Το Κίτρινο Πουλί...
Τότε που ακόμα οι εποχές είχαν κάποια σχετική λογική και συνέπεια στη φύση, τέλος Γενάρη μήνα, ήταν χειμώνας βαθύς και βαρύς. Το καλοριφέρ δούλευε ασταμάτητα και το σπίτι ήταν φωλιά για το ζευγάρι. Μεσημεράκι. Η νεαρή γυναίκα είχε φτιάξει μια κρεατόσουπα με λαχανικά, μπόλικο λεμόνι και πιπέρι. Το χιόνι που είχε πέσει τη νύχτα, έδωσε σαν δώρο στους κουρασμένους από την καθημερινότητα πρωτευουσιάνους να χαλαρώσουν και να κάνουν ‘σκασιαρχείο’ από τη δουλειά τους. Είχε σχηματίσει ένα στρώμα δέκα-δώδεκα πόντων. Φυσικά, αν έμεναν στη Γερμανία ή σε κάποια χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, αυτό θα ήταν μια φυσιολογική κατάσταση, αλλά για την Ελλάδα, ήταν φαινόμενο εξωτικό που σχεδόν παρέλυε τους ήδη τσαλακωμένους δρόμους και τις συγκοινωνίες.
Το ζευγάρι πήγε στο κοντινό μπακάλικο και πήρε μερικές επιπλέον προμήθειες. Τα μάγουλά τους είχαν γίνει κατακόκκινα από το περπάτημα μέσα στο χιονιά. Η ανάσα τους σχεδόν υγροποιούνταν από το κρύο. Έπαιζαν σαν ανέμελα παιδιά, ρίχνοντας ο ένας στον άλλο χιόνι που βουτούσαν από τα αυτοκίνητα. Μια κυρία που καθάριζε το πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι της, τους κοίταξε σοβαρά. Η κοπέλα σοβάρεψε, ο άνδρας αδιαφόρησε. Πλησίαζαν στο σπίτι. Μια περίεργη ησυχία είχε απλωθεί στη γειτονιά τους, η σιωπή του χιονιού… Ερχόταν χιονοθύελλα.
Πέρασε ώρα, η γυναίκα κοίταξε απέναντι, στο βουνό, αφού ήταν το τελευταίο σπίτι πριν το βουνό. Έβλεπε τις νιφάδες να πέφτουν, να στροβιλίζονται, να αλλάζουν κατεύθυνση, απλώνοντας τα κρυστάλλινα κορμιά τους παντού… Και πάνω σε ένα λεπτό κλαδί δέντρου ένα πουλί. Έτριψε τα μάτια της, αφού της έκανε τόση εντύπωση… Ήταν ένα εξωτικό πουλί που είχε το χρώμα του ήλιου μιας καλοκαιρινής μέρας. Έμοιαζε με έργο τέχνης η εικόνα αυτή. Έμοιαζε με το ποιο πολύτιμο πράγμα που είχε δει ποτέ της. Φώναξε τον άνδρα της. ‘Γιώργο, κοίτα μήπως δεν βλέπω καλά! Το καημένο… Να το βοηθήσουμε!’ Ο Γιώργος βλέποντας την κακοκαιρία τη ρώτησε. ‘Εσύ τί θέλεις να κάνεις; Από κάποιο σπίτι θα το έσκασε.’ Η γυναίκα για λίγη ώρα συνέχισε να ακουμπά με την μύτη της το παράθυρο και να κοιτά το τόσο αταίριαστο ζώο να το χτυπά η φύση αλύπητα…
Και τότε σαν να χτύπησε κάτι μέσα της. Ένας συναγερμός. Βούτηξε δυο φέτες ψωμί, τις τύλιξε μέσα σε μια χαρτοπετσέτα. Ντύθηκε σαν κρεμμύδι και βγήκε έξω. Εκείνη προχωρούσε και είχε ευθεία μπροστά της αν και μακριά της, το κίτρινο εξωτικό πλάσμα. ‘Σαν να έχει βγει από παραμύθι. Σαν να άνοιξε κατά λάθος μια πόρτα παράλληλη από ένα άλλο σύμπαν… Σαν να χάθηκε ενώ πήγαινε στον παράδεισο’ σκεφτόταν ενώ περπατούσε προσεκτικά ανάμεσα στα πεύκα.
Το πλησίασε. Εκείνο τρόμαξε, βλέποντας την ανθρώπινη φιγούρα. Έφυγε. Η γυναίκα έκανε αυτό για το οποίο είχε αποφασίσει να αφήσει τη δική της φωλιά για λίγο. Του άφησε φαγητό, μοιράστηκε λίγο από το χρόνο της για να το βοηθήσει. Δεν είχε άλλη δύναμη, ούτε ήξερε τι άλλο να κάνει. Αλλά εκείνο είχε τρομάξει. Μάλλον του είχαν κάνει κακό στο πρόσφατο παρελθόν… κάποιοι σκοτεινοί τύποι που της έμοιαζαν. Η γυναίκα έφυγε πατώντας στα βήματα που είχε κάνει πριν αφού το χιόνι τώρα είχε αυξηθεί και τα ίχνη γρήγορα σκεπάζονταν. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Από το παράθυρο του σπιτιού της ίσα που διέκρινε τον άνδρα της να κοιτάζει με αγωνία. Ανέβηκε πάνω. Τον αγκάλιασε… ‘Έφυγε… το τρόμαξα. Μάλλον θα πεθάνει!’ του είπε.
‘Αν πρέπει να γίνει θα γίνει… κάποια πράγματα ή μάλλον, πολλά πράγματα δεν τα ελέγχουμε. Πρέπει σιγά-σιγά να το συνηθίσεις αυτό…’ της είπε και τη φίλησε στο μέτωπο.
Η γυναίκα ξαναπήγε στο παράθυρο. Αυτό το υπέροχο γεμάτο φως πλάσμα πέταξε μπροστά από το παράθυρό της, έκανε τρεις κύκλους και δεν το ξανάδε ποτέ… Μάλλον είχε φάει λίγο από το ψωμί που του είχε δώσει.
<< Home