Monday, March 26, 2007

Τεχνητό Όνειρο...

Εχθές το βράδυ ήταν… ή μήπως όχι; Δεν ξέρω, μερικές φορές είναι σαν να βλέπω από πάντα όνειρα. Σαν να υπάρχουν μέσα στην ψυχή μου και να βγαίνουν ξανά και ξανά, μέχρι να καταλάβω το νόημα, τη σημασία, το κλειδί… Το αστείο, μερικές φορές τα βλέπω ξύπνια… Οραματίζομαι όνειρα ακόμα και μέσα στο μετρό, ενώ περιμένω να ανάψει ένα φανάρι. Μου είναι τόσο εύκολο να αφήνομαι.

Ήμουν λέει σε μια παραλία. Μια τεράστια αμμουδιά, όσο πιάνει το μάτι ανθρώπου. Και μ’ άρεσε που περπατούσα ξυπόλητη καιη ζεστή και φιλική άμμος μου σκέπαζε προστατευτικά τα άκρα, ενώ ο ήλιος και ο άνεμος, οι πανάρχαιες θεϊκές μορφές, φλέρταραν με το λινό μου ρούχο. Τριγύρω μου βουνά σκεπασμένα με χρυσοπράσινες αιωνόβιες ελιές, στητά κυπαρίσσια, μυρωδάτα βάτα, τοπίο τόσο μεσογειακό, τόσο μέσα στις φλέβες μου… Το απόλυτο της στιγμής, του τίποτα και του τώρα…

Η θάλασσα ήταν η δική μου εμμονή, η θρησκεία μου. Έλιωνα τα μάτια μου κοιτάζοντας την να αλλάζει σε δευτερόλεπτα ρότα σύμφωνα με τις επιθυμίες του παιχνιδιάρη ανέμου. Μια συνεχής, αεικίνητη αναζήτηση ήταν το βλέμμα μου πάνω της. Έψαχνα λέει… όσο ζούσα θα είμαι καταδικασμένη να ψάχνω συνεχώς. Αλλά ποτέ δεν θα με κούραζε η αναζήτηση. Θα πέθαινα αν δεν αναζητούσα… και ας ήξερα ότι ποτέ δεν θα τα κατάφερνα. Έπρεπε να ψάχνω χωρίς γιατί, χωρίς λόγο (ή όχι;) .

Κοίταξα και πέρα, στον ορίζοντα, που σχημάτιζε πολιτείες από σύννεφα και ανθρώπους από ομίχλη... 'Επιλογές' ακούστηκε. Ναι, έπρεπε οι επιλογές μου να μην με προδώσουν. Τα λάθη είναι για τους ανθρώπους αλλά όχι για τους άλλους. Δεν έπρεπε να ζω για τους άλλους. Να μην κάνω λάθη εξαιτίας των άλλων. Μόνο τα δικά μου συγχωρούνται από μένα... Και κάθισα να ξαποστάσω σε ένα βράχο που ο ήλιος, η θάλασσα, ο ουρανός και η μάνα-γη είχαν φτιάξει. Και κοιμήθηκα.

Σαν να το ήξερα. Μετά από χρόνια, μήνες, λεπτά, δεν ξέρω πως κυλά ο χρόνος μερικές φορές, η ανθρώπινη εμπειρία δεν μπορεί να το περιγράψει… Ήρθε το πλοίο και έδεσε στο λιμάνι. Κανείς δεν το περίμενε. Ήταν γεμάτο άσπρα πανιά σαν κύκνος κουρασμένος… από το ταξίδι. Μεγαλόπρεπο, με λαμπερά κατάρτια, με χρυσές κουπαστές και καθόλου πλήρωμα. Ήταν λέει για μένα αυτό το σκαρί. Το δώρο μου που το είχα αλλά ποτέ μου δεν το έβλεπα. Η αποθήκη της ψυχής μου. Ήταν το πλοίο που είχε πάνω του τέσσερα κουτιά. Το ένα έγραφε ‘πόνος’, το άλλο ‘πάθος’, το άλλο ‘θάνατος’ και το τελευταίο ‘γέννηση’. Τα στοιχεία που σημάδεψαν και θα σημαδεύουν τη ζωή μου… τη ζωή του καθενός από μας. Συμβολικά ή ουσιαστικά αυτές οι τέσσερις λέξεις θα μας διαλύουν, θα μας αναγεννούν, θα μας ορίζουν… Γιατί αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου, του θνητού. Η υπέροχη μοίρα του, να εξελίσσεται και να μην είναι ποτέ ίδια… με κάθε κόστος.

(φωτογραφία από την Τήνο, ενώ περιμένουμε το πλοίο της επιστροφής - δική μου)

Friday, March 23, 2007

Η τελευταία γραφική...

(Τελευταίο κείμενο-παιχνίδι… Η φίλη μου Ange-ta, μου έδωσε κάποιες λέξεις, ερυθρόδερμων, φαράγγια, απληστία, τροφή, ταπεινώσεις και μου ζήτησε να φτιάξω ένα κείμενο. Την ευχαριστώ πολύ. Οι λέξεις, σοφές και αρχέγονες, ως συνήθως έφτιαξαν μόνες τους την ιστορία τους.)

