Δάκρυα...
Την πρώτη φορά που θυμάμαι τον εαυτό μου να συναντά αυτά τα διάφανα μαργαριτάρια, της απόλυτης λύπης και της απόλυτης χαράς, θυμάμαι ότι εμφανίστηκαν χωρίς να το καταλάβω, όταν για πρώτη φορά είχα πάει σε κηδεία. Ήμουν λιγότερο από τεσσάρων ετών, ένα παχουλό και ναι, από εκεί μου έμεινε η αβάσταχτη ελαφρότητα, ξανθό κοριτσάκι. Ήταν καλοκαίρι και η μαμά είπε ότι θα πήγαινε στην εκκλησία. Καθώς μεγάλωσα σε χωριό, μου ήταν πολύ εύκολο να πάω να δω τη μαμά (αφού της είχα και της έχω τρομερή αδυναμία) ξεγλυστρώντας από την πανύψηλη γιαγιά-Αλεξάνδρα χωρίς να κινδυνεύσω από αυτοκίνητα ή κακούς ανθρώπους που μπορεί να με σκότωναν (όπως μου έλεγε η μαμά και όπως τώρα οι γονείς τρέμουν για τα παιδιά τους). Είχα μάθει ότι εκκλησία είχε κάθε Κυριακή, αλλά εκείνη τη μέρα ήταν Τετάρτη. Κάτι δεν ταίριαζε στη λογική που είχα μάθει να υπακούω έως τότε. Μου είχε κινήσει την περιέργεια γιατί η μαμά είχε πάει στην εκκλησία τέτοια μέρα. Έτσι, παραβιάζοντας τους κανόνες του σπιτιού, πήγα... Είχε ζέστη και μπαίνοντας στην εκκλησία αισθάνθηκα απίστευτη δροσιά. Ήταν σκοτεινά σε σχέση με τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Είχε όμως κόσμο που δεν ήξερα και κρατούσαν αναμένα κεριά. Δίστασα να προχωρήσω, για λίγο όμως. Άκουγα κλάματα και μπροστά μου είδα για πρώτη φορά έναν άνθρωπο που ήξερα, να έχει φύγει... και γύρω του άνθρωποι να κλαίνε γοερά. Τον αναγνώρισα, τον ήξερα τον κυρ-Αντώνη, μου έπαιρνε παγωτά. Και κάθισα λίγο πιο πίσω, ανάμεσα στα δύο μαρμάρινα σκαλάκια και άρχισα να κλαίω... Ήμουν απαρηγόρητη. Αισθανόμουν την απώλεια, τον πόνο, χωρίς όμως να μπορώ να εξηγήσω το παραμικρό. Κατάλαβα ότι εκείνος δεν θα μπορούσε να ξαναπιεί ουζάκι με τον πατέρα μου στον κήπο και δεν θα μου ξαναέφερνε γλυφιτζούρι κοκοράκι. Δεν μπορούσα να τον δω, φοβόμουν και ανατρίχιαζα στη θέα του άψυχου κορμιού. Η μαμά κάποια στιγμή άκουσε την ανάσα μου που είχε γίνει βαθύτερη, κατάλαβε ότι ήταν από το παιδί της οι λυγμοί που ακούγονταν πίσω της και γύρισε και με κοίταξε. Η καημένη είχε τρομάξει, βλέποντας ένα μικρό παιδί να έχει σκάσει στο κλάμα και μάλιστα χωρίς να με προετοιμάσει για ένα τόσο παράξενο και δυσάρεστο γεγονός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα γεμάτα έννοια μάτια της, το χαμόγελό της, την αγάπη που μου έδωσε εκείνη τη μοναδική στιγμή. Μέσα στην απόλυτη, γεμάτη αγνότητα, στενοχώρια μου για έναν άνθρωπο που από ένστικτο συμπαθούσα, η μαμά ήρθε με πήρε αγκαλιά, με έβγαλε έξω στον καθαρό αέρα και μου σκούπισε τα μάτια και μου είπε. "Τα δάκρυα είναι η ανακούφιση της καρδιάς σου... Μη φοβάσαι να κλάψεις." και μου φίλησε τα μάγουλα σκουπίζοντάς μου τα μάτια. Από τότε ξέρω ότι όποιος είναι δίπλα μου όταν είμαι στενοχωρημένη και μου σκουπίζει τα δάκρυα, με βλέπει με τα μάτια της ψυχής. Και τότε, ανάμεσα στα δάκρυα, χαμογελώ :)