Μπορεί να συμβεί; Ναι μπορεί!
Άλλοι άνθρωποι είχαν ανάγκη να ερωτευτούν για να αισθανθούν έτσι. Άλλοι έπρεπε να ξαναγεννηθούν. Άλλοι, να κερδίσουν το μεγαλύτερο βραβείο του κόσμου. Άλλοι, να κοιμηθούν τόσο άνετα και ξένοιαστα όσο καμία ή έστω μία φορά στη ζωή τους. Άλλοι να βρεθούν στην άλλη άκρη του κόσμου και να δουν μια θάλασσα τουρκουάζ μπροστά τους ή την ψηλότερη βουνοκορφή του κόσμου. Άλλοι να βρουν επιτέλους τον θησαυρό που έψαχναν μια ζωή. Άλλοι να φορέσουν το ακριβότερο διαμάντι της γης.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε πάθει εκείνο το πρωινό. Στην αρχή νόμισε ότι κάτι ήταν στραβό μέσα της. Έψαχνε να δει τι άσχημο είχε πάθει, ξανά. Ποια στενοχώρια, ποιο κόμπλεξ, ποιο τερατάκι είχε ξαναεμφανιστεί στο προσκήνιο. Ποιον σκοτεινό εχθρό έπρεπε να πολεμήσει αυτή τη φορά μέσα της, φυσικά.
Αλλά είχε κάνει λάθος. Το κατάλαβε αργά το απόγευμα εκείνης της μέρας. Στιγμές από την ευτυχία που ένιωθαν οι άλλοι είχε συγκεντρώσει μέσα της. Τόσο όμορφα ένιωθε η Ζωή. Έτσι, χωρίς λόγο. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Χωρίς να θέλει κάποιον συγκεκριμένα. Ένιωθε την καρδιά της να σπάει από ένταση και προσμονή ακούγοντας τα αγαπημένα της τραγούδια στο ραδιόφωνο. Έτσι, χωρίς λόγο. Ένιωθε γεμάτη και πλήρης κοιτώντας τη θάλασσα, ενώ κεριά αρωματισμένα γέμιζαν το χώρο. Ένιωθε παράξενα πλήρης. Δεν περίμενε να ‘κολλήσει’ την ευτυχία της σε προσμονές και σε μελλοντικές καταστάσεις. Δεν ζητούσε κανέναν και τίποτα. Ούτε το παρελθόν της τη στοίχειωνε. Ήταν απλά κενή από οτιδήποτε παρελθοντικό και μελλοντικό. Ζούσε την κάθε στιγμή του τώρα, σαν να ήταν η τελευταία της. Δεν ήξερε πως έγινε αυτό… Απλά έγινε. Απαλά και ήρεμα. Απλά υπήρχε… Απλά ένιωθε, αν ζωγραφίζαμε τα συναισθήματά της, ότι βρισκόταν σε ήρεμη κατάσταση ξαπλωμένη πάνω σε ένα σύννεφο, ενώ ήταν φωτεινή και λαμπερή, ήρεμη και ήσυχη.
Τι είχε αλλάξει μέσα της, έστω και για λίγο; Τι ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει σε τέτοια καθαρή και φωτεινή κατάσταση, που καμία σχέση δεν έχει με την απάθεια; Δεν ήξερε πως ακριβώς να το χαρακτηρίσει. Ακόμα και σήμερα, που το θυμάται δεν μπορεί.
Η Ζωή γενναία, αποφάσισε να το απολαύσει χωρίς φόβο, όσο περισσότερο μπορούσε. Όσο κρατούσε. Δεν ήξερε αν θα ζούσε τέτοια ησυχία μέσα της ξανά. Πριν χτυπήσει το τηλέφωνο, η πόρτα και έρθουν οι αγαπημένοι της και την επαναφέρουν στην γνωστή και οικεία καθημερινότητα. Το ζούσε όσο περισσότερο μπορούσε. Ένιωθε αυτή την απόλυτη ηρεμία μέσα στην ψυχή και στο σώμα της, αυτό το δώρο Θεού. Αυτή την απαλή μουσική στην ψυχή της. Τόλμησε να αφήσει το φως να μιλήσει στην καρδιά της.
(αρωματισμένη από ανθισμένες αμυγδαλιές photo: από μένα λίγες μέρες πριν έξω από το Μοναστήρι του Όσιου Λουκά)
<< Home