Χρόνια τώρα με θεωρούσαν γραφική. Από τις αρχές της εφηβείας μου (τότε το κατάλαβαν οι άλλοι...). Αλλά η ανάγκη μου για να προστατέψω τη φύση είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Από τη στιγμή που περπάτησα ξυπόλητη πάνω στο γρασίδι για πρώτη φορά. Από τη στιγμή που πότιζα με ευεργετικό νερό τις τριανταφυλλιές στον κήπο τα καυτά καλοκαίρια. Τη φορά που είχε χιονίσει και εγώ είχα πέσει ολόκληρη προς τα πίσω και το χιόνι με είχε κρύψει εντελώς… Ήμουν μέρος της φύσης… Αλλά με θεωρούσαν υπερβολικά δεμένη με αυτή την επιλογή μου. Εμένα δεν με ένοιαζε η κριτική. Εγώ ακολουθούσα το όραμα που είχα μέσα μου και που με κατεύθυνε. Έτρεχα από λιμάνι σε εργοστάσιο και από ερήμους σε φαράγγια μέσα στο κρύο και το λιοπύρι. Ήθελα να σώσω τον πλανήτη. Είχα γραφτεί και εγώ σε μια οργάνωση ‘για να σώσουμε τον κόσμο’. Δεν εθελοτυφλούσα. Η οργάνωση είχε ατέλειες, είχε εγωισμούς προσωπικούς, είχε άτομα που έβλεπαν τα χρήματα της οργάνωσης σαν δικά τους, αλλά κάτι γινόταν στο τέλος. Κάτι… Είχα αναζητήσει το δρόμο της αλήθειας μου, χωρίς όμως να ξέρω αν ήταν ο σωστός (θα μου πει κανείς και τι είναι σωστό; Και ποιος το κρίνει; Έχει αυτό το δικαίωμα;). Το ένστικτο για μένα είναι ο μοναδικός οδηγός…

Είχα τσακωθεί με τους γονείς μου, αφού είχα παρατήσει τις σπουδές Νομικής στη μέση, είχα χαθεί από τους φίλους μου, αφού ο τρόπος ζωής μου ήταν εντελώς αντίθετος από τον δικό τους, είχα υποστεί ταπεινώσεις για τις επιλογές μου, αφού η ζωή μου απείχε έτη φωτός από τη καθημερινότητα της μεσοαστικής προσέγγισης που όλα τα ‘παιδιά’ έπρεπε να ακολουθήσουν. Αλλά, εγώ εκεί, μαχητής για το καλό του πλανήτη…

Η κλασική ερώτηση και ταυτόχρονη απάντηση από όλους τους λογικούς ‘Και τι μπορείς να κάνεις εσύ μόνη σου; Γιατί να τα βάλεις εσύ με τα θηρία; Εσύ ποια νομίζεις ότι είσαι; Καλύτερα να παντρευτείς και να βρεις και καμιά δουλίτσα στο δημόσιο! Φτάνει ο ακτιβισμός. Αυτά είναι τόσο ‘πασέ’ κορίτσι μου.’

Και τότε άρχισε το κακό… Καταστροφές, βροχές, ξηρασία, ακραία καιρικά φαινόμενα, λιώσιμο πάγων, κάποια είδη ζώων άρχισαν να εξαφανίζονται όπως οι φυλές των ερυθρόδερμων που είχαν, τόσο προσεκτικά και μεθοδικά, αφανίσει οι ‘έποικοι’ μόλις λίγες εκατοντάδες έτη πριν…

Ο αφανισμός λοιπόν του ανθρώπινου γένος είχε ξεκινήσει… Το ρολόι μετρούσε πλέον ανάποδα. Από απληστία; Τι είδους απληστία; Ψυχής; Χρημάτων; Ανεπάρκειας; Εγωισμού; Ματαιοδοξίας; Ηλιθιότητας; Φόβου; Αυτοκαταστροφής; Όλα μαζί; Δεν έχω την απάντηση…

‘Μα σας λέω… Θα τελειώσουν όλα… Ακόμα και η τροφή που τώρα θεωρείτε δεδομένη, κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει, αν δεν αντιδράσετε! Δεν το καταλαβαίνετε;’ Έλεγα κάποτε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν, φοιτήτρια ούσα, μιλούσα για το νερό και την διαχείρισή του σε φίλους και γνωστούς. Και μου έλεγαν ‘Μη μιλάς για βλακείες. Μας τρομάζεις! Εξάλλου, αυτά θα συμβούν εκατοντάδες χρόνια μετά! Εμείς δεν θα ζούμε!’

Και σήμερα, που όλοι ανησυχούν, εγώ απλά επιλέγω να είμαι εδώ, να είμαι παρούσα και να προσπαθώ να δω την θετική πλευρά της κατάστασης… ενώ παράλληλα παλεύω από το δικό μου πόστο! Δεν θα αντιδράσουμε επιτέλους; Αφορά την ίδια μας την ύπαρξη, τα παιδιά μας! Αυτό δεν φτάνει;

(ΣΣ. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην εξεύρεση λύσεων στο θέμα της γης… Συγκεκριμένα υπάρχουν επιστήμονες, καλλιτέχνες, κηπουροί, οικονομολόγοι, αρχιτέκτονες, οικολόγοι και απλοί πολίτες. Είναι απλοί άνθρωποι που έχουν κάνει σκοπό τους τη διατήρηση και υποστήριξη της μελλοντικής ζωής στη Γη. Μιλούν για μια ανοικοδόμηση σε όλα τα επίπεδα. Δεν ξέρω αν είναι ‘σοβαροί’ ή όχι, αλλά σίγουρα κάτι κάνουν…)

(Φωτογραφία από μένα πέρσι το καλοκαίρι... Θα ήθελα να πιστεύω ότι το χταποδάκι σώθηκε... μάλλον)

Tuesday, March 20, 2007

Η γιαγιά

(Η φίλη μου kyriayf μου χάρισε λέξεις. Μου άρεσαν και τις έκανα μια μικρή ιστορία. Οι λέξεις ήταν: ερανιστής, σύμμιξη, παράθεση, εμβριθής, χρειώδης. Την ευχαριστώ.)

