Tuesday, March 20, 2007

Η γιαγιά

(Η φίλη μου kyriayf μου χάρισε λέξεις. Μου άρεσαν και τις έκανα μια μικρή ιστορία. Οι λέξεις ήταν: ερανιστής, σύμμιξη, παράθεση, εμβριθής, χρειώδης. Την ευχαριστώ.)

Δεν είχα ποτέ μου γνωρίσει τη γιαγιά μου. Από την πλευρά του πατέρα μου δηλαδή, γιατί από την πλευρά της μητέρας μου είχα, ήταν η ‘γιαγιά-παιχνίδι’. Που μου έκανε όλα τα χατίρια. Και που μου επέτρεπε ακόμα και να σκορπίζω μέσα στο σπίτι της κοπριά… (ναι ήμουν καλό παιδί, το ξέρω). Κότες, σκύλοι, γάτες, περιστέρια και ένα γαιδούρι ήταν η παρέα μου στα καταπράσινα λιβάδια, στα μυρωδάτα με χαμομήλι χωράφια. Στη χώρα των παραμυθιών για μένα…

Και κάποια στιγμή, όταν επιτέλους η γιαγιά, σύζυγος ιατρού, αποφάσισε να συγχωρέσει τον άμυαλο γιο της που παντρεύτηκε μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής, που η σύμμιξη επαρχίας και αστικής τάξης ήταν γεγονός με τη γέννησή μου, η γιαγιά αποφάσισε, με ύφος ερανιστή να παραθέσει τα μεγαλοαστικά της πληγωμένα επιχειρήματα στον γιο της και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια χωρισμού, να μας αποδεχθεί στο σπίτι της, στον πύργο της στην Κηφισιά, ‘για χάρη του παιδιού’ όπως προειδοποίησε τους γονείς μου από το τηλέφωνο.

Είδα ότι ο πατέρας μου είχε συγκινηθεί και η μητέρα μου, αν και ιδιαίτερα δυναμική είχε μουδιάσει μπροστά στο άγνωστο που λεγόταν ‘Ευτέρπη’.

Τα μάτια μου εντυπωσιάστηκαν από το μέγεθος του σπιτιού. Τις πολλές σκεπές, τον κήπο… Αλλά όλα είχαν μια μορφή εγκατάλειψης. Μοναξιά φώναζε το σπίτι από μακριά. Και βαριά καρδιά… Αφού για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να αναπνεύσω ελεύθερα και ξεχύθηκα γρήγορα-γρήγορα στον παραμελημένο κήπο. Η γιαγιά με το απόμακρο ύφος της, τη μυρωδιά δυνατού αρώματος και του μακριού της φορέματος, με τρόμαξε. Κρύφτηκα πίσω από τα φουστάνια της μαμάς μου και αν και τολμηρός, έφυγα γρήγορα-γρήγορα για το εξωτερικό του χώρου αφού μέσα διακινδύνευα να τις φάω από την αυστηρή γιαγιά που φρόντιζε με ιδιαίτερη ζέστη τις λιμόζ πορσελάνες για τις οποίες έμοιαζε ιδιαίτερα περήφανη.

Από το ανοιχτό παράθυρο του σαλονιού άκουγα τις κουβέντες τους. Η μητέρα μου δεν μιλούσε, επίτηδες, κρατούσε χαμηλούς τόνους.

‘Ξέρετε, παλαιότερα ο σύζυγός σας ήταν εμβριθής μελετητής της Ιατρικής, όπως ακριβώς και ο πατέρας του. Φυσικά μιλώ για το παρελθόν, αφού αποποιήθηκε την καταγωγή του και την οικογένειά του για τα μάτια σας! Γι’αυτό και εξελίχθηκε σε εξαιρετικό ιατρό και εκείνος, όπως και ο πατέρας του από τις βάσεις που του έδωσε το σπίτι του! Εσείς τι επαγγέλεσθε; Ή προτιμάτε να συντηρεί το σπίτι ο σύζυγος;’ Η γιαγιά ήταν ιδιαίτερα καυστική και έσφαζε με το γάντι ακόμα και στα πρώτα λεπτά που κουβέντιαζε.

Η μητέρα μου χαμογέλασε (και αργότερα και η ίδια απόρησε με την ηρεμία της).

‘Καταλαβαίνω απολύτως τους φόβους σας. Αφού και εγώ έχω παιδί και κάποια μέρα ίσως βρεθώ και εγώ στη θέση σας. Να χωρίζω τους ανθρώπους σε χρειώδεις ή όχι, ανάλογα με τη κοινωνική μου θέση σε σχέση με τη δική τους… Αλλά ξέρετε, δεν ξεχνώ ότι κατάγομαι από χωριό, όπως και εσείς. Συγκεκριμένα, έτυχε να γνωρίσω μια συγχωριανή σας. Κόρη μυλωνά δεν ήσασταν; Και εγώ το ίδιο! Είδατε τις συμπτώσεις της ζωής… Α, και κάτι κάνω και εγώ για την οικογένεια, είμαι και εγώ ιατρός.’ Η μητέρα μου ακολούθησε το βελτιωμένο μοντέλο ‘σφαξίματος’ και ήταν απόλυτα αφοπλιστική σε σημείο ανατροπής.

Ενώ εγώ ήμουν δύσθυμος και γεμάτος νεύρα, αφού ήξερα ότι η γιαγιά ήταν κάτι λιγότερο από τη Λερναία Ύδρα, ξαφνικά τους είδα όλους να κατεβαίνουν χαμογελώντας από τα μαρμάρινα σκαλιά και με πήραν από το χέρι.

‘Θα πάμε όλοι μαζί να φάμε και το άλλο Σαββατοκύριακο θα πάμε και στη γιαγιά στο χωριό να γνωριστούμε όλοι!’ Μου σβούριξε η μαμά μου ένα φιλί και το αστείο; Έκανε το ίδιο και η γιαγιά…

Θα το πιστέψετε; Τώρα δεν ξέρω ποια από τις δυο να διαλέξω…

(φωτογραφία από μένα, λίμνη Δόξα, Ορεινή Κορινθία. Αν και δεν μ'αρέσουν οι λίμνες, αυτή κάτι μου έκανε...)