(Είναι ένα μικρό κεφάλαιο από το ανέκδοτο βιβλίο μου 'Έτσι έπρεπε να γίνει', 2003)
-
Διευκρίνηση: Δεν ξέρω γιατί τώρα, γιατί αποφάσισα να βγάλω κάτι τόσο παλιό και τόσο αγαπημένο, αφού έκανα δέκα χρόνια να τελειώσω αυτή τη νουβέλα. Αφού εδώ μόνο μία ακόμα φορά έβαλα κάτι που έχω γράψει και ανήκει στην ίδια νουβέλα. Είναι δικό μου, μέρος του εαυτού μου, πολύ παλιά. Θα μπορούσα να το επεξεργαστώ, ξανά, να είναι περισσότερο δουλεμένο, αλλά θα έχανε τη φρεσκάδα και την αθωότητα που έχει (ή νομίζω ότι έχει). Είναι η πρώτη μου προσπάθεια που ξεκινάει από τα 21 μου. Γιατί έβαλα αυτό το απόσπασμα τώρα; Ίσως γιατί κάτι σταματάει; Γιατί; Μερικές φορές δεν καταλαβαίνω γιατί κάνω πράγματα... Απλά δέχομαι την επιθυμία του εαυτού μου. Καλημέρα. Όσοι καλοί, ορίσατε! -
Και ο χρόνος προχωρούσε βιαστικά μέσα από γκρίζες μέρες.
Επιτέλους, μετά το γραφείο, είχε ραντεβού με την Ελένη, την καλύτερή της φίλη, στην
Πλάκα. Μονάχα με την Ελένη μπορεί να είναι σύντροφος στις αποδράσεις της καθημερινότητας.
Αισθάνεται ότι, κάθε φορά που δίνουν ραντεβού, θα ανακαλύψουν παρέα κάτι μικρό, παλιό
αλλά συνάμα πολύτιμο, όπως άλλωστε είναι όλες οι φιλίες. Πολύτιμες, Μονάκριβες. Τη μια φορά στη Πλάκα, την άλλη στο Μοναστηράκι, στο Μικρολίμανο, στο Ηρώδειο, στο Κολωνάκι για “window-shopping”, για ποτό στο αγαπημένο τους μπαρ με τη τζαζ μουσική, ξανά-ανακαλύπτοντας τα ίδια μέρη που φαίνονται καθημερινά. Εκείνες τα έβλεπαν με τελείως διαφορετικά μάτια.
Οι δυο τους κάνουν σαν δυο μικρά παιδιά που κάνουν σκασιαρχείο και ψάχνουν να βρουν γλυκές γωνιές της Αθήνας για να κρύψουν και να φανερώσουν τις αγωνίες τους, τα μυστικά τους.
Την περίμενε έξω από το εκκλησάκι που ποτέ δεν μπορεί να μάθει το όνομά του, αλλά πάντοτε πηγαίνει και ανάβει ένα κεράκι.
Λατρεύει τη μυρωδιά του φρεσκοκαμμένου λιβανιού, τη μυρωδιά από τα ποτισμένα με μύρα και κερί ξύλινα στασίδια, αυτόν τον χώρο λατρείας που γίνεται, για εκείνες τις στιγμές δικός της. Η δική της κουβέντα με τον Θεό.
Η Ελένη αργούσε. Εκείνο το βράδυ είχε πολύ κρύο, Μάρτης-Γδάρτης βλέπετε. Η Νιόβη μάζεψε το «καμηλό» παλτό της πάνω της, φόρεσε τα μαύρα δερμάτινα γάντια της και παρατηρούσε τον κόσμο που περνούσε μπροστά από τα μάτια της. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο, έναν μικροπωλητή που κουβάλαγε με κόπο στον ώμο την πραμάτεια του, ένα μίμο με βαμμένο το πρόσωπό του, μια τσιγγάνα που πουλούσε μοίρες και γιατροσόφια. Έδειχναν όλοι τόσο ξένοιαστοι. Και τους ζήλεψε όλους για μια φευγαλέα στιγμή.
«Φιλενάδα ήρθες. Ξεπάγιασα μέσα στο κρύο. Παλιοκαθαρματάκι!» Είπε η Νιόβη γεμάτη γλύκα, και ξεκαρδίστηκε στα γέλια αγκαλιάζοντας την Ελένη.
«Σόρρρυ! Δεν μπορούσα να φύγω νωρίτερα από το Πανεπιστήμιο, δεν μπορούσα να βρω θέση να παρκάρω το αυτοκίνητο…» της δικαιολογήθηκε ναζιάρικα η Ελένη, φτιάχνοντας παράλληλα το μεταξωτό της φουλάρι με τα λουλούδια.