Δεν είχα ποτέ μου γνωρίσει τη γιαγιά μου. Από την πλευρά του πατέρα μου δηλαδή, γιατί από την πλευρά της μητέρας μου είχα, ήταν η ‘γιαγιά-παιχνίδι’. Που μου έκανε όλα τα χατίρια. Και που μου επέτρεπε ακόμα και να σκορπίζω μέσα στο σπίτι της κοπριά… (ναι ήμουν καλό παιδί, το ξέρω). Κότες, σκύλοι, γάτες, περιστέρια και ένα γαιδούρι ήταν η παρέα μου στα καταπράσινα λιβάδια, στα μυρωδάτα με χαμομήλι χωράφια. Στη χώρα των παραμυθιών για μένα…

Και κάποια στιγμή, όταν επιτέλους η γιαγιά, σύζυγος ιατρού, αποφάσισε να συγχωρέσει τον άμυαλο γιο της που παντρεύτηκε μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής, που η σύμμιξη επαρχίας και αστικής τάξης ήταν γεγονός με τη γέννησή μου, η γιαγιά αποφάσισε, με ύφος ερανιστή να παραθέσει τα μεγαλοαστικά της πληγωμένα επιχειρήματα στον γιο της και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια χωρισμού, να μας αποδεχθεί στο σπίτι της, στον πύργο της στην Κηφισιά, ‘για χάρη του παιδιού’ όπως προειδοποίησε τους γονείς μου από το τηλέφωνο.

Είδα ότι ο πατέρας μου είχε συγκινηθεί και η μητέρα μου, αν και ιδιαίτερα δυναμική είχε μουδιάσει μπροστά στο άγνωστο που λεγόταν ‘Ευτέρπη’.

Τα μάτια μου εντυπωσιάστηκαν από το μέγεθος του σπιτιού. Τις πολλές σκεπές, τον κήπο… Αλλά όλα είχαν μια μορφή εγκατάλειψης. Μοναξιά φώναζε το σπίτι από μακριά. Και βαριά καρδιά… Αφού για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να αναπνεύσω ελεύθερα και ξεχύθηκα γρήγορα-γρήγορα στον παραμελημένο κήπο. Η γιαγιά με το απόμακρο ύφος της, τη μυρωδιά δυνατού αρώματος και του μακριού της φορέματος, με τρόμαξε. Κρύφτηκα πίσω από τα φουστάνια της μαμάς μου και αν και τολμηρός, έφυγα γρήγορα-γρήγορα για το εξωτερικό του χώρου αφού μέσα διακινδύνευα να τις φάω από την αυστηρή γιαγιά που φρόντιζε με ιδιαίτερη ζέστη τις λιμόζ πορσελάνες για τις οποίες έμοιαζε ιδιαίτερα περήφανη.

Από το ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού άκουγα τις κουβέντες τους. Η μητέρα μου δεν μιλούσε, επίτηδες, κρατούσε χαμηλούς τόνους.

‘Ξέρετε, παλαιότερα ο σύζυγός σας ήταν εμβριθής μελετητής της Ιατρικής, όπως ακριβώς και ο πατέρας του. Φυσικά μιλώ για το παρελθόν, αφού αποποιήθηκε την καταγωγή του και την οικογένειά του για τα μάτια σας! Γι’αυτό και εξελίχθηκε σε εξαιρετικό ιατρό και εκείνος, όπως και ο πατέρας του από τις βάσεις που του έδωσε το σπίτι του! Εσείς τι επαγγέλεσθε; Ή προτιμάτε να συντηρεί το σπίτι ο σύζυγος;’ Η γιαγιά ήταν ιδιαίτερα καυστική και έσφαζε με το γάντι ακόμα και στα πρώτα λεπτά που κουβέντιαζε.

Η μητέρα μου χαμογέλασε (και αργότερα και η ίδια απόρησε με την ηρεμία της).

‘Καταλαβαίνω απολύτως τους φόβους σας. Αφού και εγώ έχω παιδί και κάποια μέρα ίσως βρεθώ και εγώ στη θέση σας. Να χωρίζω τους ανθρώπους σε χρειώδεις ή όχι, ανάλογα με τη κοινωνική μου θέση σε σχέση με τη δική τους… Αλλά ξέρετε, δεν ξεχνώ ότι κατάγομαι από χωριό, όπως και εσείς. Συγκεκριμένα, έτυχε να γνωρίσω μια συγχωριανή σας. Κόρη μυλωνά δεν ήσασταν; Και εγώ το ίδιο! Είδατε τις συμπτώσεις της ζωής… Α, και κάτι κάνω και εγώ για την οικογένεια, είμαι και εγώ ιατρός.’ Η μητέρα μου ακολούθησε το βελτιωμένο μοντέλο ‘σφαξίματος’ και ήταν απόλυτα αφοπλιστική σε σημείο ανατροπής.

