Tuesday, January 09, 2007

Το Φτερό...

Την είχαν φέρει χρόνια πριν δώρο στον παππού και τη γιαγιά. Ο αδερφός του ο φιλόλογος ο κοσμογυρισμένος. Λίγο πριν τον πόλεμο. Στεκόταν πάντα στητή, γεμάτη περηφάνια και με μια μικρή μελαγχολία στο βλέμμα. Ήταν ζωγραφισμένη στο χέρι. Την είχαν πάντα στα ψηλά. Στο πιο ψηλό ράφι. Και πάντα ήταν ο μεγαλύτερος πειρασμός στο σπίτι. Για όλους. Μια πανέμορφη μπάμπουσκα… Με χρυσό μαντήλι με φλουριά και με μαβιά δαντέλα να αγκαλιάζει το όμορφο πρόσωπο με τα ξανθά μαλλιά και με τα φωτεινά μπλε μάτια. Δεν κοιτούσε ευθεία, αλλά κοιτούσε πάνω, ψηλά, σαν να περίμενε κάποιο μήνυμα, κάποια παρουσία να τη σώσει ή να της ανακοινώσει ευχάριστα νέα.

Γύρω της τυλιγμένο ροζ-φούξια φουστάνι με τόσο όμορφα φτιαγμένο σχέδιο που έμοιαζε αληθινό. Το ροζ-φούξια που λέγεται ότι μαλακώνει και θεραπεύει την καρδιά από τον πόνο του έρωτα. Και μπροστά στο στήθος της βρισκόταν ζωγραφιστός ένας καβαλάρης πάνω σε ιπτάμενο άλογο που έτρεχε πάνω από πόλεις και βουνά. Πάνω από τους γυαλιστερούς από πολύτιμα μέταλλα τρούλους εκκλησιών… Μάλλον αυτόν θα είχε στην καρδιά της… Μυστήρια αυτή η κούκλα. Δεν ήταν όπως οι άλλες… Και ποτέ δεν την είχαν αφήσει να παίξει, ποτέ δεν την είχαν αφήσει να την ‘ανοίξει’ ολόκληρη, να την ξεφλουδίσει. ‘Μπορώ να το αγγίξω;’ Ρωτούσε η μικρή με μάτια που έλαμπαν από πειρασμό, αλλά ούτε ο παππούς, ούτε η γιαγιά επέτρεπαν να το πειράξει. Μια φορά μόνο η γιαγιά της είπε ‘Θα το πάρεις μόνο όταν θα μπορέσεις να το εκτιμήσεις. Να εκτιμήσεις την αγάπη και τον κόπο που έχει να την καταφέρεις να την έχεις… ’

Πράγματι, όταν πέθανε η γιαγιά είχε αφήσει εντολή να δώσουν αυτή την ξύλινη καλλονή στα χέρια της εγγονής της. Εκείνη, χωρίς να περιμένει το αναπάντεχο δώρο, συγκινημένη άγγιξε μετά δάκτυλά της τις καμπύλες του καμπυλόγραμμου αντικειμένου που ζωντάνευε μέσω της περίτεχνης ρώσικης, λαϊκής ζωγραφικής. Και επιτέλους, για πρώτη φορά στη ζωή της, άγγιξε το αντικείμενο χωρίς να φοβάται ότι θα την πιάσουν στα πράσα. Το άνοιξε στη μέση απαλά και εκείνο άρχισε σιγά-σιγά να της ξετυλίγει απλόχερα τα μυστικά του. Η εξωτερική κούκλα ήταν και η περισσότερο σκούρα και πληγωμένη από τον χρόνο ενώ οι μικρότερες, προστατεύονταν από την μεγαλύτερη.

Η κάθε μια κούκλα που άνοιγε εξιστορούσε τον έρωτα ανάμεσα στην πανέμορφη κοπέλα και τον ηρωικό νέο που ταξίδευε στα πέρατα της γης συναντώντας και αντιμετωπίζοντας κάθε είδους δυσκολία για να βρει την αγαπημένη του, αφού τους είχε χωρίσει μια κακιά μοίρα. Συνάντησε τα φτερωτά πουλιά του ανέμου, που του έδωσαν κατευθύνσεις μιλώντας ανάποδα και εκείνος αναγκάστηκε και έκανε το ίδιο ταξίδι δυο φορές. Συνάντησε την νεράιδα της θάλασσας, που προσπάθησε να τον σαγηνεύσει, ώστε να ξεχάσει την αγαπημένη του. Συνάντησε και αντιμετώπισε το μεγαλύτερο θηρίο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, ένα τέρας ίσα με ένα νησί, όπου πάνω του κατοικούσαν άνθρωποι, και αντί να το σκοτώσει, κατάφερε να το κοιμίσει και να απαλλαχτεί από τον φόβο του ολόκληρη η περιοχή. Αλλά εκείνος συνέχισε το ταξίδι. Έπρεπε να τη βρει. Το καράβι που ανέβηκε τον ταλαιπώρησε τόσο… μέσα στην τρικυμία και την φουρτούνα. Και επιτέλους, βρήκε το μαγικό κουτί. Το κρυμμένο μαγικό κουτί που φιλούσε το κλειδί της καρδιάς της αγαπημένης του, ώστε να την ελευθερώσει και την ίδια στιγμή να ελευθερωθεί και αυτός. Το κλειδί δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα φτερό. Αφού το φτερό συμβολίζει την ελευθερία, την αγάπη και την θεϊκή μας ποιότητα. Και τότε η εγγονή κατάλαβε… τη δύναμη της επιλογής της αληθινής αγάπης.