Η φιλενάδα της είχε πάντα ένα στυλ μποέμ, χωρίς να το επιδιώκει. Η συμπεριφορά της, τα ρούχα της, οι τσάντες της, τα περίεργα «Αρτ Νουβό» κοσμήματα, είχαν αυτή τη μυρωδιά.
«Καλά, καλά φιλενάδα ξέρω και εγώ από τέτοιες δικαιολογίες.» τη μάλωσε τρυφερά και έφυγαν φλυαρώντας για το γνωστό τους καφενεδάκι απέναντι από την Πλατεία των Αέρηδων.
Ένα καφενείο που θυμίζει ελληνικές ταινίες του ’60, με τα δαντελένια χειροποίητα κουρτινάκια του, τη σόμπα με τα ξύλα, τις μυρωδιές από τα χειροποίητα γλυκά της κυρά-Σούλας.
Βέβαια, η Νιόβη παράγγειλε την αδυναμία της, το γλυκό κουταλιού πορτοκάλι.
Η κυρά-Σούλα, η ιδιοκτήτρια, τις μάλωσε με έναν λεκτικό χείμαρρο γιατί τόσο καιρό έλειψαν από το γωνιακό της τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο, γιατί τόσο καιρό την «ξεχάσανε», γιατί «κορίτσια-πράγματα» δεν νοικοκυρεύονται να κάνουν παιδιά αλλά δουλεύουνε και σπουδάζουνε σαν «άντρες», και τις τράταρε το περιβόητο γλυκό του κουταλιού μέσα σ’ αυτά τα μικρά γυάλινα πιατάκια που είχαν οι γιαγιάδες τους. Και η γλυκιά οικοδέσποινα τους άφησε διακριτικά, να τα πουν.
Εκείνες έγνεψαν καταφατικά, ξέροντας ότι εκείνη τις “μαλώνει” από αγάπη.
Σιωπή.
Σιωπή είναι να απέχεις, να λείπεις, να απομονώνεσαι, να φεύγεις μέσα από τα όριά σου. Να γνωρίζεις τον εαυτό σου.
Η Ελένη την παρατηρούσε. Περίμενε να ανοιχτεί.
Η Νιόβη ξύπνησε.
«Έχουμε να τα πούμε από τα Χριστούγεννα από το πάρτι του Κώστα. Ελένη τι ωραίο φόρεμα φορούσες; Από πού το πήρες;»
«Καλά Νιόβη, χαλάρωσε, δεν είμαστε σε δημόσιο δικαστήριο ούτε σε κοσμικό τσάι. Μίλα μου!» Την κατεύθυνε η Ελένη στην ουσία.
«Ελένη, τι μου συμβαίνει; Δεν ξέρω πλέον τι μου γίνεται. Έχω παγιδευτεί. Πίστεψε με ότι αισθάνομαι τα πάντα να με πνίγουν σαν ένα βραχνά. Αργά και σταθερά. Όλα γίνονται τυπικά χωρίς ουσία, πλάκα – πλάκα κάτι συμβαίνει. Δεν φταίνε οι άλλοι, φταίω ίσως εγώ… Θέλω να ξαναβρώ τον εαυτό μου, να μάθω που πήγε η μητέρα και γιατί δεν μας αναζήτησε ποτέ.
Τι λέω Θεέ μου. Κατάλαβες τίποτα από όλα αυτά; »
Η φωνή της ακούστηκε ξέπνοη στα τελευταία της λόγια.
Μόλις τελείωσε τις τελευταίες τις λέξεις, βύθισε τα μάτια της στον αχνιστό καφέ, σαν Πυθία του 21ου αιώνα, λες και περίμενε να βρει απαντήσεις μέσα στο μαύρο αχνιστό υγρό.
«Νιόβη, σταμάτα να πιέζεσαι. Άφησε τις καταστάσεις να κυλήσουν ήρεμα στη ζωή σου. Άντε ρε παιδάκι μου, πάρε τη ζωή στα χέρια σου.» απάντησε μετά από αρκετή ώρα σκέψης η Ελένη, μιλώντας σαν την Πυθία: “Ήξεις, αφίξεις...” πάντα της μιλούσε με δύο διαφορετικούς τρόπους.
«… και ξέρεις τι θα σου πρότεινα;» συνέχισε η Ελένη.