Ενώ εγώ ήμουν δύσθυμος και γεμάτος νεύρα, αφού ήξερα ότι η γιαγιά ήταν κάτι λιγότερο από τη Λερναία Ύδρα, ξαφνικά τους είδα όλους να κατεβαίνουν χαμογελώντας από τα μαρμάρινα σκαλιά και με πήραν από το χέρι.

‘Θα πάμε όλοι μαζί να φάμε και το άλλο Σαββατοκύριακο θα πάμε και στη γιαγιά στο χωριό να γνωριστούμε όλοι!’ Μου σβούριξε η μαμά μου ένα φιλί και το αστείο; Έκανε το ίδιο και η γιαγιά…

Θα το πιστέψετε; Τώρα δεν ξέρω ποια από τις δυο να διαλέξω…

(φωτογραφία από μένα, λίμνη Δόξα, Ορεινή Κορινθία. Αν και δεν μ'αρέσουν οι λίμνες, αυτή κάτι μου έκανε...)

Wednesday, March 14, 2007

SEVEN (7)

Μετά από την πρόσκληση των φίλων ανατολή, δημήτρη μαμαλούκα, μάρκο και melomenos, παραθέτω τις επτά (7) ταινίες που έχω λατρέψει.

Πολίτης Κέιν. Για την τελευταία του φράση ‘Rosebud’, για την υπέροχη πλοκή και την φωτογραφία, τη σκηνοθεσία, το σενάριο, την ηθοποιία, το ότι ‘έβλεπε’ χρόνια μπροστά… και για τα δάκρυα του τέλους. Για αυτό το έλκηθρο…

Δωμάτιο με Θέα. Γιατί πρώτα το διάβασα σε βιβλίο και δεν με απογοήτευσε και κάθε φορά θα το λατρεύω για την πολυαγαπημένη μου Φλωρεντία και για την εγγλέζικη εξοχή. Και ένας ρομαντικός έρωτας ανάμεσα στα στάρια και στις φτέρες με καλό τέλος! Απίθανα σκηνοθετημένο.

Ντόμινο. Πολύ σκληρή ταινία για την άγρια αναζήτηση του εαυτού μας που μπορεί να μας οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή… Γιατί η ζωή δεν είναι παραμύθι, όσο και αν φαίνεται.

Δρ. Ζιβάγκο. Για την γοητεία, την επαφή, το ξαφνικό, το μοιραίο, τη διάλυση μέσα σε ένα χωρόχρονο που είχε φτάσει στο μηδέν. Για την κοσμοπολίτικη και την αντίθετη εικόνα που τόσο χαρακτηριστικά μας έδωσε ο συγγραφέας και ο σκηνοθέτης… Για τον μεγάλο έρωτα.

Βέρτιγκο. Γιατί οι εμμονές μας μπορούν να μας τρελάνουν και να μας οδηγήσουν σε μέρη χωρίς επιστροφή. Γιατί ο έρωτας χωρίς ελπίδα είναι έρωτας με το αόρατο και πάντα το αόρατο είναι επικίνδυνο.

Όσα παίρνει ο άνεμος. Γιατί μ’ άρεσε η γυναίκα αυτή. Που δεν ήταν απόλυτα γλυκιά και αγγελική, ούτε όμως κακιά και μικρόψυχη. Ανθρώπινη, με αδυναμίες και λάθη, καθόλου εξιδανικευμένη. Πεισματάρα και θαρραλέα περισσότερο από την εποχή της και τον τόπο της. Αλλά τα κατάφερνε… Γιατί αυτή η διαφορετικότητα ήταν που τη βοηθούσε να ξεπεράσει τις δυσκολίες. Πίστευε σε ένα καλύτερο αύριο. Για τα υπέροχα υγρά μάτια της Βίβιαν Λη και τις φράσεις του Ρετ Μπάτλερ…

Καζαμπλάνκα. Για τον έρωτα, το ανεκπλήρωτο. Τις μοιραίες ματιές, το θολό βλέμμα, τα άφιλτρα τσιγάρα και το ποτό να κολλάει στο λαιμό. Τη θυσία του να αγαπάς χωρίς να θέλεις ανταλλάγματα. Για την ατμόσφαιρα, για την εποχή της αυτοθυσίας, του ‘φιλότιμου’, των σκοτεινών μπαρ.

Να κλέψω και μία; Το Μπραζίλ... γιατί μ'αρέσει να 'κρυφοκοιτάω' στο μέλλον.

Προσκαλώ λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου και για πρώτη φορά (7 φίλους που εύχομαι να μην επαναλάβω τα ονόματα που ήδη είδα ότι πρότειναν - αχ πόσο δύσκολο είναι αυτό, δεν μ’ αρέσει να λέω λίγους!) τους:

george

kyriayf

dr. ugbar

jason

ange-ta

marialena

με το φεγγάρι αγκαλιά

Monday, March 12, 2007

Εμπειρία

- άμμος,μυστικό,καντήλι,πάπυρος,κρασί – είναι οι λέξεις που μου χάρισε η φίλη μου ‘με το φεγγάρι αγκαλιά’ και την ευχαριστώ (και έπεται συνέχεια σε άλλη φίλη!)

