Η Θεϊκή Μουσική…
Η Χαρούλα ήταν πάντα προκατειλημμένη με τις μουσικές. Της άρεσε το έντεχνο, συγκεκριμένοι ξένοι καλλιτέχνες όπως ο Στίνγκ, της άρεσε η ‘μουσική του κόσμου’ όπως την έλεγε. Μπορούσε να ακούσει τα πάντα, εκτός από όπερα. ‘Μη μου το κάνετε αυτό…’ Έλεγε και ξαναέλεγε με ιδιαίτερη έμφαση σε όσους, λίγους φυσικά, που είχαν ιδιαίτερη συμπάθεια σε αυτό το είδος μουσικής. Και οι μέρες περνούσαν όπως τα τρένα του μετρό, αδιάκοπα, χωρίς να σταματούν. Και η ζωή και η καθημερινότητα απομάκρυνε εκείνη και τον αγαπημένο της από την αλήθεια της σχέσης τους. Και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό. Αισθανόταν ανίκανη και αδύναμη να πολεμήσει για τη σχέση της. Ίσως γιατί είχε πολεμήσει για χρόνια ολόκληρα και ίσως γιατί και εκείνη, σαν άνθρωπος είχε κουραστεί.
Και αποφάσισαν να φύγουν για ένα τριήμερο. Μετά από χίλιες αλλαγές και αναβολές, αποφάσισαν να φύγουν. Και πήγαν στη Μονεμβάσια. Ο καιρός ήταν βροχερός, παγωμένος, σαν τη διάθεσή τους και σαν την ίδια τους την ύπαρξη. Εντός και εκτός σχέσης… Σχεδόν δεν είπαν κουβέντα σε όλη τη διαδρομή, πάνω από τρεις ώρες! Αλλά με την άφιξή τους σε αυτό το μαγικό, σαν σε παραμύθι κάστρο, η διάθεσή τους άρχισε σιγά-σιγά να αλλάζει. Τα στιβαρά, μικροσκοπικά κτίσματα, ο πέτρινος δρόμος του κάστρου, ο πανίσχυρος τοίχος που προστάτευε σαν αγκαλιά την πόλη, τους άγγιξε. Ήταν η ατμόσφαιρα, η δύναμη της πόλης, η ενέργεια που τους μετέδιδε, το ζευγάρι μαλάκωσε. Τη νύχτα, όταν τα φώτα της πόλης έφεγγαν με συστολή από τα μικρά παράθυρα και η νύχτα μοσχοβόλαγε γλυκειά ζαλάδα και αγκαλιά, η Χαρούλα σκεφτόταν, πόσοι αιώνες έχουν περάσει και έχουν αφήσει το σημάδι τους σε αυτές τις πέτρες που περπατάμε… Ήταν τόσο συγκλονιστικό το συναίσθημα που είχαν. Και ξημέρωσε μια μαγευτική Κυριακή. Επιτέλους, ο καιρός είχε φτιάξει. Και πριν φύγουν, η Χαρούλα ήθελε να χαρεί, να αποχαιρετήσει το κάστρο. Και μετά ξετρύπωσε ένα μέρος που δεν είχε δει τόσες μέρες. Μια υπέροχη μουσική την κατεύθυνε. Μια μικρή ταράτσα, τέσσερα-πέντε τσίγκινα τραπέζια με ψάθινες καρέκλες και το πέλαγος να χρυσίζει και εκεί μέσα να λιώνει η καρδιά της… Και επιτέλους, άκουσε τη μουσική. Μια θεϊκά εμπνευσμένη μουσική. Το απαλό αεράκι στο πρόσωπό της, η μπλε σκούρα θάλασσα με τα αγγίγματα χρυσού στην λεία της επιφάνεια, η αίσθηση της κληρονομιάς του τόπου και των αόρατων αγγιγμάτων γύρω της, αυτή η μουσική και το χέρι του αγαπημένου της να τη σφίγγει δυνατά... Είχαν αισθανθεί και οι δυο το ίδιο. Να σπάσει η καρδιά τους από χαρά, από ευτυχία, από τον συνδυασμό ανθρώπινης και θεϊκής παρέμβασης. Κάθισαν συγκλονισμένοι να χαζεύουν το τοπίο ακούγοντας την ‘Αίντα’ με τη φωνή της Μαρία Κάλλας. H Χαρούλα έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και κοίταξε τον Χρήστο. Τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα ευτυχίας. ‘Σ’ αγαπώ! Φοβήθηκα ότι το είχα χάσει αυτό το συναίσθημα… και αυτή η μουσική, τι μου έκανε αυτή η μουσική… Όλη μου η καρδιά είναι μέσα σ’ αυτή τη μελωδία.’ Και χάθηκαν και οι δυο μέσα στη μαγεία της μουσικής του φιλιού τους και του έρωτά τους… σσ. Norma (Casta Diva, che inargenti Norma), Vincenzo Bellini (Maria Callas, Roma, 1955)