Saturday, August 26, 2006

Καλοκαιρινή βροχή

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση και ψυχική απόλαυση από μια ξαφνική, καλοκαιρινή μπόρα. Είναι τόσο απρόσμενη, τόσο φιλική και ευχάριστη... μέσα στη σκόνη και την αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι, ένα από τα μετεφηβικά ξέγνοιαστα καλοκαίρια, τότε που απλά σπουδάζαμε και ονειρευόμασταν να αλλάξουμε όλο τον κόσμο και να φτάναμε στα αστέρια (της ψυχής και της δόξας). Η Σκιάθος ήταν γεμάτη τουρίστες, Ιταλούς, Άγγλους, Γερμανούς και φυσικά Έλληνες. Εμείς, μια παρέα μικρή, που απαρτίζονταν από τον αδερφό μου και μια καλή μου φίλη τότε, που χαθήκαμε λόγω συγκυριών και τελικά διαφορετικής προσέγγισης στη ζωή, τεμπελιάζαμε όλη τη μέρα στον ήλιο (δηλαδή μετά τις δύο το μεσημέρι που ξυπνούσαμε), τρώγαμε μόνο φρούτα και σουβλάκι (λόγω περιορισμένου φοιτητικού budget) αλλά ήταν υπέροχα... Καθάριες θάλασσες, σαν γαλάζιες λίμνες, πράσινο, το νησί ήταν βουτηγμένο στο πράσινο του πεύκου. Αλλά είχε φρικτή ζέστη... Ζέστη που σε έκανε να θέλεις να είσαι συνεχώς κάτω από μια βρεγμένη πετσέτα. Η ανάσα έβγαινε με κούραση από τα σωθικά μου και τα μαύρα γυαλιά που φορούσα δεν βοηθούσαν να με προστατέψουν από τις επιθετικές του διαθέσεις. Έτσι και εκείνο το βράδυ στο κέντρο της πόλης, τα σκουπίδια μύριζαν, οι τουρίστες και οι ντόπιοι δεν είχαν κουράγια από αυτή την επώδυνη ζέστη που είχε πλημμυρίσει την ατμόσφαιρα με αρρωστημένες ανάσες. Δεν είδαμε τις ξαφνικές αστραπές που έρχονταν γοργά από το αρχαίο χώρο του Κένταυρου. Άρχισε όμως, σιγά-σιγά να μυρίζει όμορφα, κάτι άλλαζε, σαν να μπορούσαμε να αναπνέουμε καλύτερα, να ανοίγουν τα μάτια μας. Και άρχισε. Πρώτα σιγά-σιγά, σαν να μας χάιδευε, για να συνηθίσουμε και μετά τα έδωσε όλα! Εξαφανίστηκαν σε δευτερόλεπτα καλύμματα από καρέκλες, πελάτες που έτρεχαν πανικόβλητοι, αλλά με διάθεση ευχάριστη (μόνο μια δεσποινίδα ήταν εκνευρισμένη γιατί είχε εκείνο το βράδυ πάει κομμωτήριο), μαγαζιά που έκλειναν πανικόβλητα... Η νερο-γιορτή είχε αρχίσει. Ήταν σαν να βρισκόμουν κομπάρσος σε μια τρελή, σουρεαλιστική και συμβολική ταινία. Είχαμε γίνει όχι απλά μούσκεμα, ήταν σαν να κολυμπούσαμε με τα ρούχα για ώρες. Αλλά ήταν τόσο απολαυστικό. Κάποια στιγμή τόλμησα να κοιτάξω κατάματα τον ουρανό. Δεν το είχα ξανατολμήσει. Χιλιάδες μικρά δάκρυα έπεφταν γύρω μας. Εκατομμύρια ανάσες ζωής απλώνονταν στο νησί που είχε χτυπηθεί από τον καυτό καύσωνα. Ενώ τρέχαμε προς το σπαρτιάτικο δωμάτιο που είχαμε νοικιάσει, μια ντόπια γυναίκα, που είχε πανικοβληθεί, αφού από το πολύ νερό είχε γεμίσει το μπαλκόνι της, μου έριξε ένα γενναίο κουβά νερό πάνω στο κεφάλι μου (ναι, οι συγκυρίες που με καταδιώκουν μερικές φορές είναι τραγικές!). Δεν με πείραξε καθόλου. Συγκεκριμένα, ήταν σαν να είχε γίνει σε κάποιον άλλο. Γελούσαμε σαν τρελοί. Μια παγανιστική, ή μια βαθύτατα θρησκευτική έξαψη είχε κυριεύσει το είναι μας. Ένα ευχαριστώ ήταν ολόκληρη η ύπαρξή μας... Απίστευτη νύχτα. Δεν την ξέχασα. Αλλά ούτε και εκείνη. Τώρα, όταν βρέχει (και δεν έχω φτιάξει τα μαλλιά μου ;), δεν κρατάω ποτέ ομπρέλλα...