Βρισκόμασταν εκτός Αθηνών. Το τοπίο αλπικό. Έλατα, πεύκα, Ανεβήκαμε φιδωτούς δρόμους, διασχίσαμε ρεματιές, το αυτοκίνητο έδειχνε τη θερμοκρασία συνεχώς να κατεβαίνει… Τρεις βαθμοί έξω. Μ’ άρεσε. Πάντα μ’ αρέσει το κρύο.

Χαζεύαμε χωρίς σκέψη και καθημερινές εντάσεις: Χιονισμένες βουνοκορφές, σύννεφα να αγκαλιάζουν σε στιγμές τα βουνά, μυρωδιά από υγρές πευκοβελόνες. Άδειαζε το μυαλό, καθάριζε το σώμα, μόνο του, χωρίς προσπάθεια. Η φύση είναι σοφός δάσκαλος στα προβληματισμένα από την άγρια καθημερινότητα και τον εγωισμό της πόλης, μάτια μας. Αρκεί να θέλουμε να δούμε…

Και φτάσαμε στο μοναστήρι της περιοχής. Ένα μοναστήρι του 16ου αιώνα. Το μοναστήρι του Αϊ- Γιώργη, είχε παρατηθεί στη λήθη και στο χρόνο. Ήταν έτοιμο να διαλυθεί, ώσπου κάποιοι άνθρωποι με όραμα, σιγά-σιγά αποφάσισαν να το φτιάξουν. Λογής υλικά ήταν στοιβαγμένα απ’ έξω. Ξύλα, άμμος, χαλίκι, τσιμέντο, πέτρα. Και δυο ξένοι μάστορες της πέτρας έφτιαχναν τους πληγωμένους τοίχους σιωπηλά, απολαμβάνοντας την κάθε τους κίνηση.

Μπήκαμε μέσα από μια μικρή πόρτα στο χώρο του μοναστηριού. Το προαύλιο έμοιαζε σαν σκηνή θείου δράματος. Στο κέντρο της παλιάς αυλής, επιβλητικός ένας ξύλινος σταυρός που τον είχε σφιχταγκαλιάσει μια τριανταφυλλιά. Ντράπηκα που έβγαλα φωτογραφία, αλλά είχα τόση ανάγκη να συγκρατήσω αυτή την εικόνα μέσα μου. Να γίνει μέρος της καρδιάς μου. Ένα κομμάτι πολύτιμου, αιώνιου πάπυρου από το μυστικό μου κόσμο.

Ένας μοναχός, μεγάλος σε ηλικία, μια φωτεινή παρουσία, σαν να διάβασε τις σκέψεις μας, κατάλαβε ότι ψάχναμε την εκκλησία. Μπήκαμε μέσα στην μικρή, μπρούτζινη, πόρτα. Το κρύο του εσωτερικού ήταν περισσότερο από την εξωτερική παγωνιά της φύσης. Αλλά η ματιά μας και η ψυχή μας μαλάκωσε. Οι μορφές της Θεοτόκου, του Χριστού, μας κοιτούσαν τρυφερά και αυστηρά. Το ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο τέμπλο έμοιαζε εξωπραγματικό μόνο με το φως από τέσσερα καντήλια. Τα μάτια μας δεν χόρταιναν, για την ψυχή μας δεν ήταν αρκετή η κατάνυξη και η γαλήνη αυτού του χώρου.

Λίγο καθίσαμε. Λεπτά. Με σεβασμό και σιωπή ασπαστήκαμε τα οστά αγίων τα λουσμένα με θείο κρασί. Βγήκαμε παραπατώντας. Για ώρα, δεν μπορούσαμε καν να μιλήσουμε. Στιγμές χρειάζονται, αν έχεις ανοιχτή καρδιά. Στιγμές για να δεις το φως.

Ο καλόγηρος, στεκόταν στην ίδια θέση. Φρουρός. Κατάλαβε και μας χαμογέλασε.

Θα γυρίσουμε όταν η τριανταφυλλιά θα ανθίσει… γιατί μέσα μας, χωρίς να ξέρουμε πως, έχει ήδη ανθίσει.

(Φωτογραφία από μένα, από ένα μέρος που άγγιξε την καρδιά μου)

Saturday, March 03, 2007

Μια Χειμωνιάτικη Μέρα, απόσπασμα από το βιβλίο 'Έτσι έπρεπε να γίνει'

(Είναι ένα μικρό κεφάλαιο από το ανέκδοτο βιβλίο μου 'Έτσι έπρεπε να γίνει', 2003)

- Διευκρίνηση: Δεν ξέρω γιατί τώρα, γιατί αποφάσισα να βγάλω κάτι τόσο παλιό και τόσο αγαπημένο, αφού έκανα δέκα χρόνια να τελειώσω αυτή τη νουβέλα. Αφού εδώ μόνο μία ακόμα φορά έβαλα κάτι που έχω γράψει και ανήκει στην ίδια νουβέλα. Είναι δικό μου, μέρος του εαυτού μου, πολύ παλιά. Θα μπορούσα να το επεξεργαστώ, ξανά, να είναι περισσότερο δουλεμένο, αλλά θα έχανε τη φρεσκάδα και την αθωότητα που έχει (ή νομίζω ότι έχει). Είναι η πρώτη μου προσπάθεια που ξεκινάει από τα 21 μου. Γιατί έβαλα αυτό το απόσπασμα τώρα; Ίσως γιατί κάτι σταματάει; Γιατί; Μερικές φορές δεν καταλαβαίνω γιατί κάνω πράγματα... Απλά δέχομαι την επιθυμία του εαυτού μου. Καλημέρα. Όσοι καλοί, ορίσατε! -

Και ο χρόνος προχωρούσε βιαστικά μέσα από γκρίζες μέρες.

