1η Μικρή Ιστορία 'Με λένε Γουίλι'
Με λένε Γουίλι. Γεννήθηκα πριν έντεκα χρόνια σε μια χώρα της κεντρικής Αφρικής. Όλα ήταν λένε παράξενα την μέρα που γεννήθηκα. Είχε κρύο και είχε χιονίσει. Το λέει ο παππούς και η γιαγιά που με μεγαλώνουν. Οι γονείς μου πέθαναν σε ένα μπλόκο της τότε κυβέρνησης. Εγώ έμεινα, ζωντανή ανάμνηση να τους θυμίζω στον παππού και τη γιαγιά μου. Έχω γεννηθεί σε μια Αφρικανική πρωτεύουσα απ’αυτές που δείχνετε εσείς στις τηλεοράσεις σας ενώ τρώτε τα μεσημέρια και δείχνετε εφήβους να κρατάνε τα όπλα και να χτυπάνε άλλους συνομήλικους, ενώ διώχνουν μύγες από το μαύρο τους πρόσωπο. Σε μια χώρα που το φαγητό είναι ιδιαίτερα σπάνιο και το να τρώει κάποιος τρεις φορές την ημέρα θεωρείται προνόμιο. Δηλαδή ότι είναι πλούσιος. Εγώ είμαι τυχερός το σπίτι μου είναι στην καλή πλευρά της πόλης και έχω ένα πιάτο φαγητό κάθε μέρα. Μια μέρα, εκεί που έπαιζα με τους φίλους μου, άρχισα να ακούω πυροβολισμούς. Και φωνές. Και ποδοβολητά... Η γειτονιά μου ήταν αρκετά προστατευμένη, μια και θεωρούμασταν πλούσιοι. Ένα τηλεοπτικό συνεργείο είχε έρθει για να δείξει τον χαμό που επικρατούσε στη χώρα μου και διάλεξε τη γειτονιά μας για να κάνει γύρισμα. Αλλά τα παιδιά που ξεκινούσαν να παίρνουν τα όπλα στα χέρια τους, ανησύχησαν. Φοβήθηκαν. Τρόμαξαν. Αισθάνθηκαν ότι κάποιος τους απειλεί. Και έτσι, ένας απ’αυτούς, γύρω στα δεκατέσσερα, χωρίς καλά-καλά να ξέρει τι κάνει, άρχισε να χτυπάει στο ψαχνό. Ενώ είχε συμφωνήσει με κάποια τηλεοπτικά συνεργεία ότι θα έδινε συνέντευξη, δεν τα βρήκαν στα λεφτά, και λίγο το άγχος του, λίγο η παράνοια που έτσι και αλλιώς είχε, τον οδήγησε στο λάθος. Έγινε κόλαση. Ο κόσμος έτρεχε από δω και από κει. Χαμός. Παράνοια, και δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα παράνοια μπροστά μου. Τότε αισθάνθηκα ότι μπορούσα να πεθάνω. Μύρισα τη μυρωδιά του αίματος και ένιωσα τον φόβο του θανάτου να μου χτυπάει τα ρουθούνια. Όλα ήταν τόσο, μα τόσο τρομακτικά. Ήξερα, άκουγα ότι όλα ήταν δύσκολα και περίεργα, αλλά, προσπάθησα να συγκεντρωθώ για να μπορέσω να ζήσω. Γλίτωσα. Για να μπορώ να σας μιλάω σήμερα και η καρδιά μου ακόμα να χτυπά δυνατά. Με λένε Γουίλι… και δεν ξέρω αν θα ζω αύριο να σας μιλάω. Απλά ξέρω ότι δεν έπαιξα σχεδόν ποτέ πόλεμο, γεννήθηκα να ζω μέσα σ’αυτόν όσο καιρό μου χρωστάει η ζωή να ζήσω.
<< Home