«Να σηκωθείς να φύγεις. Να κάνεις ένα βήμα διαφορετικό στη ζωή σου. Να κάνεις ένα διάλειμμα στη ζωή σου σε όλα. Να κάνεις την μικρή σου, ολόδική σου απόδραση, φιλενάδα! Σίγουρα, θα ηρεμήσεις, αν μη τι άλλο… Φύγε ρε, παιδί μου για λίγο. Πήγαινε Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Γουαδελούπη, ξέρω’γω? Ξέφυγε από όλα. Ζήσε ό,τι έχεις εσύ ανάγκη να ζήσεις. Να το κάνεις, γιατί όπως λέει και η σοφή ρήση, δεν θα ήθελες ποτέ σου να μετανιώσεις για πράγματα που δεν έκανες…»
«Ελένη, Κατάλαβες, έτσι; Ναι, έχω τάσεις φυγής αλλά δεν είναι όπως τις άλλες φορές. Τις άλλες φορές ήταν απλώς ξεσπάσματα. Τώρα αισθάνομαι ότι είναι κάτι το διαφορετικό.»
Και συνέχισε η Νιόβη χωρίς να πάρει ανάσα, χωρίς κανένα ειρμό:
«Και πες ότι φεύγω ρε Ελένη, που θα πάω Μάρτη μήνα; Πώς θα τα αφήσω όλα και θα φύγω. Έχω τη δουλειά, το Στέφανο, τους δικούς μου. Βέβαια, όπως ξέρεις και όπως πάντα έλεγα, το μεγαλύτερο μου όνειρο είναι να φύγω ξαφνικά από όλους... Το πιο τρελό μου όνειρο. Δεν έχω καταλάβει βέβαια γιατί.»
Χωρίς να το καταλάβει η Νιόβη, πυρπολούσε για ώρα με ερωτήσεις την Ελένη και τον εαυτό της. Φοβόταν να κάνει κάποια αποφασιστική κίνηση, έβαζε εμπόδια, δυσκολίες.
«Καλά, Νιόβη, δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή σου να καταλάβεις ότι πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσεις να πιέζεσαι, να υποκρίνεσαι σε όλους και για όλα, να δεις από απόσταση τα πράγματα που σε κούρασαν; Πότε θα το καταλάβεις; Όταν θα είσαι ανίκανη να διορθώσεις το παραμικρό; Όταν θα έχεις μπερδευτεί για τα καλά; Πότε θα βοηθήσεις τον εαυτό σου; Το ξέρεις ότι θα έπρεπε να είχες πάρει όλα τα «Όσκαρ» ηθοποιίας για τα τελευταία πέντε χρόνια; Ούτε και εγώ, φορές-φορές, δεν σε αναγνωρίζω. Δείχνεις ότι όλα είναι τέλεια στη ζωή σου. Τόσο καλά κρύβεσαι. Ακόμη και από μένα! Πήγαινε και θα καταλάβεις γιατί θέλεις να φύγεις στην πορεία.”
Σταμάτησαν να μιλάνε. Μερικές φορές οι φίλοι δεν χρειάζεται να μιλάνε, απλά να είναι δίπλα σου. Και περπάτησαν πολύ εκείνο το βράδυ. Αντηχούσαν τα τακούνια από δυο γυναικείες φιγούρες στα στενά της παλιάς πόλης. Και η μια, είχε το κεφάλι της σκυφτό.
Η Νιόβη, αγόρασε, από ένα από τα λιγοστά τουριστικά της Πλάκας που ήταν ανοιχτά τέτοια ώρα το χειμώνα, καρτ-ποστάλ με γοργόνες και Μεγαλέξανδρους για τη συλλογή της. Και είχε περπατήσει κι άλλο μέσα στα πλακόστρωτα στενά, τόσο, ώστε ο κρύος αέρας να καθαρίσει το μυαλό της από τα αόρατα πλοκάμια που την τύλιγαν.
Γύρισε αργά το βράδυ στο σπίτι, παγωμένη και εξουθενωμένη και έπεσε με τα παπούτσια στον μπλε βελούδινο καναπέ. Το κεφάλι της βούιζε. Ήταν ανακουφισμένη όμως, γιατί είχε εξομολογηθεί, επιτέλους τη μεγαλύτερη αμαρτία της ζωής της.
Και πάλι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Καίτη. «Θα έρθεις το Σάββατο στο σπίτι. Έχουμε καλέσει κόσμο γλυκιά μου, για μεσημεριανό. Δεν θα μου πεις αυτή τη φορά όχι, το θέλει και ο πατερούλης σου και η Καίτη σου!»
Αυτό το επιχείρημα την τσάκισε. Θα πήγαινε έστω και εάν την είχαν πάνω σε φορείο.
(photo: από τη φίλη μου Mirja)