Επιτέλους, μετά το γραφείο, είχε ραντεβού με την Ελένη, την καλύτερή της φίλη, στην
Πλάκα. Μονάχα με την Ελένη μπορεί να είναι σύντροφος στις αποδράσεις της καθημερινότητας.

Αισθάνεται ότι, κάθε φορά που δίνουν ραντεβού, θα ανακαλύψουν παρέα κάτι μικρό, παλιό
αλλά συνάμα πολύτιμο, όπως άλλωστε είναι όλες οι φιλίες. Πολύτιμες, Μονάκριβες. Τη μια φορά στη Πλάκα, την άλλη στο Μοναστηράκι, στο Μικρολίμανο, στο Ηρώδειο, στο Κολωνάκι για “window-shopping”, για ποτό στο αγαπημένο τους μπαρ με τη τζαζ μουσική, ξανά-ανακαλύπτοντας τα ίδια μέρη που φαίνονται καθημερινά. Εκείνες τα έβλεπαν με τελείως διαφορετικά μάτια.

Οι δυο τους κάνουν σαν δυο μικρά παιδιά που κάνουν σκασιαρχείο και ψάχνουν να βρουν γλυκές γωνιές της Αθήνας για να κρύψουν και να φανερώσουν τις αγωνίες τους, τα μυστικά τους.

Την περίμενε έξω από το εκκλησάκι που ποτέ δεν μπορεί να μάθει το όνομά του, αλλά πάντοτε πηγαίνει και ανάβει ένα κεράκι.

Λατρεύει τη μυρωδιά του φρεσκοκαμμένου λιβανιού, τη μυρωδιά από τα ποτισμένα με μύρα και κερί ξύλινα στασίδια, αυτόν τον χώρο λατρείας που γίνεται, για εκείνες τις στιγμές δικός της. Η δική της κουβέντα με τον Θεό.

Η Ελένη αργούσε. Εκείνο το βράδυ είχε πολύ κρύο, Μάρτης-Γδάρτης βλέπετε. Η Νιόβη μάζεψε το «καμηλό» παλτό της πάνω της, φόρεσε τα μαύρα δερμάτινα γάντια της και παρατηρούσε τον κόσμο που περνούσε μπροστά από τα μάτια της. Ένα ερωτευμένο ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο, έναν μικροπωλητή που κουβάλαγε με κόπο στον ώμο την πραμάτεια του, ένα μίμο με βαμμένο το πρόσωπό του, μια τσιγγάνα που πουλούσε μοίρες και γιατροσόφια. Έδειχναν όλοι τόσο ξένοιαστοι. Και τους ζήλεψε όλους για μια φευγαλέα στιγμή.

«Φιλενάδα ήρθες. Ξεπάγιασα μέσα στο κρύο. Παλιοκαθαρματάκι!» Είπε η Νιόβη γεμάτη γλύκα, και ξεκαρδίστηκε στα γέλια αγκαλιάζοντας την Ελένη.

«Σόρρρυ! Δεν μπορούσα να φύγω νωρίτερα από το Πανεπιστήμιο, δεν μπορούσα να βρω θέση να παρκάρω το αυτοκίνητο…» της δικαιολογήθηκε ναζιάρικα η Ελένη, φτιάχνοντας παράλληλα το μεταξωτό της φουλάρι με τα λουλούδια.

Η φιλενάδα της είχε πάντα ένα στυλ μποέμ, χωρίς να το επιδιώκει. Η συμπεριφορά της, τα ρούχα της, οι τσάντες της, τα περίεργα «Αρτ Νουβό» κοσμήματα, είχαν αυτή τη μυρωδιά. «Καλά, καλά φιλενάδα ξέρω και εγώ από τέτοιες δικαιολογίες.» τη μάλωσε τρυφερά και έφυγαν φλυαρώντας για το γνωστό τους καφενεδάκι απέναντι από την Πλατεία των Αέρηδων.

Ένα καφενείο που θυμίζει ελληνικές ταινίες του ’60, με τα δαντελένια χειροποίητα κουρτινάκια του, τη σόμπα με τα ξύλα, τις μυρωδιές από τα χειροποίητα γλυκά της κυρά-Σούλας.

Βέβαια, η Νιόβη παράγγειλε την αδυναμία της, το γλυκό κουταλιού πορτοκάλι. Η κυρά-Σούλα, η ιδιοκτήτρια, τις μάλωσε με έναν λεκτικό χείμαρρο γιατί τόσο καιρό έλειψαν από το γωνιακό της τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο, γιατί τόσο καιρό την «ξεχάσανε», γιατί «κορίτσια-πράγματα» δεν νοικοκυρεύονται να κάνουν παιδιά αλλά δουλεύουνε και σπουδάζουνε σαν «άντρες», και τις τράταρε το περιβόητο γλυκό του κουταλιού μέσα σ’ αυτά τα μικρά γυάλινα πιατάκια που είχαν οι γιαγιάδες τους. Και η γλυκιά οικοδέσποινα τους άφησε διακριτικά, να τα πουν.

Εκείνες έγνεψαν καταφατικά, ξέροντας ότι εκείνη τις “μαλώνει” από αγάπη. Σιωπή.

