Thursday, August 03, 2006

Στιγμές καλοκαιρινής θαλασσινής αύρας

Ζέστη... το μαγιώ που φορούσα από το σπίτι κολλούσε επάνω μου, αλλά εγώ ήμουν υπερήφανη που ξεκινούσε η περίοδος των διακοπών μου. Τα τζιτζίκια σκαρφαλωμένα πάνω στα πεύκα τραγουδούσαν ακόμη δυνατότερα εκείνη τη μέρα, αφού είχε ζέστη και ο ήλιος πύρωνε την πέτρα. Το καραβοτσακισμένο φορτηγό χοροπηδούσε πάνω στις τεράστιες πέτρες του πρώην μονοπατιού, νυν δρόμου (λέμε τώρα). Μια απόσταση δεκαπέντε χιλιομέτρων την κάναμε μέσα σε δύο ώρες, καταλαβαίνετε ταλαιπωρία. Εμείς, τα παιδιά, καθόμασταν πίσω στην καρότσα! Ήταν η τεράστια επιθυμία μας να είμαστε ελεύθεροι, να μας χτυπάει το πρόσωπο ο αέρας που μύριζε ρετσίνι, να βλέπουμε τον ελαιώνα, να κοιτάμε γύρω το ταλαιπωρημένο από τη ζέστη πράσινο πευκόδασος και βέβαια να μας ταρακουνάει ακόμα περισσότερο το φτωχό φορτηγό στις πλάτες του... Φτάσαμε στο εξοχικό που είχε χτίσει ο προπάππος μου και που ήταν ακριβώς πάνω από τη θάλασσα... Σπίτι-δρόμος-θάλασσα. Ο ήλιος έριχνε προκλητικά πάνω από τη πλανεύτρα θάλασσα τις ακτίνες του... Σχηματίζονταν ένα νέο χρυσό βασίλειο... καθόμουν αφηρημένη και κοιτούσα αμίλητη μπροστά σε τέτοια συγκλονιστική εικόνα. Και επιστροφή στην πραγματικότητα... Εκεί οι γονείς μου βοηθούσαν τη γιαγιά και τον παππού, καθάριζαν, τακτοποιούσαν... αλλά, τα δυο χαμίνια του σπιτιού, με πρωτεργάτη τον αδερφό μου και εμένα από πίσω, να κρέμομαι από την κάθε του κουβέντα, μικρότερη γαρ, ορμούσαμε με δύναμη στο νερό αμέσως μετά από ελάχιστα λεπτά... Τέτοια λαχτάρα που είχα να μπω μέσα σ'αυτό το γιγάντιο, διάφανο φυσικό στοιχείο που με χάιδευε και με προστάτευε... Μπορούσαμε να μείνουμε μέσα ώρες αμέτρητες... ώσπου καραβοτσακισμένοι και εξαντλημένοι σαν ναυαγοί του γλυκού νερού, όπως ήμασταν, μας τραβούσαν έξω για να φάμε... Μερικές φορές δεν είχαμε καν το κουράγιο να φάμε... Λίγη ώρα καλοκαιρινής σιέστας (με το ζόρι για να κατέβει το φαγητό ώστε να μην πνιγούμε, ευτυχώς οι άνθρωποι ήταν λογικοί) και μετά πάλι, εκεί... στην κρυστάλλινη, βαθειά, μπλε αγκαλιά της. Αν και απόγευμα, ο ήλιος σε αυτό το μέρος της Ελλάδας σε σπρώχνει να βυθίζεσαι μέσα στο παγωμένο νερό με ευχαρίστηση... Ξαναρχίζεις τις βουτιές και κοιτάς το βυθό, γύρω σου είναι γεμάτο ψαράκια και αχινούς. Μετά ανοίγεις τα μάτια σου ενώ ανεβαίνεις από μακροβούτι και αισθάνεσαι ότι το εκτυφλωτικό φως που συναντούν τα μάτια σου σε οδηγεί σε άλλους, φανταστικούς τόπους, οι γλάροι γύρω σου να κολυμπούν στον αέρα με συνδιασμούς και συμβολισμούς που ποτέ δεν κατάλαβες και ενώ ο ήλιος αρχίζει και κρύβεται πίσω από το λόφο για ακόμα ένα βράδυ σκορπίζοντας στο διάβα του μαβιά, κόκκινα, πορτοκαλιά και χρυσαφιά χάδια, εσύ αισθάνεσαι ότι δεν ανήκεις πουθενά, ότι δεν είσαι κανένας, ότι ο χρόνος έχει μείνει ακίνητος, ότι η φύση με τις μαγικές της μυρωδιές από πεύκο, σχοίνα και θαλασσινή αρμύρα, είναι εσύ... Η απόλυτη ένωση του ανθρώπου με το Θεό. Τέτοιες είναι οι αναμνήσεις μου από τα παιδικά μου καλοκαίρια, καλοκαίρια χωρίς νερό (πλενόμασταν με κανάτες), χωρίς φως (δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γιαγιά, που μας έκανε όλα τα χατήρια, που κάποιο βράδυ άναψε φωτιά στην παραλία και μας τηγάνισε πατάτες πάνω στα βότσαλα), χωρίς παγωτά, σοκολάτες και γλυκά αφού δεν υπήρχε ψυγείο (αλλά με λουκούμια και με υποβρύχιο και δροσερό νερό και φυσικά, καρπούζι και πεπόνι που βάζαμε στη γλύφα για να κρυώσουν) και με ύπνο στην παραλία (όπου το πρωί ξυπνούσαμε από έναν μεγαλόπρεπο ήλιο που μας θύμιζε ότι τα πόδια μας βουτούσαν στο θαλασσινό νερό, αφού είχαμε τσουλήσει κατά τη διάρκεια της νύχτας), σε αυτό το απομονωμένο, τόσο άγριο για τα αυτιά μας, μέρος του πλανήτη... Καλοκαίρια αθωότητας. Εποχές αθωότητας (ίσως εξωραϊσμένα από τις παιδικές μνήμες... αλλά όμορφα χρόνια). Το λατρεύω αυτό το μέρος! Τί θυμήθηκα τώρα...