Wednesday, August 23, 2006

Ηρεμία

Ο δρόμος φεύγει γρήγορα από κοντά μας… τρέχει. Τα μάτια μου ίσα που προλαβαίνουν να συγκρατήσουν το βιαστικό τοπίο. Πεύκο μυρίζει, το ραδιόφωνο παίζει ότι του αρέσει και επιτέλους, φεύγουμε… Χιλιάδες ιδρωμένα αυτοκίνητα, γεμάτα μπαγκάζια ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση… τη φυγή… Όλοι μας, σαν να ακούμε μια μαγική φλογέρα, είναι σαν να επαναλαμβάνουμε ένα μάντρα ‘Θέλω να φύγουμε όσο γίνεται πιο μακριά, πιο απόμερα… Μακριά από όλα και όλους… να ηρεμήσουμε για λίγες μέρες.’ Απέραντη, αιώνια μητέρα. Τα μάτια μου ηρεμούν βλέποντας την να ενώνεται με τον γαλανό ορίζοντα από τη μια και να απλώνει τα λευκά, στολισμένα με πέτρες και άμμο, χέρια της προς το μέρος μας, από την άλλη. Η μυρωδιά της αρμύρας ακουμπάει το σώμα μας. Παγώνει, χαλαρώνει, αφήνεται και μαλακώνει… Ο ήλιος αν και άγριος και επιθετικός (από ανθρώπινη βλακεία) είναι ευεργετικός, τουλάχιστον τα πρώτα λεπτά της εξόδου μας από τα δροσερά δωμάτια της μεγάλης μπλε, καταφύγιο η ψάθινη ομπρέλα. Τα τζιτζίκια απλά δίνουν το σύνθημα για ακόμα μια ζεστή, καλοκαιρινή μέρα. Επιτέλους, αρχίζουμε να νιώθουμε άνθρωποι με την έννοια της λέξης και όχι ζαλισμένοι και κουρασμένοι οδοιπόροι της καθημερινότητας. Βλέπουμε το τοπίο και πραγματικά το αισθανόμαστε, δεν το προσπερνάμε. Είμαστε… Ο χρόνος κυλάει αόρατα. Μισό-ανοίγω νωχελικά τα μάτια κάτω από το τεράστιο, μωβ ‘Ρένα Βλαχοπούλου’ ψάθινο καπέλο μου και τα μαύρα μου γυαλιά. Δεν ξέρω αν κοιμάμαι, αν νυστάζω, αν βαριέμαι. Αυτό το συναίσθημα μ’ αρέσει, δεν θέλω να τελειώσει αφού το απολαμβάνω σπάνια. Γύρω μου υπάρχει ένα βουητό, σαν να με προσπερνά ένα μελίσσι, αλλά, περίεργο, δεν είναι καθόλου ενοχλητικό… παιδικές φωνές, τραγούδια, τζιτζίκια, βήματα, το κύμα που σκάει στην αμμουδιά, όλα μαζί μπερδεμένα. Ξανακατεβάζω το κεφάλι, αφού έχω πιει μια γουλιά παγωμένου καφέ. Αδειάζει το μυαλό από σκέψεις και η καρδιά από βαριά συναισθήματα. Σπάνιο…