Σιωπή είναι να απέχεις, να λείπεις, να απομονώνεσαι, να φεύγεις μέσα από τα όριά σου. Να γνωρίζεις τον εαυτό σου.

Η Ελένη την παρατηρούσε. Περίμενε να ανοιχτεί.

Η Νιόβη ξύπνησε.

«Έχουμε να τα πούμε από τα Χριστούγεννα από το πάρτι του Κώστα. Ελένη τι ωραίο φόρεμα φορούσες; Από πού το πήρες;»

«Καλά Νιόβη, χαλάρωσε, δεν είμαστε σε δημόσιο δικαστήριο ούτε σε κοσμικό τσάι. Μίλα μου!» Την κατεύθυνε η Ελένη στην ουσία.

«Ελένη, τι μου συμβαίνει; Δεν ξέρω πλέον τι μου γίνεται. Έχω παγιδευτεί. Πίστεψε με ότι αισθάνομαι τα πάντα να με πνίγουν σαν ένα βραχνά. Αργά και σταθερά. Όλα γίνονται τυπικά χωρίς ουσία, πλάκα – πλάκα κάτι συμβαίνει. Δεν φταίνε οι άλλοι, φταίω ίσως εγώ… Θέλω να ξαναβρώ τον εαυτό μου, να μάθω που πήγε η μητέρα και γιατί δεν μας αναζήτησε ποτέ.

Τι λέω Θεέ μου. Κατάλαβες τίποτα από όλα αυτά; » Η φωνή της ακούστηκε ξέπνοη στα τελευταία της λόγια. Μόλις τελείωσε τις τελευταίες τις λέξεις, βύθισε τα μάτια της στον αχνιστό καφέ, σαν Πυθία του 21ου αιώνα, λες και περίμενε να βρει απαντήσεις μέσα στο μαύρο αχνιστό υγρό. «Νιόβη, σταμάτα να πιέζεσαι. Άφησε τις καταστάσεις να κυλήσουν ήρεμα στη ζωή σου. Άντε ρε παιδάκι μου, πάρε τη ζωή στα χέρια σου.» απάντησε μετά από αρκετή ώρα σκέψης η Ελένη, μιλώντας σαν την Πυθία: “Ήξεις, αφίξεις...” πάντα της μιλούσε με δύο διαφορετικούς τρόπους.

«… και ξέρεις τι θα σου πρότεινα;» συνέχισε η Ελένη. «Να σηκωθείς να φύγεις. Να κάνεις ένα βήμα διαφορετικό στη ζωή σου. Να κάνεις ένα διάλειμμα στη ζωή σου σε όλα. Να κάνεις την μικρή σου, ολόδική σου απόδραση, φιλενάδα! Σίγουρα, θα ηρεμήσεις, αν μη τι άλλο… Φύγε ρε, παιδί μου για λίγο. Πήγαινε Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Γουαδελούπη, ξέρω’γω? Ξέφυγε από όλα. Ζήσε ό,τι έχεις εσύ ανάγκη να ζήσεις. Να το κάνεις, γιατί όπως λέει και η σοφή ρήση, δεν θα ήθελες ποτέ σου να μετανιώσεις για πράγματα που δεν έκανες…»

«Ελένη, Κατάλαβες, έτσι; Ναι, έχω τάσεις φυγής αλλά δεν είναι όπως τις άλλες φορές. Τις άλλες φορές ήταν απλώς ξεσπάσματα. Τώρα αισθάνομαι ότι είναι κάτι το διαφορετικό.» Και συνέχισε η Νιόβη χωρίς να πάρει ανάσα, χωρίς κανένα ειρμό: «Και πες ότι φεύγω ρε Ελένη, που θα πάω Μάρτη μήνα; Πώς θα τα αφήσω όλα και θα φύγω. Έχω τη δουλειά, το Στέφανο, τους δικούς μου. Βέβαια, όπως ξέρεις και όπως πάντα έλεγα, το μεγαλύτερο μου όνειρο είναι να φύγω ξαφνικά από όλους... Το πιο τρελό μου όνειρο. Δεν έχω καταλάβει βέβαια γιατί.»

Χωρίς να το καταλάβει η Νιόβη, πυρπολούσε για ώρα με ερωτήσεις την Ελένη και τον εαυτό της. Φοβόταν να κάνει κάποια αποφασιστική κίνηση, έβαζε εμπόδια, δυσκολίες. «Καλά, Νιόβη, δεν πρόκειται ποτέ στη ζωή σου να καταλάβεις ότι πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσεις να πιέζεσαι, να υποκρίνεσαι σε όλους και για όλα, να δεις από απόσταση τα πράγματα που σε κούρασαν; Πότε θα το καταλάβεις; Όταν θα είσαι ανίκανη να διορθώσεις το παραμικρό; Όταν θα έχεις μπερδευτεί για τα καλά; Πότε θα βοηθήσεις τον εαυτό σου; Το ξέρεις ότι θα έπρεπε να είχες πάρει όλα τα «Όσκαρ» ηθοποιίας για τα τελευταία πέντε χρόνια; Ούτε και εγώ, φορές-φορές, δεν σε αναγνωρίζω. Δείχνεις ότι όλα είναι τέλεια στη ζωή σου. Τόσο καλά κρύβεσαι. Ακόμη και από μένα! Πήγαινε και θα καταλάβεις γιατί θέλεις να φύγεις στην πορεία.”

