Wednesday, January 03, 2007

Το μήνυμα

‘Θα τα καταφέρω… φέτος;’ Η Ευγενία καθόταν μπροστά στον καθρέπτη του μπάνιου της. Μόλις είχε κάνει ένα ζεστό χαλαρωτικό ντους και απλά καθόταν και κοιτούσε τη μισό-κρυμμένη, από άχνη νερού, φιγούρα της στον καθρέπτη. Οι υδρατμοί που είχαν σχηματιστεί από το ζεστό νερό είχαν σκεπάσει τα μαρμάρινα πλακάκια του μπάνιου. Από μακριά ακούγονταν ανακουφιστικά στα αυτιά της οι θόρυβοι της μεγαλούπολης, κόρνες και θόρυβοι αυτοκινήτων.

Είχαν ήδη μπει στο έτος 2011. Πριν μια ώρα βρισκόταν μονάχη της στο κέντρο της αρχαίας πρωτεύουσας και γιόρταζε ανάμεσα στο πλήθος. Στη θάλασσα του κόσμου που αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν, χαμογελούσαν, έπιναν. Και εκείνη εκεί, ανάμεσα σε ξένους από διάφορα μήκη και πλάτη της γης, με διαφορετική γλώσσα, με μια διαστροφή που οδηγούσε την μοναξιά της σε απύθμενα μονοπάτια. Δεν γέλασε, δεν χόρεψε όταν άκουσε ‘2011’ αφού αμέσως της ήρθε στο νου το ημερολόγιο των Ίνκας που τελείωνε μετά από χιλιετίες και όλοι, ακόμα και το CNN είχε κάνει σχετικό ρεπορτάζ, είχαν τρομάξει για τις συνέπειες αυτής της ημερολογιακής διακοπής που σήμαινε, το λιγότερο το τέλος μιας εποχής. Και εκείνη το φοβόταν και είχε υποσχεθεί από τα δεκαοκτώ της ότι το 2011 θα ταξίδευε, για να πεθάνει σε ταξίδι, αφού πίστευε ότι ο κόσμος δεν θα ήταν όπως πριν… Πως ήρθαν έτσι τα πράγματα, και πράγματι, ο κόσμος όπως τον είχε συνηθίσει για καιρό είχε αλλάξει. Εκείνη μόλις είχε χωρίσει από τον αρραβωνιαστικό της για μια ανόητη αιτία, είχε τσακωθεί με τους γονείς της για τις επιπόλαιες κινήσεις της και όλα αυτά μέσα σε ένα μήνα, λίγο πριν το 2011. Τελευταία στιγμή αποφάσισε να φύγει. Δεν ήθελε να πάει σε κανένα ρεβεγιόν, σε κανένα πάρτυ, ούτε να κλειστεί μέσα στο σπίτι και να κλαίει τη μοίρα της βλέποντας κονσέρβα στην τηλεόραση. Μάλλον ήταν το δικό της συμβολικό τέλος της αθωότητας.

Αφού έβαλε τις κρέμες της, τις μυρωδιές της που τόσο την χαλάρωναν και ήταν φρέσκο-αγορασμένες, κοίταξε από το παράθυρό της. Βρισκόταν στο κέντρο της Ρώμης στον έκτο όροφο ενός μικρού παλιού ανακαινισμένου ξενοδοχείου. Κοίταξε τις κεραμιδένιες στέγες των παλιών κτιρίων. Ήταν τόσο ταιριαστά όλα αυτά μπροστά στα μάτια της. Θυμήθηκε την ώρα της αλλαγής του χρόνου, ότι είδε μια υγρή ματιά να καθρεφτίζεται πάνω στα δικά της μάτια. Ήταν ένας άνδρας που ήταν τόσο μόνος, όπως εκείνη. Αλλά παρά τη μοναξιά της, δεν το ρίσκαρε… Δεν ήθελε καμία συναισθηματική φόρτιση, καμία καινούργια συναισθηματική προσέγγιση στη ζωή της. Της έφτανε η μοναξιά της, οι ενοχές της, η δική της αγανάκτηση για όσα έκανε και για όσα δεν έκανε. ‘Όλα καλά θα πάνε’ επανέλαβε τουλάχιστον εκατό φορές σαν προσευχή. Είχε στείλει εδώ και τρεις μέρες μήνυμα στον Άρη, αλλά ήξερε ότι έφταιγε και δεν ήθελε να περιμένει απάντηση. Του είχε στείλει μήνυμα ενώ καθόταν και περίμενε την πτήση της και τα μάτια της είχαν πλημμυρίσει δάκρυα ‘Συγνώμη, σ’ αγαπώ.’ Κατάπιε με δυσκολία. Πήρε μια βαθειά ανάσα. Φόρεσε τις σατέν κόκκινες, στο χρώμα του κρασιού, ανδρικές μπιζάμες της και έπεσε για ύπνο στο αναπαυτικό κρεβάτι. Η τηλεόραση έπαιζε κονσέρβα ιταλικής κατασκευής και το κινητό της είχε μήνυμα από τον Άρη. ‘Καλή Χρονιά!’ ακούστηκε ακόμα μια φορά στα Ιταλικά σε αυτή την πρωτεύουσα του κόσμου…