστικά στις κοπέλες που δούλευαν για το μεροκάματο και κατέβαζαν τα μάτια. Για την αγορά μιας τσάντας από το Βρετανικό μουσείο. Μιλούσε και για τον τρόπο που είναι τόσο λιτή και τόσο κομψή στις πανάκριβες επιλογές της σε αντικείμενα ιδιαίτερα ακριβά. ‘Μα είδες πως ξεχώριζα προχθές που βρεθήκαμε στο ίδιο πάρτι; Θα έχεις να λες με τους φίλους σου για καιρό για μένα!’
Μέχρι που η άλλη, η σιωπηλή γυναίκα που είχε πάει πρώτη, δεν άντεξε. ‘Δεν μπορούμε να κρίνουμε τον άλλο από το πώς φαίνεται, εκτιμώ.’ Είπε ξερά και ξανά-γύρισε τα μάτια της στα πονεμένα από τις δουλειές, χέρια της.
‘Φυσικά’ της απάντησε η εκπρόσωπος όλων των εταιριών που διαφημίζουν τα λογότυπά τους και τα χρυσοπληρώνει. ‘Εγώ έχω λεφτά και εσύ δεν έχεις. Τα πράγματα είναι απλά!’
Νόμιζε ότι τα αυτιά της δεν άκουγαν καλά ή δίπλα της είχε στηθεί μια φάρσα… Κι όμως. Δεν ήταν φάρσα. Ήταν η άγρια, επιθετική διάθεση της εποχής μας. Το απόλυτο κενό συναισθημάτων που καλύπτεται από την απόλυτη ανάγκη ύλης. Και όταν το έχουμε, ακόμα καλύτερα, το κοπανάμε στη μούρη των αδυνάτων.
Πρώτη της φορά δεν ευχαριστήθηκε το μανικιούρ. Αηδιασμένη και με σφιγμένη καρδιά, σηκώθηκε βιαστικά να φύγει. Είχε καιρό να αισθανθεί ότι σιχαίνεται κάποιον που δεν της είχε κάνει τίποτα παρά μόνο άφηνε το ένστικτο της να νιώσει και ντράπηκε που ένιωσε έτσι για εκείνη τη γυναίκα. Πηγαίνοντας να πληρώσει, άφησε κατά λάθος το κινητό της στο ταμείο. Πριν προλάβει να το πάρει, η άλλη, ακούμπησε με δύναμη την ‘βούρβερυ’ τσάντα στο κινητό της, αγνοώντας το και δείχνοντας με δύναμη την απαξίωσή της. ‘Μου πατήσατε το κινητό!’ αντέδρασε σθεναρά και έφυγε αφού δεν άντεξε άλλο να βρίσκεται στον ίδιο χώρο, της έπαιρνε το οξυγόνο της…
Η βλακεία και η ανασφάλεια πάντα κάνουν θόρυβο, ειδικά όταν συνδυάζονται και με ύλη, ακόμα μεγαλύτερο… Έτσι είναι η εποχή μας, καιρός να το καταλάβουμε, όσοι δεν αντέχουν, ας πάρουν τα βουνά ή ας κλειστούν σε βιβλιοθήκες και γκαλερί… εδώ που ζούμε, μόνο η ύλη και η επιφάνεια επιβραβεύονται και αυτό πονάει μερικές φορές πολύ!
(photo 'prisoners' by gilles tran, 2000)
<< Home