Σταμάτησαν να μιλάνε. Μερικές φορές οι φίλοι δεν χρειάζεται να μιλάνε, απλά να είναι δίπλα σου. Και περπάτησαν πολύ εκείνο το βράδυ. Αντηχούσαν τα τακούνια από δυο γυναικείες φιγούρες στα στενά της παλιάς πόλης. Και η μια, είχε το κεφάλι της σκυφτό. Η Νιόβη, αγόρασε, από ένα από τα λιγοστά τουριστικά της Πλάκας που ήταν ανοιχτά τέτοια ώρα το χειμώνα, καρτ-ποστάλ με γοργόνες και Μεγαλέξανδρους για τη συλλογή της. Και είχε περπατήσει κι άλλο μέσα στα πλακόστρωτα στενά, τόσο, ώστε ο κρύος αέρας να καθαρίσει το μυαλό της από τα αόρατα πλοκάμια που την τύλιγαν.

Γύρισε αργά το βράδυ στο σπίτι, παγωμένη και εξουθενωμένη και έπεσε με τα παπούτσια στον μπλε βελούδινο καναπέ. Το κεφάλι της βούιζε. Ήταν ανακουφισμένη όμως, γιατί είχε εξομολογηθεί, επιτέλους τη μεγαλύτερη αμαρτία της ζωής της.

Και πάλι χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η Καίτη. «Θα έρθεις το Σάββατο στο σπίτι. Έχουμε καλέσει κόσμο γλυκιά μου, για μεσημεριανό. Δεν θα μου πεις αυτή τη φορά όχι, το θέλει και ο πατερούλης σου και η Καίτη σου!»

Αυτό το επιχείρημα την τσάκισε. Θα πήγαινε έστω και εάν την είχαν πάνω σε φορείο.
(photo: από τη φίλη μου Mirja)

Friday, March 02, 2007

Παράλληλα σύμπαντα...

Σε ένα παράλληλο σύμπαν τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Τα πατώματα βουλιάζουν σαν στρώμα όταν κάποιο παιδί πέφτει.

Τα κτίρια λυγίζουν, δεν υπάρχουν πόρτες, για να ανέβει κάποιος στο σπίτι του.

Δεν υπάρχουν σκούρα και σκοτεινά χρώματα. Υπάρχει φως…

Είμαστε χορτάτοι. Δεν πεινάμε, δεν ζηλεύουμε, δεν φθονούμε, δεν επιβουλευόμαστε… γιατί αυτό που θέλουμε πραγματικά, στα βάθη της ψυχής μας το έχουμε. Τόσο απλά.

Οι αναμνήσεις μας κρύβονται σε μεγάλες, βαριές, γυάλινες, διάφανες, κρυστάλλινες μπάλες και όταν θέλουμε εμείς, όταν είμαστε στενοχωρημένοι ή όταν βαριόμαστε γιατί δεν έχει τίποτα η τηλεόραση, ξανά-βουτάμε σε εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι μέσα στην κρυστάλλινη θάλασσα. Τότε που συναντήσαμε δύο δελφίνια ερωτευμένα. Ξανά-βουτάμε στο βυθό και βλέπουμε όλα τα χρώματα που ποτέ άνθρωπος δεν μπορεί να φτιάξει με το χέρι, ζωή μιας άλλης προσέγγισης, μέσα από το νερό της δημιουργίας. Ξαναθυμόμαστε τη ματιά μας όταν βλέπαμε και μυρίζαμε τριαντάφυλλα στο πατρικό σπίτι. Ξαναβλέπαμε με τι ματιά ερωτευτήκαμε τον αγαπημένο/αγαπημένη μας. Ξαναείδαμε για πρώτη φορά τον κόσμο, θυμηθήκαμε την πρώτη μας ανάσα πάνω στη Γη...

Στιγμές… Σε ένα παράλληλο σύμπαν που δεν υπάρχουν κόμπλεξ και κακίες. Μαχαιρώματα στην πλάτη και ασυδοσία. Εκεί που ζεις για να δημιουργείς και όχι εκεί που διαλύεσαι για να ζήσεις…

Σε ένα παράλληλο σύμπαν η κακία εξοστρακίζεται, τινάζεται από το σώμα. Δεν αγγίζει, δεν πονάει, δεν πληγώνει. Φεύγει σαν νερό, χωρίς να λερώνει και να βρωμίζει.

Σε αυτό το σύμπαν, δεν υπάρχει θάνατος. Έχει φύγει η αρρώστια και όλα όσα μας καταστρέφουν, απλά δεν υπάρχουν.

Σε ένα παράλληλο σύμπαν, αφήνεσαι, μαλακώνεις, φωτίζεσαι, ηρεμείς και πλησιάζεις τον άλλο σου εαυτό. Είσαι φως…

Ίσως και να υπάρχει. Πολλοί επιστήμονες έχουν αποδείξει ότι υπάρχει ο παράδεισος, αλλά και η κόλαση. Σε αυτό το σύμπαν ίσως εμείς να μην ήμασταν οι ίδιοι ή να μην αντέχαμε να ζούμε εκεί…

Σε διαφορετική περίπτωση, εμείς είμαστε εδώ και κάνουμε το καλύτερο…

Αλλά πείτε μου, τί ξέχασα;

(photo: από μένα, σε ένα ιδιαίτερα αγαπημένο μου μέρος, μια γούρνα μαρμάρινη που ο χρόνος τη σεβάστηκε... )