Wednesday, December 13, 2006

Το Πράσινο Βελούδινο Φόρεμα...

Δεκέμβριος μήνας. Και μάλιστα στα μισά του! Επιτέλους! Και το σχολείο κόντευε να κλείσει για τις διακοπές των εορτών. Η σγουρομάλλα Μαρία, ήταν στην τρίτη Δημοτικού. Επιμελής μαθήτρια, με ιδιαίτερη έφεση στη ζωγραφική, στη γλώσσα και στην έκθεση… ‘Επιτέλους, μαμά κοντεύουμε! Είπα και το ποίημα για τα Χριστούγεννα! Καλά το είπα.’ είπε η Μαρία μόλις έφτασε στο σπίτι, με κριτική διάθεση και σοβαρότητα, σαν μεγάλη. ‘Λίγες μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα καλό μου παιδί!’ είπε η φωνή της μαμάς από την κουζίνα. Το σπίτι μοσχοβολούσε καβουρδισμένα αμύγδαλα, φρέσκο βούτυρο και η ζάχαρη άχνη αιωρούνταν πάνω από την κουζίνα σαν γλυκές νιφάδες χιονιού. Μέσα σε αυτή την καταιγίδα αρωμάτων και γεύσεων εμφανίστηκε η μητέρα χαμογελαστή αλλά με ρυτίδες κούρασης στο μέτωπο. ‘Μυρίζεις Χριστούγεννα μαμά!’ της είπε η Μαρία και την αγκάλιασε και τη φίλησε. Ένιωσε ασφαλής με το που μύρισε τη μυρωδιά της μαμάς.

Έφυγε. Πήγε στο κλειστό σαλόνι. Το δέντρο ήταν στολισμένο με γυάλινα πολύτιμα και διαφορετικά στολίδια. Και γιρλάντες και κορδέλες και λαμπιόνια. Ξάπλωσε πάνω στο παχύ χαλί. Έβαλε και ένα βιβλίο στο πλάι της και την πήρε ο ύπνος πάλι, κάτω από το δέντρο. Το έκανε χρόνια, της είχε γίνει συνήθεια να κοιμάται και να περιμένει κάτω από το δέντρο το δώρο που πίστευε ότι ο Άγιος Βασίλης θα της έφερνε.

Είχε κρύο και χιονόνερο αλλά καθόλου χιόνι όπως είχε στο νου της η Μαρία. Την είχε κουκουλώσει για τα καλά η μητέρα της με γάντια, κασκόλ που την τσιμπούσε και την κουκούλα της. Είχαν πάει με τους γονείς της στα μαγαζιά, στα πολυκαταστήματα με τα πολύχρωμα ελκυστικά φώτα, τον κόσμο που έψαχνε για κάτι, πανικόβλητος, καρότσια, λατέρνες, ζητιάνοι, ελάχιστοι τουρίστες, όλοι περπατούσαν και χάζευαν το στολισμένο κέντρο. Ώσπου το είδε. Στεκόταν περήφανο και μόνο του σε εκείνη τη φωτισμένη βιτρίνα. Ένα υπέροχο φόρεμα σε ένα χρώμα πράσινο, όπως είναι το πράσινο του δάσους που μόλις έχει δροσιστεί από τη βροχή, σκούρο αλλά απαλό… με ένα γιακά από λευκή δαντέλα, σαν τις δαντέλες που έπλεκε η γιαγιά. Κάθισε σαν υπνωτισμένη και το κοίταξε. Ποτέ της δεν είχε θελήσει κάτι τόσο πολύ… Αλλά ήξερε ότι λεφτά δεν είχαν αφού ο μπαμπάς ίσα που τα έφερνε βόλτα. Η μητέρα της που την κρατούσε από το χέρι κοίταξε την τιμή και κόντεψε να λιποθυμήσει και κοίταξε τον άνδρα της με νόημα. Ήταν τόσο ακριβό όσο ένα γυναικείο φόρεμα. Η Μαρία δεν μίλησε, ούτε τόλμησε να το ζητήσει. Έσκυψε τα μάτια της και κοίταξε στο δρόμο. Ευθεία για να μην ξανατρέξει πίσω να θαυμάσει τη βιτρίνα.

Προχώρησαν. Ένας γεράκος, με μούσι και κομμένα μάλλινα γάντια στις άκρες, καθόταν στη γωνία του δρόμου πουλούσε καυτά κάστανα. Ο πατέρας αγόρασε για όλους ένα σακουλάκι.

Παραμονή Χριστουγέννων. Η Μαρία αφού καληνύχτισε, ξάπλωσε στο δέντρο της με μια μικρή κουβερτούλα αγκαλιά. Της φάνηκε πως φορούσε εκείνο το φόρεμα και βρισκόταν σε ένα μεγάλο σαλόνι γεμάτο φώτα και μουσική και πως χόρευε. Ξύπνησε με κάτι απαλό να την ακουμπά. Ήταν το φιλί της μητέρας. Χαμογέλασε και άνοιξε τα μάτια της. Δίπλα της βρισκόταν ακουμπισμένο σε μια πολυθρόνα το φόρεμα της βιτρίνας. Το πράσινο βελούδινο φόρεμα… Δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.

Η Μαρία είναι τριάντα χρονών σήμερα. Στη ντουλάπα της αυτό το παιδικό φορεματάκι έχει εξέχουσα θέση. Τη θέση που έχουν τα Χριστούγεννα στην καρδιά της. Δύο δάκρυα…