Monday, March 12, 2007

Εμπειρία

- άμμος,μυστικό,καντήλι,πάπυρος,κρασί – είναι οι λέξεις που μου χάρισε η φίλη μου ‘με το φεγγάρι αγκαλιά’ και την ευχαριστώ (και έπεται συνέχεια σε άλλη φίλη!)

Βρισκόμασταν εκτός Αθηνών. Το τοπίο αλπικό. Έλατα, πεύκα, Ανεβήκαμε φιδωτούς δρόμους, διασχίσαμε ρεματιές, το αυτοκίνητο έδειχνε τη θερμοκρασία συνεχώς να κατεβαίνει… Τρεις βαθμοί έξω. Μ’ άρεσε. Πάντα μ’ αρέσει το κρύο.

Χαζεύαμε χωρίς σκέψη και καθημερινές εντάσεις: Χιονισμένες βουνοκορφές, σύννεφα να αγκαλιάζουν σε στιγμές τα βουνά, μυρωδιά από υγρές πευκοβελόνες. Άδειαζε το μυαλό, καθάριζε το σώμα, μόνο του, χωρίς προσπάθεια. Η φύση είναι σοφός δάσκαλος στα προβληματισμένα από την άγρια καθημερινότητα και τον εγωισμό της πόλης, μάτια μας. Αρκεί να θέλουμε να δούμε…

Και φτάσαμε στο μοναστήρι της περιοχής. Ένα μοναστήρι του 16ου αιώνα. Το μοναστήρι του Αϊ- Γιώργη, είχε παρατηθεί στη λήθη και στο χρόνο. Ήταν έτοιμο να διαλυθεί, ώσπου κάποιοι άνθρωποι με όραμα, σιγά-σιγά αποφάσισαν να το φτιάξουν. Λογής υλικά ήταν στοιβαγμένα απ’ έξω. Ξύλα, άμμος, χαλίκι, τσιμέντο, πέτρα. Και δυο ξένοι μάστορες της πέτρας έφτιαχναν τους πληγωμένους τοίχους σιωπηλά, απολαμβάνοντας την κάθε τους κίνηση.

Μπήκαμε μέσα από μια μικρή πόρτα στο χώρο του μοναστηριού. Το προαύλιο έμοιαζε σαν σκηνή θείου δράματος. Στο κέντρο της παλιάς αυλής, επιβλητικός ένας ξύλινος σταυρός που τον είχε σφιχταγκαλιάσει μια τριανταφυλλιά. Ντράπηκα που έβγαλα φωτογραφία, αλλά είχα τόση ανάγκη να συγκρατήσω αυτή την εικόνα μέσα μου. Να γίνει μέρος της καρδιάς μου. Ένα κομμάτι πολύτιμου, αιώνιου πάπυρου από το μυστικό μου κόσμο.

Ένας μοναχός, μεγάλος σε ηλικία, μια φωτεινή παρουσία, σαν να διάβασε τις σκέψεις μας, κατάλαβε ότι ψάχναμε την εκκλησία. Μπήκαμε μέσα στην μικρή, μπρούτζινη, πόρτα. Το κρύο του εσωτερικού ήταν περισσότερο από την εξωτερική παγωνιά της φύσης. Αλλά η ματιά μας και η ψυχή μας μαλάκωσε. Οι μορφές της Θεοτόκου, του Χριστού, μας κοιτούσαν τρυφερά και αυστηρά. Το ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο τέμπλο έμοιαζε εξωπραγματικό μόνο με το φως από τέσσερα καντήλια. Τα μάτια μας δεν χόρταιναν, για την ψυχή μας δεν ήταν αρκετή η κατάνυξη και η γαλήνη αυτού του χώρου.

Λίγο καθίσαμε. Λεπτά. Με σεβασμό και σιωπή ασπαστήκαμε τα οστά αγίων τα λουσμένα με θείο κρασί. Βγήκαμε παραπατώντας. Για ώρα, δεν μπορούσαμε καν να μιλήσουμε. Στιγμές χρειάζονται, αν έχεις ανοιχτή καρδιά. Στιγμές για να δεις το φως.

Ο καλόγηρος, στεκόταν στην ίδια θέση. Φρουρός. Κατάλαβε και μας χαμογέλασε.

Θα γυρίσουμε όταν η τριανταφυλλιά θα ανθίσει… γιατί μέσα μας, χωρίς να ξέρουμε πως, έχει ήδη ανθίσει.

(Φωτογραφία από μένα, από ένα μέρος που άγγιξε την καρδιά μου)